Η Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων συνεδρίασε χθες και ψήφισε αλλαγές στους νόμους αναφορικά με τις πολλαπλές συντάξεις και τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα κρατικών αξιωματούχων και βουλευτών που κρίθηκαν αναγκαίες, ώστε να θωρακιστούν συνταγματικά, αφού οι αποφάσεις που έλαβαν λίγες ημέρες πριν, μετά από ενάμιση χρόνο συζητήσεων, κρίθηκαν τελικά ως προβληματικές, κάτι που αποδέχτηκε και η ίδια η αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή.

Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης είχε αποφασίσει την αναπομπή των έξι νόμων, προτείνοντας συγκεκριμένες αλλαγές που θα βοηθούσαν στη συνταγματικότητας τους.
Τη Δευτέρα είχε συνεδριάσει η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών για το όλο ζήτημα και αποφασίστηκε όπως κάποιες από τις υποδείξεις της Νομικής Υπηρεσίας προωθηθούν στη χθεσινή Ολομέλεια προς ψήφιση.

Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές αφορά την εξαίρεση αριθμού αξιωματούχων που καλύπτονται βάσει Συντάγματος και για τους οποίους η Βουλή δεν έχει δικαίωμα να «αγγίξει» στο μέσον της θητείας τους ή σε ό,τι αφορά δικαιώματα που κατοχύρωσαν από τους διορισμούς τους.

Ποιοι εξαιρούνται

Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί, όχι μόνο δεν επιλύουν το πρόβλημα των πολλαπλών συντάξεων για πρώην και υφιστάμενους, αλλά μάλιστα δημιουργούν νέες κατηγορίες αξιωματούχων, που θα εξαιρούνται από την κατάργηση των προκλητικών συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.

Συγκεκριμένα, με τις νέες αποφάσεις εξαιρούνται οι δικαστές, τα μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Γενικός Εισαγγελέας, αλλά και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας.  

Από τα όσα ειπώθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας, η Βουλή αποφάσισε να υιοθετήσει κάποιες εκ των εισηγήσεων της Νομικής Υπηρεσίας, αφήνοντας ωστόσο εκτός τη ρύθμιση που αφορά την ελάχιστη αμοιβή ύψους 500 ευρώ από τη σύνταξη και αναστολή του υπόλοιπου ποσού, αφού το συγκεκριμένο όριο παραβίαζε άλλο νόμο και το δικαίωμα στην περιουσία.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε από το βήμα της Ολομέλειας ο βουλευτής της ΔΗΠΑ, Μαρίνος Μουσιούττας, αυτή η απόφαση, δηλαδή να μην υιοθετηθούν όλες οι εισηγήσεις της Νομικής Υπηρεσίας, εσωκλείει κινδύνους και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι νόμοι που ψηφίστηκαν, έστω και αν τροποποιήθηκαν εν μέρει, να κριθούν τελικά ως αντισυνταγματικοί.

Αυτό εξάλλου είχε πει και κατά τη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών, όπου συζητήθηκε η αναπομπή των νόμων. Σύμφωνα με τη θέση που είχε εκφράσει ο κ. Μουσιούττας, αυτοί οι νόμοι μπορεί να ρυθμίζουν ως κάποιο σημείο την καταβολή των πολλαπλών συντάξεων, ωστόσο, όχι μόνο δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά μάλιστα δημιουργούν και μια νέα τάξη αξιωματούχων που θα εξαιρούνται από τους νόμους.

Ο κ. Μουσιούττας υποστήριξε επίσης πως το κρατικό νομοσχέδιο, σε αντίθεση με τους έξι νόμους που υποβλήθηκαν από βουλευτές, θα έλυε το πρόβλημα.
Στον αντίποδα τώρα, βουλευτές άλλων κομμάτων υποστήριξαν πως οι νόμοι επιλύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πρόβλημα και ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης. Ο βουλευτής Ανδρέας Θεμιστοκλέους υποστήριξε πως με την κατάργηση των πολλαπλών συντάξεων και των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων αξιωματούχων το μόνο που θα πετύχει η Πολιτεία θα είναι η διεκδίκηση των θέσεων μόνο από άτομα που έχουν οικονομική ευχέρεια.

Δεν τελειώνει το θέμα εδώ

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως οι νέοι νόμοι θα κριθούν συνταγματικοί.
Αυτό εξάλλου είπαν ακόμη και βουλευτές που υπερψήφισαν τους νόμους και τις τροποποιήσεις. Ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ονούφριος Κουλλά, σχολιάζοντας τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας περί αντισυνταγματικότητας είπε πως η Νομική Υπηρεσία δεν είναι αλάνθαστη.

Με βάση τα όσα αποφάσισε η Ολομέλεια της Βουλής παραμένουν δύο ενδεχόμενα: Είτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, θα αναφέρει τους νόμους στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού δεν ψηφίστηκαν όλες οι αλλαγές που εισηγήθηκε η Νομική Υπηρεσία, είτε υπογράφοντάς τους θα τους θέσει σε ισχύ.
Εντούτοις, ακόμη κι αν ο Πρόεδρος υπογράψει τους νόμους, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πως κάποιο επηρεαζόμενο άτομο θα προσφύγει στο δικαστήριο και θα ζητήσει να κριθεί η αντισυνταγματικότητα του νόμου.