Γύρω από τον Μακάριο που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Κύπρου από το 1950 που εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος μέχρι το 1977 που πέθανε έχουν δημιουργηθεί πολλοί μύθοι που σχετίζονται με την πολιτική του και μύθοι που διαστρεβλώνουν πραγματικά γεγονότα. Στο σημερινό κείμενό μας θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με μύθους που σχετίζονται με γεγονότα. Στις 22 του Σεπτέμβρη του 1958 ο Μακάριος δήλωσε στην αντιπρόεδρο του βρετανικού εργατικού κόμματος Μπάρμπαρα Κασλ τα πιο κάτω: «Εισηγούμαι, όπως κατόπιν καθορισμένης περιόδου αυτοκυβερνήσεως η Κύπρος καταστεί ανεξάρτητον κράτος μη συνδεόμενον ούτε με την Ελλάδα ούτε με την Τουρκίαν. »Είμαι έτοιμος να αποδεχθώ την ίδρυσιν ανεξαρτήτου κράτους εν Κύπρω υπό τον όρον ότι τούτο δεν θα μεταβληθεί είτε διά της Ενώσεως με την Ελλάδα είτε διά διαμελισμού είτε δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου, εκτός εάν τα Ηνωμένα Έθνη ενέκρινον τοιαύτην μεταβολήν».
Η δήλωση αυτή δημιούργησε ακόμα ένα μύθο στο κυπριακό. Τον μύθο που υποστηρίζει πως ο Αρχιεπίσκοπος πρώτος μετακινήθηκε από την πολιτική της ένωσης στην πολιτική της ανεξαρτησίας, χωρίς να γνωρίζει τίποτε η ελληνική κυβέρνηση.
Η πραγματικότητα όμως είναι πως πρώτος για ανεξαρτησία μίλησε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ που τον Φλεβάρη του 1957, δηλαδή λίγο πριν από τη συζήτηση του κυπριακού στον Ο.Η.Ε, έγραφε στον Γρίβα (Απομνημονεύματα Γρίβα, σελ. 157): «Εάν παρά πάσαν προσπάθειαν προς επίτευξιν αποφάσεως επί της αυτοδιαθέσεως απετυγχάνομεν, πιθανώς η ελληνική κυβέρνησις να έκαμνε τακτικήν υποχώρησιν, συνισταμένην εις αποδοχήν προτάσεων υποβαλλομένων υπό άλλων κρατών και ευνοουσών την θέσιν μας, έστω και αν δεν την ικανοποίουν πλήρως. Ως τοίαυτη απόφασις εφημολογείτο σχέδιον των Ινδιών περί ανεξαρτησίας της νήσου. Τοιούτον σχέδιον αποφάσεως δεν ήτο δυνατόν να αποκρουσθεί, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθεί ικανοποιητικόν εφόσον άλλη λύσις θα απεδεικνύετο ανέφικτος».
Ο Αβέρωφ, όμως, δεν έμεινε ως εδώ. Μιλώντας στις 18 του Φλεβάρη του 1957 στην Πολιτική Επιτροπή του Ο.Η.Ε «ρώτησε κατά πόσο, τόσο η Αγγλία, όσο και η Τουρκία θα ήταν διατεθειμένες να υπογράψουν μια ανεξαρτησία της νήσου, υπό τον όρο ότι η ένωση θα απεκλείετο (Π.Τερλέξη, Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού, σελ. 179)».
Στις 11 του Μάρτη του 1957 ο Αβέρωφ επικρίθηκε έντονα στη Βουλή για τη στάση του στο κυπριακό και, όπως αναφέρει ο Τερλέξης (σελ. 328), «παρατήρησε ότι η Ελλάς εδέχθη την πρόταση Μένον», του Ινδού αντιπρόσωπου που υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου «και δημοσίως είχε εκδηλωθεί κατά της ενώσεως (Τερλέξης, σελ. 329)».
Στις 28 του Ιούνη του 1957ο νέος πρεσβευτής της Ελλάδας στην Άγκυρα Γεώργιος Πεσμαζόγλου, όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματα του (Ιστορική εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, περίοδος 1955-59, σελ. 219), συναντήθηκε με τον Μακάριο, τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ και του συνέστησαν «ως έσχατον όριον υποχωρήσεως» να είναι «η αποδοχή αυτοκυβερνήσεως της Κύπρου επί ορισμένου διαστήματος , μετά το πέρας του οποίου θα ανεγνωρίζετο το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως ή η ανεξαρτησία της νήσου υπό την κηδεμονίαν του Ο.Η.Ε».
Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που οδηγούσε στην ένωση δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αποδεκτό από την Άγκυρα. Έτσι, ουσιαστικά η εντολή που δόθηκε στον Πεσμαζόγλου ήταν να διαπραγματευτεί με βάση την ανεξαρτησία.
Ο Νίκος Κρανιδιώτης (Δύσκολα χρόνια, Κύπρος 1950-1960, σελ. 282) αναφερόμενος σε συνάντηση του Μακάριου με τον Πεσμαζόγλου τον Αύγουστο του 1957 στην Αθήνα γράφει: «Το συμπέρασμα του Πεσμαζόγλου ήταν ότι – κάτω από τις παρούσες συνθήκες – η Τουρκία θα μπορούσε ίσως να δεχτεί εγγυημένη ανεξαρτησία που να αποκλείει όμως την αυτοδιάθεση».
Είναι φανερό πως η πρώτη μετακίνηση από την ένωση στην ανεξαρτησία δεν έγινε από τον Μακάριο τον Σεπτέμβρη του 1958 αλλά από την Αθήνα τον Φλεβάρη του 1957, ενώ ο αρχιεπίσκοπος ήταν ακόμα εξόριστος στις Σεϋχέλλες. Λίγους μήνες αργότερα ο εθνάρχης αποδέχτηκε τη μετακίνηση της Αθήνας και με εντολή Αθήνας και Μακάριου ο Πεσμαζόγλου διαπραγματεύτηκε με τους Τούρκους αυτή τη λύση.
>Το θέμα της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ
Στις 11 του Φλεβάρη του 1959 στη Ζυρίχη οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας Καραμανλής και Μεντερές υπογράφουν ανάμεσα στα έγγραφα που δημιουργούσαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη «συμφωνία κυρίων» που δεν παρουσίασαν στο Λονδίνο για έγκριση, όπως έγινε με τα άλλα έγραφα. Η συμφωνία αυτή έλεγε ανάμεσα στ’ άλλα και τα ακόλουθα:
- « Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδο της Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ……..».
Από την «συμφωνία κυρίων» δημιουργήθηκε ο μύθος πως ο Μακάριος εμπόδισε την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, παρόλο που την ήθελαν δήθεν οι εγγυήτριες δυνάμεις.
Τελικά, η Κύπρος δεν μπήκε στο ΝΑΤΟ λόγω άρνησης της Βρετανίας και όχι του Μακάριου.
Στις 5 του Γενάρη του 1960 οι αρχηγοί των βρετανικών επιτελείων σε έγγραφά τους (Φ.Αργυρού, Α. Παπακωνσταντίνου, Η Κύπρος στο σφυρί, σελ. 50-51), απέρριπταν την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ τονίζοντας πως «οι κίνδυνοι ασφάλειας που θα επιφέρει η προσχώρηση της Κύπρου στα σχέδια του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα όσον αφορά την ισχυρή δύναμη του ΑΚΕΛ στην Κύπρο, θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν».
Αυτή την πολιτική ακολούθησε η Βρετανία χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αντίδραση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Όχι στην ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, γιατί «ισχυρή δύναμη του ΑΚΕΛ» δημιουργούσε «κινδύνους ανασφαλείας» που δεν ήταν εύκολο να ξεπεραστούν.
>Τα 13 σημεία
Ο Μακάριος σε επιστολή του στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου 1.3.1965 γράφει για τα 13 σημεία που υπέβαλε για αναθεώρηση στις 30 του Νοέμβρη του 1963: « Με την σκέψιν ότι η πρωτοβουλία, η συνεργασία και η υπόσχεσις υποστηρίξεως από βρετανικής πλευράς απετέλουν σημαντικόν παράγοντα διά την εξασφάλισιν επιτυχίας, αφού περί τούτων ενημέρωσα την ελληνικήν κυβέρνησιν, υπέβαλον προς την τουρκοκυπριακήν ηγεσίαν τας προτάσεις μου».
Παρόλο το πιο πάνω απόσπασμα που κανένας δεν το διέψευσε μέχρι σήμερα, έχει δημιουργηθεί ο μύθος πως ο Μακάριος υπέβαλε τα 13 σημεία χωρίς να ενημερώσει την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Αυτό τον μύθο όμως διαψεύδει και ο διπλωμάτης Ευστάθιος Λαγάκος που τον Νοέμβρη του 1963 ήταν επιτετραμμένος της Ελλάδας στην Κύπρο, και ο οποίος γράφει για μια συνάντηση που είχε τον ίδιο μήνα με την αναπληρώτρια υπουργό Έξωτερικών Στέλλα Σουλιώτου κι αποκαλύπτει (το Κυπριακό, 1950-1974, μια ενδοσκόπηση, σελ. 32): «Πράγματι η υπουργός άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και μου έδωσε να διαβάσω ένα δακτυλογραφημένο μνημόνιο, που είχε διορθώσεις από το χέρι του σερ Άρθουρ Κλαρκ (του ύπατου αρμοστή της Βρετανίας στην Κύπρο)».
Η τρίτη μαρτυρία προέρχεται από τον πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα Νίκο Κρανιδιώτη που συναντήθηκε με τον Παπανδρέου στις 13 του Νοέμβρη του 1963, πέντε μόνο μέρες μετά την εκλογική του νίκη. Γράφει λοιπόν ο Κρανιδιώτης (Ανοχύρωτη πολιτεία, τόμος Α, σελ. 81): «Ο Γεώργιος Παπανδρέου, που με δέχτηκε εγκάρδια, ζήτησε να τον ενημερώσω για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος, και αφού με άκουσε με προσοχή είπε: «θα κάμομεν ό,τι μπορούμε να σας βοηθήσομεν». Μου συνέστησεν όμως να συνεννοηθώ το ταχύτερον με τον υπουργόν Εξωτερικών.
» Την επόμενη επισκέφθηκα, πράγματι, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, με τον οποίο είχα διεξοδική συζήτηση για όλα τα θέματα που απασχολούσαν την κυβέρνηση».
Τότε, το κύριο θέμα που απασχολούσε την κυπριακή κυβέρνηση ήταν η υποβολή προτάσεων για αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος. Γι’ αυτό ενημέρωσε ο Κρανιδιώτης και τον Παπανδρέου που υποσχέθηκε να βοηθήσει και τον Βενιζέλο.