Τι διαμορφώνει τις επιλογές των ψηφοφόρων; Πότε συμμετέχουν στις εκλογές και με ποια κριτήρια απορρίπτουν ή αποδέχονται ένα κόμμα ή ένα υποψήφιο;

Μια σαφής αλλαγή καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Δίπλα στις ανησυχίες για θέματα οικονομίας και διαχείρισης της καθημερινότητας έχουν προστεθεί αυτά της ασφάλειας και των ταυτοτικών ζητημάτων. Οι συνέπειες από την μετατόπιση των ψηφοφόρων δεν είναι καθόλου αμελητέες και διαμορφώνουν ένα διαφορετικό εκλογικό σκηνικό.

Στη συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Απόστολος Πιστόλας, σύμβουλος στρατηγικής και ιδρυτής της Mastermind Analytics εξήγησε πως το γεγονός πως η ασφάλεια είναι πλέον ανάμεσα στις προτεραιότητες των ψηφοφόρων είναι αποτέλεσμα μιας διπλής κρίσης. Η πρώτη αφορά την κρίση στην αγοραστική δύναμη των πολιτών και η δεύτερη μιας ταυτοτικής που σχετίζεται με θέματα όπως το μεταναστευτικό ή η εγκληματικότητα. Αναζητώντας, ένα δίκτυ ασφαλείας στρέφονται σε αυτούς που πιστεύουν πως μπορούν να τους το προσφέρουν.

Αποτέλεσμα είναι και η άνοδος που καταγράφουν σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις κόμματα της δεξιάς και κυρίως της ακροδεξιάς. «Ο κόσμος αναζητά όλο και περισσότερο ασφάλεια και την «αγοράζει» κυρίως από αντισυμβατικά συντηρητικά κόμματα διότι αυτά την «πουλάνε» σε σημαντικό βαθμό», επεσήμανε ο Απόστολος Πιστόλας, υποστηρίζοντας πως όλο και περισσότερα κόμματα ακόμη και του χώρου του κέντρου αρχίζουν και κάνουν μετατόπιση στη θέση τους σε διάφορα ζητήματα ασφαλείας, όπως το μεταναστευτικό, για να καλύψουν κομμάτι της αυξανόμενης ζήτησης.

Άμεσες είναι και οι συνέπειες για τα κόμματα της αριστεράς, τα οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έχουν χάσει την επαφή με τα παραδοσιακά κοινά τους, δηλαδή τους εργάτες, τους αγρότες, τα κατώτερα οικονομικά στρώματα. «Οι οικονομικά ασθενέστεροι, οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, οι κάτοικοι της υπαίθρου βρίσκουν καταφύγιο στα συντηρητικά κόμματα πλέον», με αποτέλεσμα η αριστερά να είναι σε αναζήτηση ιδεών, λύσεων και κυρίως ψηφοφόρων.

-Λέγεται πως η οικονομία κερδίζει τις εκλογές. Ισχύει αυτό πλέον; Τι έχουν συνήθως στο νου τους πλέον οι ψηφοφόροι όταν προσέρχονται στις κάλπες;

-Είναι αλήθεια πως η οικονομία στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι το βασικότερο κριτήριο ψήφου. Όμως πολλές φορές δεν είναι το μοναδικό, αλλά «παντρεύεται» με άλλα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου δυσαρέσκεια που αφορά την οικονομική κατάσταση του ψηφοφόρου μπορεί να εκδηλωθεί σε κάποιο άλλο ζήτημα όπως και άλλες περιπτώσεις όπου η καλή οικονομική κατάσταση κατευνάζει την όποια αντίδραση σε άλλα ζητήματα. Ανάλογα τις συνθήκες δηλαδή μπορεί να λειτουργήσει σαν επιταχυντής εξελίξεων ή και το αντίθετο, πυροσβεστικά. Υπάρχουν όμως και ομάδες ψηφοφόρων για τους οποίους άλλα ζητήματα είναι πιο σημαντικά ανά περιόδους, όπως για παράδειγμα αυτήν την περίοδο τα ταυτοτικά ζητήματα. Όσον αφορά το τι έχουν στο νου τους οι ψηφοφόροι όταν προσέρχονται στις κάλπες αυτό εξαρτάται σε ένα βαθμό και από το είδος της κάλπης. Για παράδειγμα, σε μια κάλπη βουλευτικών εκλογών όπου κρίνεται η διακυβέρνηση της χώρας η καθημερινότητα θα παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο. Από την άλλη σε μια ευρωκάλπη η ψήφος ιδεολογίας αποκτά υψηλότερη σημασία από ότι σε κάλπη γενικών εκλογών.

-Για ποιους λόγους βλέπουμε να καταγράφεται μια μετατόπιση σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης; Και ποια κόμματα επωφελούνται από αυτή την μετατόπιση;

-Όντως βλέπουμε, κυρίως μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην Ευρώπη μια μετατόπιση των ψηφοφόρων προς αναζήτηση ασφάλειας. Αυτό γίνεται διότι υπάρχει συνύπαρξη δύο κρίσεων: μιας οικονομικής (κρίση αγοραστικής δύναμης) και μιας ταυτοτικής (μεταναστευτικό/εγκληματικότητα). Οι ψηφοφόροι επιζητούν ένα δίχτυ προστασίας στην οικονομία, διατροφική ασφάλεια, προστασία στα σύνορα και στην καθημερινότητά τους. Αυτή η αναζήτηση για ασφάλεια τους οδηγεί στο να ψηφίζουν πιο συντηρητικά κόμματα, τα οποία είναι αυτά που «προσφέρουν», τουλάχιστον στα λόγια και στα πρόγραμμά τους, τη ζητούμενη ασφάλεια. Τα φιλελεύθερα και αριστερά κόμματα βρίσκονται απέναντι στις τάσεις των εκλογικών σωμάτων των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά το μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα, και για αυτό βλέπουμε να υποχωρούν δημοσκοπικά και εκλογικά.

-Υπάρχει εξήγηση γιατί οι ψηφοφόροι και ειδικά οι πιο νέοι σε ηλικία απέχουν όλο και περισσότερο από τις εκλογές;

-Αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. H εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα ενώ αυξάνεται ο πολιτικός κυνισμός. Αυτό οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα εξωτερικής πολιτικής αποτελεσματικότητας, δηλαδή οι πολίτες δεν πιστεύουν πως η κυβέρνηση ή και το πολιτικό σύστημα θα ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη άποψη πως η ψήφος δεν έχει σημασία κάνουν τους πολίτες να απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες. Βέβαια, υπάρχει και το ενδεχόμενο συνδυασμού μέσης ή υψηλής εξωτερικής αποτελεσματικότητας σε συνδυασμό με αποχή. Αυτό συμβαίνει όταν πολίτες θεωρούν πως μπορούν να κάνουν την κυβέρνηση να τους ακούσει αλλά χρησιμοποιώντας άλλες αντισυμβατικές μεθόδους συμμετοχής στην πολιτική, για παράδειγμα διαδηλώσεις, και όχι ψηφίζοντας. Οι νέοι έχουν αυξημένο πολιτικό κυνισμό καθώς είναι αυτοί που βλέπουν πως η ζωή τους θα είναι χειρότερη από αυτή της προηγούμενης γενιάς.

-Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε τα κόμματα της δεξιάς να διολισθαίνουν όλο και πιο ακροδεξιά, ενώ ακόμη και σοσιαλιστικά κόμματα υποχρεώνονται να συνεργαστούν μαζί τους. Ποιες οι συνέπειες, τι σημαίνει αυτό για το πολιτικό σύστημα;

-Καταρχάς πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό μεταξύ πραγματικής ακροδεξιάς και κοινωνικού συντηρητισμού. Δεν είναι όλα τα κόμματα στα δεξιά των παραδοσιακών κεντροδεξιών κομμάτων ακροδεξιά. Όταν τα βάζουμε όλα σε ένα τσουβάλι πετυχαίνουμε μόνο να κρυφτούν οι πραγματικοί ακροδεξιοί. Αυτό που συμβαίνει είναι πως κάποια από τα παραδοσιακά κόμματα αρχίζουν και ακολουθούν τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Όταν ο πολίτης ζητάει να αγοράσει λεμόνια κι εσύ δεν έχεις στον πάγκο σου τότε θα ψάξει να τα βρει αλλού. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη. Ο κόσμος αναζητά όλο και περισσότερο ασφάλεια και την «αγοράζει» κυρίως από αντισυμβατικά συντηρητικά κόμματα διότι αυτά την «πουλάνε» σε σημαντικό βαθμό. Έτσι κάποια κεντροδεξιά αλλά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παραδείγματος χάρη στη Δανία αρχίζουν και κάνουν μετατόπιση στη θέση τους σε διάφορα ζητήματα ασφαλείας, όπως το μεταναστευτικό, για να καλύψουν κομμάτι της αυξανόμενης ζήτησης. Με τα προβλήματα του πληθωρισμού και του μεταναστευτικού να μην φαίνεται πως θα λυθούν γρήγορα τα παραδοσιακά κόμματα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα οδηγήσουν τις εξελίξεις ή απλά θα μείνουν να τις παρακολουθούν. Θεωρώ πως στόχο πρέπει να έχουν την αποκοπή των κοινωνικά συντηρητικών από τους ακροδεξιούς και την ένταξη των πρώτων στο συστημικό πολιτικό σύστημα, όπως γίνεται με την Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία.

-Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των πολιτικών; Συμφωνείτε ότι οι πολιτικοί βρίσκονται σε διάσταση με τους ψηφοφόρους και τις κοινωνίες;

-Σίγουρα υπάρχουν πολιτικοί που είναι αποκομμένοι από τις κοινωνίες των χωρών τους. Πολλοί από όσους εκλέγονται είναι από τα λεγόμενα πολιτικά «τζάκια», των οποίων η επαφή με την κοινωνία δεν έρχεται μέσα από την καθημερινότητά τους αλλά από την πολιτική. Για αυτούς είναι δύσκολο δίχως βιώματα να αφουγκραστούν την κοινωνία. Οφείλω να πω όμως πως κάποιοι το καταφέρνουν και μάλιστα καλά. Όπως βέβαια υπάρχουν και πολιτικοί που όχι μόνο βγαίνουν μέσα από την κοινωνία αλλά και που κρατούν επαφή με τις ρίζες τους. Το γεγονός πως μπορεί μερικές φορές οι πολίτες να θέλουν γρήγορες λύσεις και αυτές να αργούν μπορεί να μοιάζει πως οι πολιτικοί δεν προσπαθούν αρκετά. Τελευταία όμως στην Ευρώπη σε μια σειρά θεμάτων λαμβάνονται αποφάσεις που φαίνεται πως έρχονται σε αντίθεση με τα θέλω της πλειοψηφίας των πολιτών. Αυτό ενδεχομένως να μοιάζει με διάσταση πολιτικών από ψηφοφόρους. Οι πολιτικοί δηλαδή να φαίνονται σαν μια ελίτ που λαμβάνει αποφάσεις δίχως να νοιάζεται για τη γνώμη των πολιτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις αυτό που θεωρώ ότι λείπει είναι η καλύτερη επικοινωνία μεταξύ πολιτικών και πολιτών με ευθύνη των πρώτων προφανώς.

-Μπορείτε να σκιαγραφήσετε το προφίλ των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς σήμερα; Πόσο έχει αλλάξει από περασμένες δεκαετίες;

-Παλαιότερα ακροδεξιά κόμματα ψήφιζαν μόνο άτομα του περιθωρίου, μισαλλόδοξα, με ακραίες ιδέες. Αυτό πλέον δεν ισχύει καθώς ναι μεν συνεχίζουν τέτοιου είδους άτομα να ψηφίζουν αλλά αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία, όχι γιατί μειώθηκαν αλλά γιατί μεγάλωσε η εκλογική πίτα των κομμάτων αυτών. Κοινωνικά συντηρητικά κόμματα, ακροδεξιά ή μη ψηφίζουν κυρίως οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Αυτοί που είδαν τις περιοχές τους να μαραζώνουν με τη φυγή των εργοστασίων από τη Δύση, που είδαν φίλους και γνωστούς να μετακομίζουν στις μεγάλες πόλεις για μια καλύτερη ζωή. Οι κάτοικοι της υπαίθρου που έμειναν πίσω οικονομικά και μορφωτικά σε σύγκριση με πολλούς κατοίκους των μεγαλουπόλεων. Πολίτες με μεγαλύτερη θρησκευτικότητα που βλέπουν παραδοσιακά κόμματα να απομακρύνονται από αυτήν. Υπάρχει βέβαια και μια συντηρητική ελίτ, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οικονομική επιφάνεια, ένα διαφορετικό εκλογικό κοινό που ψηφίζει κοινωνικά συντηρητικά κόμματα αλλά συνήθως ψηφίζει διαφορετικά κόμματα από ότι η προηγούμενη κατηγορία, η οποία σε σημαντικό βαθμό στην προσπάθειά της να καλυτερεύσει τη ζωή της υποκύπτει στα καλέσματα του λαϊκισμού που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί πολλών αντισυμβατικών συντηρητικών κομμάτων.

Τα αριστερά κόμματα δεν μπορούν να ακολουθήσουν

-Η Μελίνα Μερκούρη είχε πει το περίφημο «δεν αρέσουμε πια» για το ΠΑΣΟΚ. Με μια δόση αυτοκριτικής μπορούνε να πούνε το ίδιο τα κόμματα της αριστεράς, ειδικά αν ληφθεί υπόψη τις κακές τους επιδόσεις σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις;

-Τα κόμματα της αριστεράς έχουν χάσει την επαφή με τα παραδοσιακά κοινά τους, δηλαδή τους εργάτες, τους αγρότες, τα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Η αποβιομηχανοποίηση των χωρών της Δύσης συρρίκνωσε την εργατική τάξη ενώ η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές εξελίξεις στον αγροτικό τομέα διέλυσαν τους αγρότες. Αυτό, μαζί με την ευμάρεια που έφερε η παγκοσμιοποίηση στις μεγάλες πόλεις έκανε τα αριστερά κόμματα να ψάξουν αλλού να βρουν εκλογικό κοινό. Έτσι, από υπερασπιστές των οικονομικά αδυνάτων έγιναν υπερασπιστές των κοινωνικά αδυνάτων, υπερασπιστές δηλαδή των δικαιωμάτων των μειοψηφιών μιας κοινωνίας. Ανέβηκαν δηλαδή κλίμακα στην πυραμίδα του Μάσλοου, αφού πολλοί ψηφοφόροι ανέβηκαν κι αυτοί μέσω της ικανοποίησης της ασφάλειας τις προηγούμενες δεκαετίες. Τώρα όμως που και πάλι βρισκόμαστε σε αναζήτηση ασφάλειας τα αριστερά κόμματα μοιάζουν να μη μπορούν να ακολουθήσουν τις τάσεις. Οι οικονομικά ασθενέστεροι, οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, οι κάτοικοι της υπαίθρου βρίσκουν καταφύγιο στα συντηρητικά κόμματα πλέον.

-Και σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, μπορούν τα αριστερά κόμματα να ανακάμψουν και με ποιον τρόπο;

-Τα αριστερά κόμματα θα μπορούσαν να ανακάμψουν εάν έκαναν μετατόπιση σε κάποια θέματα σε πιο συντηρητικές θέσεις. Παράδειγμα αποτελεί το κόμμα των σοσιαλδημοκρατών της Δανίας με τη σκληρή τους θέση στο μεταναστευτικό αλλά και το νέο κόμμα της Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία. Ένα κόμμα με αριστερή οικονομική πολιτική αλλά σκληρή θέση σε μεταναστευτικό και κοινωνικά θέματα. Θα έπρεπε δηλαδή να γίνουν υβριδικά κόμματα για να επιζήσουν. Το ζήτημα όμως είναι πως τα περισσότερα αριστερά κόμματα είναι βασισμένα στο προϊόν. Δηλαδή έχουν ένα συγκεκριμένο προϊόν, πρόγραμμα που θέλουν να πουλήσουν στην εκλογική αγορά. Δεν είναι διατεθειμένα να αλλάξουν χαρακτηριστικά του προϊόντος με βάση τις επιθυμίες της αγοράς. Με αυτό το σκεπτικό, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακάμψουν.

Περάσαμε από την εποχή της φήμης στην εποχή της εμπειρίας

-Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής επικοινωνίας σήμερα και πως αυτή έχει επηρεαστεί από την άνοδο των κοινωνικών δικτύων;

-Τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής δεν έχουν αλλάξει. Οι πολιτικοί θέλουν να πουλήσουν το αφήγημά τους σε συγκεκριμένες εκλογικές αγορές. Ο τρόπος προσέγγισης είναι που αλλάζει μέσω των κοινωνικών δικτύων. Παλαιότερα οι ψηφοφόροι γνώριζαν τον πολιτικό από «δεύτερο χέρι», δηλαδή από όσα μάθαιναν για αυτόν. Λίγοι μπορούσαν να έχουν πρωτογενή επαφή με τους πολιτικούς. Πλέον με την έλευση του ίντερνετ και κυρίως των κοινωνικών δικτύων η αδιαμεσολάβητη επαφή μεταξύ πολιτικού και ψηφοφόρου δεν είναι κάτι σπάνιο αλλά πολύ συνηθισμένο. Άρα έχουμε περάσει από την εποχή της φήμης στην εποχή των προσωπικής εμπειρίας. Επίσης με την έλευση των κοινωνικών δικτύων είχαμε και δύο άλλες σημαντικές αλλαγές. Πρώτο, η έκθεση του πολιτικού στον πολίτη είναι καθημερινή, άρα χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προσοχή από τους πολιτικούς ώστε να αποφύγουν λάθη που θα τους κοστίσουν. Δεύτερο, η πληροφορία μεταδίδεται με απίστευτα γρήγορο ρυθμό κι έτσι μπορεί κάποιος σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό να γίνει γνωστός πολύ γρήγορα σε αντίθεση με παλιότερα. 

-Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τι πρέπει να κάνει ένας υποψήφιος ή ένα κόμμα για να αυξήσει την εκλογική του βάση και να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε μια εκλογική αναμέτρηση;

-Το βασικό που πρέπει να κάνει ένας πολιτικός δεν έχει αλλάξει. Πρέπει να βρει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κάτι που έχει μόνο αυτός ή κάτι που κάνει καλύτερα από όλους, και για το οποίο υπάρχει ζήτηση από κομμάτι της εκλογικής αγοράς. Να δώσει δηλαδή απάντηση στο ερώτημα «γιατί να σε ψηφίσω;». Έπειτα θα πρέπει να βρει τον κατάλληλο τρόπο να περάσει το αφήγημά του στα κοινά στόχους. Να τονίσουμε όμως, πως οι επιθυμίες του εκλογικού σώματος δεν είναι στατικές αλλά δυναμικές και πως οι συνθήκες μεταβάλλονται. Άρα οι μεταβολές θα πρέπει να ελέγχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.