Οι ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου έρχονται σε μια Ευρώπη, διαφορετική.

Μια Ευρώπη που βίωσε με τον δικό της τρόπο την παγκόσμια πανδημία του Covid-19 και τις αναταράξεις που προκάλεσε η άνοδος του πληθωρισμού και της ακρίβειας και που προσπαθεί ακόμη να μάθει να υπάρχει και κυρίως να αντιδρά σε έναν πόλεμο που ξεκίνησε και συνεχίζεται στη γειτονιά της, την ίδια που ξέσπασε και ένας άλλος κοντά στα νότια σύνορά της.

Η ακροδεξιά αναμένεται ότι θα εξέλθει από τις κάλπες πιο ισχυρή, αν και ενδεχομένως πιο διασπασμένη. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις οι ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που την απαρτίζουν η Ταυτότητα και Δημοκρατία και των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών θα αυξήσουν σημαντικά τις έδρες τους. Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που προκύπτει είναι σε ποιο βαθμό αυτό θα επηρεάσει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό είναι κάτι ανησυχητικό, εξήγησε στην συνέντευξή της στον Φιλελεύθερο η Λαμπρινή Ρόρη επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών τονίζοντας, πως η ακροδεξιά δεν αποστιγματίζεται απλώς κοινωνικά, αλλά κανονικοποιείται θεσμικά. «Πέρα από τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει σε πολιτικές και νόρμες, αυτή η εκπροσώπηση στο υπερεθνικό επίπεδο μάς απασχολεί ακόμα περισσότερο επειδή δημιουργεί μηχανισμούς διάχυσης, μίμησης και δικτύωσης της ακροδεξιάς πολιτικής ελιτ», επεσήμανε.

Η Λαμπρινή Ρόρη στάθηκε ακόμη και στην χρόνια πτώση που καταγράφουν τα κόμματα της αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Ενώ η αριστερά έπρεπε να είναι πρωτοπόρα ο, από φόβο συχνά για την διαρροή ψήφων προς τη δεξιά ή την άκρα δεξιά, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεματική αρμοδιότητα, τόνισε με αποτέλεσμα να βλέπουμε τους ψηφοφόρους να της στρέφουν την πλάτη.

-Ποια είναι τα ζητήματα που θα κρίνουν τις επικείμενες ευρωεκλογές; Με ποια κριτήρια θα ψηφίσουν οι πολίτες; Η ψήφος σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση είναι ψήφος για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ψήφος διαμαρτυρίας/επιδοκιμασίας των εθνικών κυβερνήσεων;

-Οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρούνται – με βάση την ορολογία της πολιτικής επιστήμης – εκλογές δεύτερης τάξης. Σημαντικό μέρος των πολιτών δεν τις ιεραρχεί σημαντικές εκλογές ως προς το διακύβευμά τους στο υπερεθνικό επίπεδο, δηλαδή τις ευρωπαϊκές πολιτικές, τις αρχές της ΕΕ που διέπουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κλπ. Αντίθετα τις θεωρούν εκλογές ευκαιρίας για τιμωρία ή για επιδοκιμασία της ακολουθούμενης εθνικής πολιτικής. Ανέκαθεν, οι ευρωεκλογές είχαν μικρό ενδιαφέρον σε επίπεδο κοινής γνώμης, ίσως με εξαίρεση αυτές που έλαβαν χώρα στην καρδιά της κρίσης της Ευρωζώνης, όταν και χρησίμευσαν ως κατεξοχήν εργαλείο διαμαρτυρίας, καταγράφοντας σημαντικό ευρωσκεπτικισμό και άνοδο της ακροδεξιάς.

-Θα επιβεβαιωθούν, πιστεύετε οι δημοσκοπήσεις ότι θα καταγραφεί σημαντική άνοδος της ακροδεξιάς;

Εκλογικά η άκρα δεξιά καλπάζει στα εθνικά κοινοβούλια σε όλη την Ευρώπη. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από δύο κομματικές οικογένειες. Η πρώτη, η «καθαρόαιμη» ριζοσπαστική λαϊκιστική δεξιά ομάδα Identity and Democracy (ID) αποτελείται από 59 κόμματα μέλη, μεταξύ των οποίων η ιταλική Λίγκα, η γαλλική Εθνική Συγκέντρωση, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας, το βελγικό Φλαμανδικό Συμφέρον. Η ενοποιημένη πλέον συμμαχία της άκρας δεξιάς φαίνεται να λαμβάνει από 10 έως 11 έδρες περισσότερες από τις ευρωεκλογές του 2019 (Europeelects.eu & Politico’s Poll of Polls αντίστοιχα). Αν και οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται κεντροδεξιοί, η ομάδα των συντηρητικών ευρωσκεπτικιστών European Conservatives and Reformists (ECR) φέρνει κοντά κόμματα όπως η Ελληνική Λύση, το Vox, οι Σουηδοί Δημοκράτες, τα Αδέλφια της Ιταλίας, το Κόμμα των Φιλανδών, η Γερμανική Συμμαχία, το πολωνικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης, έχοντας συνολικά σήμερα 21 κόμματα μέλη. Με βάση προβλέψεις, η εκλογική δύναμη της ομάδας αυτής κυμαίνεται ανοδικά με διαφορά από 8 (Politico’s Poll of Polls) έως 24 (Europeelects.eu) έδρες από τις ευρωεκλογές του 2019. Το κατά πόσο θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις εξαρτάται από το ποσοστό της συμμετοχής, αλλά και από το εκλογικό προφίλ των πολιτών που θα απέχουν από την κάλπη.

-Από που πηγάζει η δυναμική που γενικότερα βλέπουμε να καταγράφει η ακροδεξιά;

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής – επακόλουθος της ανόδου του κοινωνικού φιλελευθερισμού αλλά και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης – δημιουργεί μια σειρά από ανασφάλειες : οικονομικές, εργασιακές, απώλειας κοινωνικού status. Σε αυτές προστίθενται οι φόβοι και το αίσθημα της απειλής που νιώθουν οι πολίτες από τα κύματα της μετανάστευσης και τις αλλαγές στο μωσαϊκό των ανθρώπων που απαρτίζουν πληθυσμιακά τις σύγχρονες κοινωνίες. Η παρουσία των μεταναστών βιώνεται ως απειλή πολιτισμική ειδικά από το τμήμα των γηγενών που βιώνει ανταγωνιστικά την ύπαρξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας και την πρόσβασή τους στις προνοιακές παροχές του κράτους. Πέρα δηλαδή από την ξενοφοβία, η ακροδεξιά ενισχύεται από όσους νιώθουν ότι απειλούνται εργασιακά ή ότι το επίπεδο ζωής τους βάλλεται από την πρόσβαση των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας. Πρόκειται φυσικά για την υποκειμενική τους οπτική στα πράγματα, που τροφοδοτείται όμως από το αφήγημα της άκρας δεξιάς. Τα ακροδεξιά κόμματα παρουσιάζονται ταυτόχρονα σαν «τιμωροί» των κομμάτων εξουσίας που εφαρμόζουν τις πολιτικές αυτές, αλλά και σαν «σωτήρες» των γηγενών από τους «κινδύνους» και τις «απειλές» που αισθάνονται ότι βιώνουν οι ψηφοφόροι τους.

Επιπλέον, μέρος της στροφής σε αυτά τα κόμματα πηγάζει από τη λήθη των πολιτών για τις θηριωδίες του ναζισμού και του φασισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας τη λήθη της δικτατορίας, αλλά επίσης τη λήθη των επιτευγμάτων των πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών, κατά τις οποίες συντελέστηκε μεγάλη πρόοδος για τη χώρα, τόσο οικονομική όσο και κοινωνική. Το σύγχρονο περιβάλλον των πολυκρίσεων επιτείνει τους φόβους των πολιτών, κάνοντάς τους πιο ευάλωτους στο ακροδεξιό αφήγημα.

-Και εύλογα δημιουργείται το ερώτημα πόση ακροδεξιά μπορεί να αντέξει το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; Υπάρχει περίπτωση οι συσχετισμοί δυνάμεων που θα αναδειχθούν να προκαλέσουν προβλήματα στη λειτουργία του θεσμού;

-Είναι ανησυχητικό, κυρίως γιατί η ακροδεξιά δεν αποστιγματίζεται απλώς κοινωνικά, αλλά κανονικοποιείται θεσμικά. Αυτό συμβαίνει στα εθνικά κοινοβούλια, όπως και στο Ευρωκοινοβούλιο. Πέρα από τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει σε πολιτικές και νόρμες, αυτή η εκπροσώπηση στο υπερεθνικό επίπεδο μάς απασχολεί ακόμα περισσότερο επειδή δημιουργεί μηχανισμούς διάχυσης, μίμησης και δικτύωσης της ακροδεξιάς πολιτικής ελιτ.

Ωστόσο, αν και η θέση του τρίτου κόμματος ακόμα παίζεται με βάση τις τελευταίες προβλέψεις, με τους φιλελεύθερους (Renew Europe) να ανταγωνίζονται με τις δύο ακροδεξιές κομματικές ομάδες ECR & ID, το άθροισμα των εδρών του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των κεντροαριστερών Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών και των φιλελεύθερων Renew Europe πλέον φαίνεται να αγγίζει τις 409 (Europeelects.eu). Εάν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν – γεγονός που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το πόσοι και ποιοι θα συμμετέχουν ή θα απέχουν – διαμορφώνεται απόλυτη πλειοψηφία των κομμάτων που είναι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η άτυπη αυτή συμμαχία όμως θα έχει απέναντί της μια ισχυρή αντι-ευρωπαϊκή και λαϊκιστική αντιπολίτευση.

-Έχει μετατοπιστεί η πολιτική ατζέντα σε θέματα όπως η ασφάλεια και η μετανάστευση; Ποια κόμματα επωφελούνται περισσότερο;

Σίγουρα τα δεξιόστροφα κόμματα αναπτύσσουν θέσεις και πολιτικές περισσότερο αυστηρές σε ζητήματα ασφάλειας και τάξης. Δεν έχουν όμως την ίδια θεματική αρμοδιότητα κεντροδεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Τα κεντροδεξιά έχουν μεγαλύτερη θεματική αρμοδιότητα στην ασφάλεια και τα ακροδεξιά κόμματα στη μετανάστευση. Φυσικά από χώρα σε χώρα υπάρχει διακύμανση. Τέλος, μπορεί η ατζέντα της ασφάλειας και της μετανάστευσης να έχει ανέβει σημαντικά στις προτεραιότητες των πολιτών και συγκυριακά, ανάλογα με την επικαιρότητα, να φαίνεται δεσπόζουσα, αν δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, δεν είναι πιο σημαντική από την ακρίβεια και την οικονομία εν γένει.

-Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δημοκρατία σήμερα; Είμαστε σε μια φάση που βρίσκεται σε κίνδυνο ή είναι υπερβολές τα όσα λέγονται;

-Πάντα χρειάζεται επαγρύπνηση. Δε βρίσκεται σε κίνδυνο με την έννοια της ανατροπής της. Η περίπτωση της ελληνικής δημοκρατίας που βίωσε μια ακραία οικονομική κρίση, με συνέπειες απτές στην κοινωνική συνοχή και στην πολιτική τάξη, έδειξε ότι σε μια περίοδο που όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, το πολίτευμα άντεξε. Όμως η δημοκρατία είναι όμως ένα σύνολο πραγμάτων γι’ αυτό και η ποιότητά της αποτιμάται μέσα από πληθώρα δεικτών. Οπισθοδρόμηση σε επιμέρους δείκτες που καταγράφεται κατά καιρούς – με τους δείκτες αυτούς να διαφέρουν κάθε φορά – φθείρει την ποιότητα της δημοκρατίας. Επιπλέον η πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς υπονομεύει την απαραίτητη συναίνεση των πολιτών στις μεταρρυθμίσεις, ενώ οι αυξανόμενες ανισότητες στις μετανεωτερικές κοινωνίες επιτείνουν την επισφάλεια, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοκρατική συνύπαρξη. Με αυτή την έννοια, θέλει μεγαλύτερο κόπο για να πειστούν απομαγευμένοι και φοβικοί πολίτες για την αξία της δημοκρατίας.

An election campaign poster of The Greens of Germany for the upcoming 2024 European elections, is seen in Berlin, Germany, May 10, 2024. REUTERS/Lisi Niesner

Σε χρόνια πτώση τα κόμματα της αριστεράς

-Γιατί η αριστερά δείχνει να περιορίζεται σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν γίνει;

Η κοινοβουλευτική αριστερά στα εθνικά κοινοβούλια σήμερα εκφράζεται μέσα από δύο διαφορετικές κομματικές οικογένειες. Την πιο μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατία, με κόμματα σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά, εργατικά, που χωροταξικά με βάση τον άξονα αριστεράς – δεξιάς τα κατατάσσουμε στον κεντροαριστερό χώρο και τη ριζοσπαστική αριστερά – με κόμματα κομμουνιστικά, λιγότερο ή περισσότερο ορθόδοξα, αλλά και νέα ριζοσπαστικά, που δημιουργήθηκαν κατά βάση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σταδιακά. Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε μια χρόνια πτώση που άρχισε να καταγράφεται από τα τέλη της δεκαετίας 1990, αλλά πήρε σάρκα και οστά με την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010, είτε επειδή οι ψηφοφόροι τιμώρησαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για τη διαχείριση της κρίσης αυτής – την οποία θεώρησαν ανεπαρκή ή νεοφιλελεύθερη – είτε επειδή οι ψηφοφόροι «μετακόμισαν» σε πιο ριζοσπαστικές επιλογές, λιγότερο προς τα δεξιά και περισσότερο προς τα αριστερά.

-Έχει, πάντως, ενδιαφέρον η περίπτωση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

-Η ριζοσπαστική αριστερά γνώρισε μετεωρική αύξηση για τα δικά της εκλογικά δεδομένα μέσα στην περίοδο της κρίσης, με πρωτοπόρο την Ελλάδα και την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι μόνο. Μπήκε σε κυβερνήσεις συνεργασίας και ένας λόγος που εν τέλει ξεφούσκωσε, σχετικά γρήγορα, είναι είτε γιατί κυβερνώντας έχασε μοιραία το ριζοσπαστικό της στοιχείο, είτε γιατί ήταν κατώτερη των προσδοκιών. Επίσης, μέρος της εκλογικής επιτυχίας της ριζοσπαστικής αριστεράς πήγαζε από τον αντιευρωπαϊσμό που ήταν εξαιρετικά έντονος την προηγούμενη δεκαετία. Η διαχείριση της πανδημίας έφερε όμως τόσο τη διαχείριση της ΕΕ στο προσκήνιο της ζωής πολλών πολιτών, όσο και τα εθνικά κράτη με σημαντικά κονδύλια για τη διαχείριση τόσο της κρίσης όσο της επανόδου των εθνικών οικονομιών μετά το «κλείσιμο» της πανδημίας. Συστημικά κόμματα της κεντροδεξιάς και λιγότερο της κεντροαριστεράς, σε μονοκομματικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις συνεργασίας επανήλθαν με διαχειριστική ικανότητα στο προσκήνιο, σε μια κρίσιμη συγκυρία με υπαρξιακές ανασφάλειες για τους πολίτες. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν καρπώθηκε εκλογικά τους αντιδραστικούς της πανδημικής εποχής.

-Ποια θα λέγατε πως είναι τα σημαντικότερα προβλήματα της αριστεράς;

-Δύο είναι τα βασικά προβλήματα της αριστεράς που είναι κοινά στις δύο εκδοχές της – σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική αριστερά, αν και τις επιβαρύνουν σε διαφορετικό βαθμό. Το πρώτο είναι ότι λόγω της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ολοένα περισσότερες πολιτικές δεν αποφασίζονται στο κρατικό επίπεδο αλλά στο ενωσιακό, ενώ οι κανόνες λειτουργίας των αγορών είναι παγκοσμιοποιημένοι. Άρα, η αριστερά έχει χάσει το βασικό της εργαλείο δημόσιας πολιτικής και αναδιανομής του εισοδήματος, που είναι το κράτος. Το δεύτερο είναι ότι σε μια εποχή αυξανόμενης πολιτισμικής ανασφάλειας λόγω των μεταναστευτικών ροών, οι φιλομεταναστευτικές θέσεις δεν είναι δημοφιλείς ή εκλογικά επωφελείς, ενώ οι πολιτικές διαχείρισης της ενσωμάτωσης θέλουν τόλμη και διαχειριστική ικανότητα. Ενώ η αριστερά έπρεπε να είναι πρωτοπόρα τουλάχιστον στο δεύτερο, από φόβο συχνά για την διαρροή ψήφων προς τη δεξιά ή την άκρα δεξιά, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεματική αρμοδιότητα. Τέλος, οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα, όχι μόνο στο επίπεδο της άμυνας και της ασφάλειας, αλλά και της ενέργειας. Η αριστερά ούτε ακούγεται αρκετά στη συζήτηση αυτή, ούτε έχει πειστικές απαντήσεις, σε μια σειρά από θέματα που σχετίζονται άμεσα με την παρούσα συγκυρία.

-Μπορεί να ανακοπεί αυτή τάση; Μπορεί η αριστερά να επαναδιαπραγματευτεί στα νέα δεδομένα;

Φυσικά, οι εκλογικές τάσεις κάνουν κύκλους και άρα υπάρχει δυνατότητα ανατροπής. Τίποτα δεν είναι γραμμένο στην πέτρα, τα κόμματα μαθαίνουν από τα δικά τους «λάθη» και από τη διαχείριση των αντιπάλων τους. Αφουγκράζονται τις αλλαγές τόσο από τα κάτω, στο κοινωνικό πεδίο, όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία. Επίσης, ο παράγοντας ηγεσία παίζει μεγάλο ρόλο. Η δεκαετία του 1980 ήταν ιστορική για τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων παραγόντων και γιατί επέλεξαν εμβληματικές προσωπικότητες στις ηγεσίες τους. Η αριστερά θα ανά-συνταχθεί μέσα από νέα πρόσωπα, συμμαχίες και ιδέες. Ήδη, αρκετά κόμματα επιχειρούν να ανεβάσουν στην ατζέντα τους την κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα της νεολαίας, ενώ τα εργασιακά είναι προνομιακό πεδίο. Σίγουρα αυτό δεν αρκεί, αλλά προοδευτικά θα αναδομήσουν τις προτάσεις τους.

Νέος ρόλος για τα κοινωνικά δίκτυα

-Έχουν αντικαταστήσει τα κοινωνικά δίκτυα τα παραδοσιακά μέσα προεκλογικής εκστρατείας; Και αν ναι ποιος είναι ο αντίκτυπος από αυτή τη μετατόπιση;

Παλιά και νέα μέσα ενημέρωσης συνυπάρχουν. Ωστόσο, η χαμηλή εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και η ταυτόχρονα αυξανόμενη δημοφιλία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ολοένα και περισσότερο «γέρνουν την πλάστιγγα» προς την ενημέρωση μέσω διαδικτύου. Το γεγονός αυτό έχει συνέπειες οικονομικές για τα παραδοσιακά μέσα, καθώς η «μετανάστευση» του κοινού τους σημαίνει ότι οι διαφημιζόμενοι έχουν ολοένα και λιγότερους λόγους να προτιμούν τα κλασσικά κανάλια προβολής τους. Έχει επίσης συνέπειες στην ποιότητα της δημοσιογραφίας, που γίνεται πιο ευάλωτη στην εντυπωσιοθηρία και στις εύκολες λύσεις. Ειδικά σε σχέση με τις εκλογές, ο γαλαξίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υποχρεώνει τους πολιτικούς να αναπτύξουν νέους επαφής με τους πολίτες, που ολοένα αλλάζουν και πολλαπλασιάζονται. Ενώ αυτό δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό, το γεγονός ότι προσαρμόζουν το μήνυμά τους στις ανάγκες του κάθε μέσου, μπορεί να από-πολιτικοποιεί σε κάποιο βαθμό την προεκλογική εκστρατεία.