Νίκος Νικολαΐδης: «Ανθρώπινες και άνθινες ζωές», επανέκδοση Μικροφιλολογικών, 2017.
Η αισθητική τέρψη, η συγκίνηση αλλά και ο θαυμασμός που διεγείρουν οι «Ανθρώπινες και άνθινες ζωές» του Νίκου Νικολαΐδη της Κύπρου, έναν αιώνα μετά τη συγγραφή τους, είναι κάτι ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτο και σημαντικό. Αυτά τα πεζόμορφα τραγούδια ή μικρές πρόζες γράφτηκαν όταν ο Νικολαΐδης ήταν 36 χρόνων. Πρωτοκυκλοφόρησαν στην Κύπρο το 1920 και επανεκδόθηκαν, συμπληρωμένες, στην Αίγυπτο το 1939.
Το σημαντικό αυτό τομίδιο επανεκδόθηκε φέτος, για τρίτη φορά, ως παράρτημα του περιοδικού «Μικροφιλολογικά» σε επιμέλεια του ακάματου μελετητή των κυπριακών γραμμάτων Λευτέρη Παπαλεοντίου. Η επανέκδοση αυτή, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί πολύτιμο δώρο για όλους τους θαυμαστές του έργου του Ν. Νικολαΐδη, αφού αποκαλύπτει όλη τη δροσιά, όλη την ευαισθησία και αυθεντικότητα της πρώιμης γραφής του και στις νεότερες γενιές του τόπου μας. Συνάμα, διαβάζοντας κανείς το γλαφυρότατο αυτό βιβλίο ανακαλύπτει ίσως τα πρώτα ερεθίσματα αλλά και τις αρχικές αισθητικές καταβολές του σπουδαίου αυτού ή μάλλον του σπουδαιότερου πεζογράφου που ανέδειξαν ποτέ τα κυπριακά γράμματα.
Συνήθως, από αυτή τη στήλη γράφω για σύγχρονες εκδόσεις κυπριακής λογοτεχνίας του τρέχοντος ή του παρελθόντος χρόνου, αλλά ουδέποτε ανατρέχω σε παλαιότερες εκδόσεις ή στις όποιες επανεκδόσεις. Σήμερα όμως θέλω να κάμω μιαν εξαίρεση μιλώντας για τις «Ανθρώπινες και άνθινες ζωές» διότι οι συγκινήσεις που μου προσέφεραν είναι πολλές.

Η θετική αποτίμηση της συλλογής από την κριτική συνεχίζεται και στις μέρες μας από διάφορους μελετητές και κριτικούς λογοτεχνίας. Αναφέρω ενδεικτικά τους Αλέξη Ζήρα, Γιώργο Κεχαγιόγλου, Λένα Αραμπατζίδου και Άννα Κατσιγιάννη, αποσπάσματα από τις εκτιμήσεις των οποίων παρατίθενται στο τέλος της επανέκδοσης των «Μικροφιλολογικών». Σημειώνω την άποψη της Α. Κατσιγιάννη που κατατάσσει τις «Ανθρώπινες και άνθινες ζωές» στη «ρομαντική παράδοση του 19ου αιώνα, εστιάζοντας τη θεματική τους στην αλληγορική ηθική υπόσταση του δέντρου και του άνθους». (σελ. 61) Ο δε επιμελητής της έκδοσης Λ. Παπαλεοντίου, σε παλαιότερο κείμενό του που χρονολογείται από το 2007, διατυπώνει την άποψη ότι «οι αισθαντικές και μάλλον επιτηδευμένες αυτές μινιατούρες, που μαρτυρούν τη θητεία του συγγραφέα τους στο ρομαντισμό και τον αισθητισμό, θα μπορούσαν να είχαν εμφανιστεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα…». (σελ. 62)
Ώρα όμως να παραθέσω κάποια ενδεικτικά δείγματα γραφής από το βιβλίο. Αρχίζω από τον αριστουργηματικό «Μπαξεβάνη»: «Ανάγκη να σκορπίσω την ύπαρξη μου στις άνθινες χάρες, που πλήθιες μεστώνουν τον κήπο σου, Κερά. Πώς θα γίνει αυτό δεν ξέρω, μ’ άλλος τρόπος δεν είναι για να σμίξω με την ομορφιά σου». (σελ. 7) Και λίγο πιο κάτω, με ποιητική ευρηματικότητα, προσθέτει: «Ζητώ να σμίξω με την ομορφιά σου, καθώς το ρυάκι που ζητεί να σμίξει με τον ποταμό». (σελ. 12) Και το πυρετώδες ερωτικό παραλήρημα συνεχίζεται: «Εγώ δεν ξέρω παρά το νόημα του τιποτένιου χορταριού, με το ασήμαντο άσπρο λουλουδάκι, που βλάστησε κάτω απ’ το παράθυρό σου και μαράθηκε χωρίς να το προσέξεις!». (σελ. 14) Μακάρι να ερωτεύονταν οι άνθρωποι και στις μέρες μας όπως τον καιρό του Ν. Νικολαΐδη! Κι αυτές οι οκτώ σελίδες του «Μπαξεβάνη» δουλεύονταν, σύμφωνα με την υποσημείωση του συγγραφέα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Όλες οι περιγραφές του Νικολαΐδη είναι απαράμιλλης ομορφιάς και αισθαντικότητας: «Μια μέρα αυγουστιάτικη έτριξε κι άνοιξ’ ένα ρόιδι μπρος στα μάτια μου και ρέψανε τρία σπυριά στη χλόη, σα ρουμπίνια που χύνουνται από μια σκασμένη θήκη». (σελ. 31)
Ακόμα ένα ενδεικτικό και εκφραστικότατο παράδειγμα: «Ένας κόκκινος κρίνος – με σαρκώδικα πέταλα σαν της λάγνας γυναίκας τα χείλη – προκαλεί σε ασέλγεια μιαν τρεμοπετούμενη πεταλούδα χρυσοκίτρινη, που ερωτοτροπεί μ’ εκείνο τον άσπρο κρίνο εκεί». (σελ. 48)
Μετά από τέτοια παραθέματα, προσωπικά δεν έχω να πω πολλά – πολλά. Σημειώνω μόνο πως, κατά την άποψη μου, σ’ ολόκληρο το βιβλίο εκείνο που υπερισχύει, και μάλιστα υπερισχύει κατά κράτος, είναι η ποίηση. Η πρόζα έρχεται δεύτερη… αξιοπρεπώς!