Το πρώτο μεγάλο θύμα της νέας ανεδαφικής συζήτησης για το ΝΑΤΟ και την Κύπρο υπήρξε η ίδια η ιστορία. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η ιστορία πρέπει να καθορίζει το σήμερα, ιδιαίτερα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο.

Όμως από την ιστορία πρέπει να αντλούμε τα σωστά διδάγματα και να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια σφάλματα. Και σίγουρα η ιστορία δεν μπορεί να γράφεται κατά το δοκούν για να εξυπηρετεί τις πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες κάποιων σήμερα.

 Σε αυτά τα πλαίσια το αφήγημα της ηγεσίας του ΔΗΣΥ και της ακροδεξιάς για να κατευνάζει τις ενοχές της μεγάλης προδοσίας του 1974 βρίσκει σήμερα μεγαλύτερη απήχηση ιδιαίτερα από όσους θέλουν να προωθήσουν την ιδέα της «αποενοχοποιημένης» Αμερικής και του «αθώου» ΝΑΤΟ. Σε ότι αφορά στη σημερινή συγκυρία θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής:

  • Η συζήτηση περί ΝΑΤΟ πηγαινοέρχεται ενώ οι πάντες γνωρίζουν ότι βασικά το τουρκικό βέτο καθιστά την όλη συζήτηση άνευ αντικειμένου. Το βράδυ της 1ης εκλογής του ο Νίκος Αναστασιάδης εξήγγειλε αίτηση για το Νατοϊκό πρόγραμμα «Συνεταιρισμός για την ειρήνη», για 10 χρόνια, όμως, δεν έπραξε τίποτα, ίσως αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις και τις περιπλοκές που θα δημιουργούσε. Στις εξαγγελίες Χριστοδουλίδη απάντησε ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία παραπέμπει στο απώτερο μέλλον.
  • Σε ότι αφορά στο κυπριακό διερωτόμαστε γιατί αντί να αξιοποιείται το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η ιδιότητά μας ως μέλος της Ε.Ε., να θέλει κάποιος να μετακινήσει τη συζήτηση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ενώ δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμείς είμαστε μέλη και έχουμε βέτο, σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, η Τουρκία θέλει να γίνει μέλος ή έστω να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις της και μπορούμε να ασκήσουμε πιέσεις ή να επηρεάσουμε, να μετακινούμε τη συζήτηση σε ένα πλαίσιο στο οποίο η Τουρκία είναι μέλος, πανίσχυρη μάλιστα, και θα ζητήσει σημαντικά ανταλλάγματα όπως συνέβηκε κατά την πρόσφατη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ή απλά θα μας απορρίψει.
  • Στις διεθνείς σχέσεις όλα κρίνονται στο δια ταύτα: αν η θέση μας ισχυροποιείται, όπως η προπαγάνδα του Προέδρου εισηγείται, γιατί αυτό δεν έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα στο Κυπριακό; Θα φανεί σύντομα αυτή η λεγόμενη «ισχυροποίηση της Κύπρου» στη διευρυμένη συνάντηση για το Κυπριακό; Γιατί οι υπερνατοϊκοί εκπρόσωποι στην Κύπρο την ίδια ώρα που πανηγυρίζουν για την «ισχυροποίηση» της Κύπρου, μας καλούν να «ξεχάσουμε» την ομοσπονδία ή να στηρίξουμε ένα «νέο ρεαλισμό» ο οποίος ουσιαστικά εισηγείται την παράδοση και την οριστικοποίηση της διχοτόμησης;
  • Η Τουρκία είναι μια χώρα σήμερα με τεράστια γεωστρατηγική σημασία. Αγγίζει στον Καύκασο, έχει παρουσία στο Ιράκ, στη Λιβύη και στη Συρία, είναι ο 2ος μεγαλύτερος στρατός εντός του ΝΑΤΟ με μια καλπάζουσα στρατιωτική βιομηχανία. Σε ένα πλαίσιο όπου οι τύχες μας θα κρίνονται κυρίως από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, πιστεύει πραγματικά κάποιος ότι στη ζυγαριά των συμφερόντων θα βαρέσει περισσότερο η Κύπρος;
  • Πόση ασφάλεια πρόσφερε το ΝΑΤΟ στην Ελλάδα στις κατά καιρούς διενέξεις της με την Τουρκία είτε στα Ίμια είτε στην πρόσφατη κρίση στην ελληνική ΑΟΖ;
  • Η Τουρκία δεν αποδέχεται την Κυπριακή Δημοκρατία στο ΝΑΤΟ, όχι γιατί τη φοβάται, όπως περίπου κάποιοι ισχυρίζονται, αλλά γιατί δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και στηρίζει την αναγνώριση του ψευδοκράτους.
  • Αυτή η συζήτηση ενδεχόμενα να αποπροσανατολίζει από το κυπριακό, την ουσία του, αλλά και τις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Με λίγα λόγια η προσοχή μας πρέπει να είναι επικεντρωμένη στη θέση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμειναν, στη βάση του πλαισίου Γκουντέρες  και επίλυση του ζητήματος της ασφάλειας στη βάση του εγγράφου που ο ίδιος ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κατέθεσε το βράδυ του δείπνου στο Γκραν Μοντανά. Η συζήτηση περί ΝΑΤΟ περιπλέκει τη στήριξη αυτής της θέσης από την πλευρά μας.

Προσπάθησα σε αυτή την παρέμβαση να μην επαναλάβω τις ιδεολογικές και πολιτικές πτυχές του ζητήματος τις οποίες ούτως ή άλλως έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Θέλησα να θέσω κάποια ερωτήματα της παρούσας συγκυρίας στα πλαίσια του χρόνου που έχω στη διάθεσή μου τα οποία να σχετίζονται ευρύτερες στρατηγικές επιλογές.

Δεν μας ενδιαφέρει να έχουμε καλή σχέση με τις ΗΠΑ; Ασφαλώς και μας ενδιαφέρει να διατηρούμε με μία χώρα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και την ισχυρότερη χώρα αυτή τη στιγμή στον κόσμο καλές σχέσεις. Η Κύπρος μπορεί να προσφέρει πολλά ως γέφυρα ειρήνης και συνεργασίας μεταξύ δύσης και ανατολής, μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής. Η μετατροπή της Κύπρου σε στρατιωτικό ορμητήριο δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικά στην Κύπρο, αλλά αντίθετα αφαιρεί από το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μακροπρόθεσμα στην περιοχή.

Η Κύπρος είναι Ευρώπη. Ιστορικά, πολιτισμικά και από το 2004 και πολιτικά αφού είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξη έγινε με την ομόθυμη στήριξη όλων των πολιτικών δυνάμεων, και αποτελεί μία καθημερινή πραγματικότητα (στη Βουλή ψηφίζουμε σχεδόν σε κάθε ολομέλεια νομοθεσίες με βάση ευρωπαϊκές οδηγίες). Είτε στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η κριτική είναι συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής κουλτούρας και σκέψης), είτε όχι, αυτή είναι μια αναντίλεκτη πραγματικότητα.

Δίνουμε σήμερα αγώνα σωτηρίας, με μια προσπάθεια η οποία συγκεντρώνει τη στήριξη των πλείστων πολιτικών δυνάμεων για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμειναν στο Κραν Μοντανά. Την ίδια στιγμή εξυφαίνονται προσεγγίσεις και ιδέες στο παρασκήνιο, κυρίως από πλευράς Βρετανών, για μοίρασμα της απόστασης μεταξύ ΔΔΟ και κυριαρχικής ισότητας που απαιτεί η Τουρκία.  Στο εσωτερικό διάφοροι «υπερνατοϊκοί» επιχειρηματολογούν πλέον ανοικτά για τα δύο κράτη ή μας λένε με νόημα να ξεχάσουμε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Ας αφήσουν κάποιοι τα επικίνδυνα παιχνίδια και ας αφήσουν το λαό και την πολιτική ηγεσία να επικεντρωθούμε στην προσπάθεια να σώσουμε την πατρίδα μας από τον όλεθρο.