Όταν η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα υπήρχε η πεποίθηση ότι το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης καθώς και το κοινοτικό κεκτημένο θα επενεργούσαν θετικά στο Κυπριακό.

Πέραν τούτου, ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο θα ενισχύονταν ακόμη περισσότερο η αναπτυξιακή προοπτική. Θεωρείτο επίσης βέβαιο ότι η συμμετοχή στην  Ένωση αφ’ ενός θα αναβάθμιζε τη δημοκρατία και αφ’ ετέρου το αξιακό σύστημα της χώρας.

21 χρόνια μετά υπάρχει ένας έντονος προβληματισμός για τα τεκταινόμενα καθώς και για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι λοιπόν επιβεβλημένο να προβούμε σε ένα συνοπτικό απολογισμό αυτής της περιόδου και να προβληματισθούμε επίσης για την επόμενη μέρα.

Σε σχέση με το Κυπριακό ομολογουμένως δεν υπήρξε η αναμενόμενη αλληλεγγύη. Υπογραμμίζω συναφώς ότι στην πρόσφατη πενταμερή συνάντηση στη Γενεύη (17-18 Μαρτίου, 2025) υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα  του ΟΗΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εκπροσωπήθηκε ούτε και ως παρατηρητής. Προφανώς υπήρχαν αντιδράσεις από την τουρκική πλευρά. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζεται ότι η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της ρωσικής εισβολής εναντίον της Ουκρανίας δεν είναι ίδια σε σχέση με τη συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου. Αναμφισβήτητα η πραγματικότητα είναι ότι η Ένωση ακολουθεί μια πολιτική δυο μέτρων και δυο σταθμών. Τα δεδομένα αυτά εύλογα προκαλούν προβληματισμό και σκεπτικισμό μεταξύ των Κυπρίων.

Είναι, όμως, σημαντικό να αξιολογήσουμε και τις δικές μας ευθύνες. Θεωρώ ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει ακολουθήσει μια πολιτική που αποδεδειγμένα δεν οδήγησε στα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ούτε αξιοποίησε επαρκώς το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Δεν μπορώ επίσης να μην επαναλάβω ότι 51 χρόνια μετά την εισβολή και 21 χρόνια μετά από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  η παρουσία της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών είναι πενιχρή. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Και γι’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει αναβάθμιση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ παράλληλα η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και διεξάγει υβριδικό πόλεμο εις βάρος της. Η κυπριακή ηγεσία πρέπει να αναδείξει διάφορα συναφή ζητήματα.

Θεωρώ επίσης ότι δεν έγιναν πλήρως κατανοητές οι κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στην Ευρωζώνη λίγα χρόνια αργότερα. Υπήρξε ένας εφησυχασμός καθώς και η πεποίθηση ότι οι ψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης θα συνεχίζονταν. Ούτε διερωτήθηκαν οι ιθύνοντες κατά πόσον η Κύπρος θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον. Θεωρείτο επίσης βέβαιο ότι το βιοτικό επίπεδο και η ευημερία θα αναβαθμίζοντο συνεχώς.

Η οικονομική κρίση που οδήγησε στο Μνημόνιο το 2013 ήταν αποτέλεσμα εξωγενών αλλά και ενδογενών παραγόντων. Και όμως η αντιμετώπιση από την Ένωση δεν ήταν ορθολογιστική. Αντίθετα, ήταν τιμωρητική. Σημειώνεται συναφώς ότι στις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν βοηθητική και επιεικής. Εύλογα μπορεί να διερωτηθούν οι πολίτες κατά πόσον σήμερα υπάρχει καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση των δεδομένων.

Δυστυχώς το κράτος σήμερα δεν εξασκεί επαρκώς τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο. Δεν μπορώ επίσης να παραβλέψω το γεγονός ότι σημαντικοί τομείς της οικονομίας καθώς και γη εξαγοράζονται από ξένα κεφάλαια. Εν πολλοίς, σήμερα ο τραπεζικός τομέας ανήκει σε ξένα συμφέροντα. Εξαγοράζονται επίσης ιδιωτικά νοσοκομεία και πανεπιστήμια. Ούτε μπορούμε να προβλέψουμε το γεγονός ότι έχει αυξηθεί η ανισότητα, ενώ ο στόχος της απόκτησης στέγης για τους νέους είναι πολύ πιο δύσκολος απ’ ότι ήταν στο παρελθόν.

Στο πολιτικό επίπεδο αντί ενίσχυσης της δημοκρατίας υπάρχουν τριγμοί. Εκτός από το Κυπριακό, είναι τα οικονομικά ζητήματα, το μεταναστευτικό, καθώς και η απογοήτευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διάφορα επίπεδα. Πάνω απ’ όλα το υφιστάμενο κομματικό και πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να διαχειρίζεται επαρκώς τις προκλήσεις. Τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών για το Ευρωκοινοβούλιο είναι ενδεικτικά.

Επιπρόσθετα, θα ήλπιζε κανείς ότι η συμμετοχή στην Ένωση θα οδηγούσε σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου θα υπήρχε μεγαλύτερη διαφάνεια και λιγότερη διαπλοκή. Δυστυχώς αυτές οι προσδοκίες δεν επαληθεύθηκαν.

Το ζητούμενο είναι πως προχωρούμε στο μέλλον. Επείγει η αναβάθμιση του κομματικού και πολιτικού συστήματος σε όλα τα επίπεδα. Χρειάζονται νέες ιδέες και νέα πρόσωπα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τα δικά της σοβαρά προβλήματα τα οποία επηρεάζουν τα κράτη μέλη καθώς και τους πολίτες τους. Παρά τις απογοητεύσεις η θέση της Κύπρου είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Η χώρα μας καλείται να λειτουργήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προασπίζοντας τα νόμιμα συμφέροντά της. Νομιμοποιείται η Λευκωσία να τονίσει ότι είναι αδιανόητη η αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων την ίδια ώρα που η Άγκυρα παρεμποδίζει την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Ελλάδας/Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε είναι δυνατό να αποτελεί η Τουρκία βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας την ίδια ώρα που κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου και ταυτόχρονα αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Πέραν τούτου, παρά το μικρό της μέγεθος η Κύπρος πρέπει να έχει ενεργή συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.