Νέες όψεις του έργου του Αμμοχωστιανού καλλιτέχνη αποκαλύπτονται μέσα από την έκθεση της Λεβέντειου Πινακοθήκης, στην οποία παρουσιάζονται εμβληματικά έργα του που επιστράφηκαν από τα κατεχόμενα, όπως και άλλα από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Η έκθεση με τίτλο «Γεώργιος Πολ. Γεωργίου – Κύπρος η Παντοτινή» εγκαινιάζεται στις 23 Νοεμβρίου.
Φεύγοντας από τη ζωή το 1972, ο ζωγράφος Γεώργιος Πολυβίου Γεωργίου άφησε πίσω του ένα σπουδαίο και ανεκτίμητο έργο. Τα πιο σημαντικά και αγαπημένα έργα του, τα οποία κρατούσε στο σπίτι του στην Αμμόχωστο, είχαν χαθεί μετά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Οι 44 πίνακές του που επιστράφηκαν, μεταξύ άλλων, το 2020 στις ελεύθερες περιοχές μέσω της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό, έδωσε την ευκαιρία για μια εκ νέου αποτίμηση του μοναδικού έργου του. Με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατό του, η Λεβέντειος Πινακοθήκη επιχειρεί μια πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη παρουσίαση ενός από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες, μέσα από την έκθεση «Κύπρος Παντοτινή – Γεώργιος Πολ. Γεωργίου», έναν τίτλο που επέλεξε η οικογένειά του.
Στην έκθεση, την οποία επιμελήθηκε η Ελένη Νικήτα, θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε 54 πίνακες που εκφράζουν την αγάπη του Αμμοχωστιανού καλλιτέχνη για την πατρίδα του, την πόλη του, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου του. Ένα μέρος της έκθεσης αποτελείται από τα έργα που υπήρχαν στο σπίτι του στην Αμμόχωστο, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από δημόσιες συλλογές όπως της Λεβεντείου Πινακοθήκης, της Κρατικής Πινακοθήκης, της Πινακοθήκης της Ρόδου, της Πινακοθήκης του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ ή ανήκουν σε ιδιώτες.

Παράλληλα με την κύρια έκθεση, στη Λεβέντειο Πινακοθήκη παρουσιάζεται επίσης η έκθεση «Κύπρος η Παντοτινή – Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρὴ», στην οποία περιλαμβάνεται υλικό από την έρευνα που έκανε πρόσφατα μια ομάδα της Λεβεντείου Πινακοθήκης στην Αμμόχωστο, στους τόπους όπου έζησε και δημιούργησε ο καλλιτέχνης. Την επιμελούνται η Κατερίνα Στεφανίδου, η Θεοδώρα Δημητρίου, και η Δέσποινα Χριστοφίδου.
Η κ. Νικήτα μάς λέει ότι, αν και δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει προσωπικά τον Γεωργίου, το γεγονός ότι μελετά το έργο του εδώ και πολλά χρόνια την κάνει να νιώθει ότι της είναι ένα οικείο πρόσωπο. Το 1982, με αφορμή τα 10 χρόνια από τον θάνατό του, είχε επιμεληθεί μια έκθεση με έργα του στη Μορφωτική Υπηρεσία. Αργότερα, το 1999, επιμελήθηκε στην Κρατική Πινακοθήκη μια μεγάλη έκθεση για το έργο του. Η ίδια διατηρεί πολύ στενή σχέση με τα δυο ανίψια του, τη Ρίμα Ούτραμ και τον Αριστόδημο Φοινιέα. Έχει μιλήσει με ανθρώπους που τον γνώρισαν και έχει κάνει μεγάλη έρευνα σε αρχεία και στον ελλαδικό και κυπριακό Τύπο. Σκιαγραφώντας το πορτρέτο του, λέει πως είχε δημιουργηθεί μια μυθολογία γύρω από το πρόσωπό του: «Θεωρείτο ιδιόρρυθμος και απόμακρος άνθρωπος. Επίσης, όσοι τον γνώρισαν διηγούνται ιστορίες που έχουν να κάνουν με το σκωπτικό του χιούμορ. Από την έρευνά μου κατάλαβα ότι ήταν ένας γνήσιος καλλιτέχνης που είχε την ανάγκη να απομονώνεται. Είχε ανάγκη τη σιωπή για να μπορεί να βυθιστεί στη δημιουργία και να αποδώσει ζωγραφικά το όραμά του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο μεσαιωνικό κτήριο της οικογένειας στην Αμμόχωστο, γνωστό ως Παλάτσο, όπου είχε το εργαστήριο του, έκτισε μια μικρή εκκλησία που την αφιέρωσε στον Άγιο Σιλένσιο, έναν άγιο της σιωπής που επινόησε».
Ο Γεωργίου αφοσιώθηκε στη ζωγραφική από το 1938 μέχρι το 1964. Στο πατρικό του σπίτι της οδού Ερμού 136, όπου έζησε όλη του τη ζωή, σχολιάζει η κ. Νικήτα, ήταν περιτριγυρισμένος από έναν πλούτο αρχαίων και παραδοσιακών αντικειμένων της πολιτιστικής κληρονομιάς της πατρίδας του. «Αρχαιολογικά ευρήματα, βυζαντινές εικόνες, μεσαιωνική κεραμική, παραδοσιακά έπιπλα, υφαντά, λαϊκά αντικείμενα, ήταν οι καθημερινές αισθητικές και λειτουργικές του εμπειρίες. Αυτός όλος ο υλικός κόσμος ενέπνευσε και τη ζωγραφική του. Τα αντικείμενα αυτά του δικού του κόσμου απεικονίζονται ως νεκρές φύσεις, ως πορτραίτα αντικειμένων με συμβολικό χαρακτήρα, που εμπεριέχουν αναφορές τόσο στην ταυτότητα του δημιουργού τους όσο και σε μια συλλογική εντόπια ταυτότητα».

Γεννημένος το 1901, γόνος πλούσιας οικογένειας της άρχουσας τάξης Αμμοχωστιανών εμπόρων, πήγε στο Λονδίνο όπου σπούδασε νομικά. Εκεί έζησε για 14 χρόνια αναπτύσσοντας στενούς, μακροχρόνιους δεσμούς με τη βρετανική πνευματική και καλλιτεχνική διανόηση. «Τη σχέση αυτή τη διατήρησε και με την επιστροφή του στην Κύπρο το 1933. Το οικουμενικό, κοσμοπολίτικο και καλλιεργημένο του πνεύμα, η ευρυμάθεια και ευρύνοιά του, καθώς και η οικονομική και κοινωνική του θέση, δεν του επέτρεψαν ποτέ να αισθανθεί κατώτερος από τον αποικιοκράτη. Ως ίσος προς ίσον πορεύθηκε στη ζωή του, μη διστάζοντας ακόμη και να αναμετρηθεί μαζί του», σημειώνει η κ. Νικήτα.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΛΩΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ
Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα και, όπως έχει πει σε συνεντεύξεις του, η ελευθερία για τον ίδιο ήταν πολύ σημαντική. Ενώ ο ίδιος δεν ήταν ενταγμένος σε οργανωμένα σύνολα την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα, είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης που απέδωσε το έπος του μέσα από τα έργα του. Τάχθηκε με λόγο, πράξεις και το έργο του υπέρ του αγώνα για την απελευθέρωση. Μάλιστα δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με Άγγλους φίλους του, όπως ήταν ο Λώρενς Ντάρελ. «Ο Ντάρελ είχε γράψει ένα πολύ ωραίο κείμενο για την έκθεσή του το 1955. Ωστόσο, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Times of Cyprus, o Γεωργίου σχολίασε ότι “η αποικιοκρατική κυβέρνηση δεν δίνει λεφτά και δεν ενθαρρύνει τις τέχνες”. Τότε θύμωσε ο Λώρενς Ντάρελ, ο οποίος ήταν διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, και έγραψε “Πώς τα λέει αυτά ο Γεωργίου; Ξεχνά ότι πήρε από το κράτος 700 λίρες για να οργανώσει δυο εκθέσεις του στο εξωτερικό;”. Με τον Γεωργίου να απαντά: “Αυτά τα λεφτά που μου δώσατε τα οφείλετε στην τέχνη και προέρχονται από τους φόρους του κυπριακού λαού”. Ήταν ένα ανεξάρτητο πνεύμα και δεν δίσταζε να έρθει σε ρήξη με την αποικιοκρατική κυβέρνηση. Αυτό φαίνεται και από την επιστολή που έστειλε στον Άγγλο κυβερνήτη, με την οποία του ζητούσε να παραδώσει στους συγγενείς τους τα νεαρά παιδιά που θάφτηκαν πίσω από τα σίδερα των κρατικών φυλακών για να έχουν μια χριστιανική ταφή», θα μας πει η κ. Νικήτα.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ
Ο απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Άγγλων θα αποτελέσει την έμπνευσή του για τη δημιουργία, τεσσάρων από τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημειώδη έργα του: Κύπρια Σάγα (1956), Ες Αεί… (1957), Φυλακισμένα Μνήματα (1958) και Ο Αχυρώνας του Λιοπέτρι (1959). «Η Κύπρια Σάγα είναι το έπος του απελευθερωτικού αγώνα» εξηγεί η κ. Νικήτα.
«Σ’ αυτό το έργο κατορθώνει να αποτυπώσει πολλές ιδέες από την αρχή του απελευθερωτικού αγώνα με πολλούς συμβολισμούς. Πραγματικά, σκέφτεσαι πώς πετυχαίνει στον περιορισμένο χώρο ενός καμβά να πει τόσα πολλά πράγματα; Αυτό το έργο ήταν εγκλωβισμένο και το γνωρίζαμε μόνο μέσα από φωτογραφίες. Σ’ ένα άλλο εμβληματικό έργο, Η ξαναγέννηση της Κύπρου, το οποίο δημιούργησε με την ευκαιρία της ανεξαρτησίας του νησιού, βλέπουμε πόσο διορατικός είναι. Επιχειρεί μια κριτική στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας. Αυτό το έργο δημοσιεύτηκε στον Observer του Λονδίνου και μετά αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Times of Cyprus. Στο ίδιο περιοδικό, ο Γεωργίου εξηγεί το έργο αυτό με ένα δικό του κείμενο: Λέει ότι πραγματικά, με τη Συνθήκη της Εγκαθίδρυσης, οι Έλληνες τραβούν τον δρόμο τους και οι Τούρκοι τον δικό τους, χωρίς καμιά ελπίδα να συμπεθερέψουν κάτω από την κοινόχρηστη σημαία τους. Επίσης κριτικάρει το γεγονός ότι μένουν στην Κύπρο τουρκικά και ελληνικά στρατεύματα. Ζωγραφίζει ένα άλογο της κυπριακής αρχαϊκής τέχνης με τον αναβάτη και εξηγεί ότι είναι οι Δούρειοι Ίπποι που άφησαν οι Άγγλοι στο νησί. Έβλεπε τον προβληματικό ρόλο τον αποικιοκρατών. Είναι ένα έργο που δείχνει και τη μεγάλη ιστορία του κυπριακού λαού. Χρησιμοποιεί επίσης την Αφροδίτη, ως ένα αρχαϊκό άγαλμα που γεννιέται μέσα από ένα σταυρόσχημο ειδώλιο. Είναι ο πρώτος εικαστικός που χρησιμοποίησε τα σύμβολα του πολιτισμού μας και τον ακολούθησαν και άλλοι καλλιτέχνες. Στο τελευταίο έργο που έκανε το 1964, όταν επέστρεψε από την Αμμόχωστο, δόθηκε ο τίτλος, Η συμβολική διαίρεση της Κύπρου. Στον πίνακα κάτω χαμηλά αναγράφονται τα 13 σημεία που υπέβαλε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ’ για την αναθεώρηση του Κυπριακού Συντάγματος το 1963. Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία απέρριψε το μνημόνιο Μακαρίου και ακολούθησαν διάφορα επεισόδια που κατέληξαν σε αιματηρές διακοινοτικές συγκρούσεις, στη δημιουργία της χωριστικής Πράσινης Γραμμής και των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Αν και δεν είναι γνωστή η χρονολογία εκτέλεσης του έργου, θα πρέπει να δημιουργήθηκε το 1964, έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της γυναίκας του, που στάθηκε η αιτία να μην ξαναπάρει το πινέλο».

ΤΟ ΙΔΙΟΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Ζητήσαμε από την κ. Νικήτα να μας μιλήσει για τις επιρροές που δέχθηκε ο καλλιτέχνης από άλλους καλλιτέχνες ή κινήματα τέχνης; «Ο Γεωργίου είναι αυτοδίδακτος, όμως ήταν βαθιά μορφωμένος εικαστικά. Οι γνώσεις του για την Ιστορία της Τέχνης, της δυτικής και της τέχνης του τόπου του, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι πολύ πλούσιες. Υπήρξε ένας καλλιτέχνης με ένα πλούσιο ταλέντο, με έμφυτη αισθητική και ένα πολύ δυνατό όραμα. Επίσης είχε μελετήσει την Αρχαϊκή και Βυζαντινή Τέχνη. Ο Ελ Γκρέκο ήταν ο αγαπημένος του καλλιτέχνης. Του άρεσαν επίσης οι καλλιτέχνες του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, ο Βαν Γκογκ και ο Μοντιλιάνι, είχε μελετήσει καλά το έργο τους. Αλλά επειδή είχε τα προσόντα που ανέφερα, μπόρεσε να δημιουργήσει τις δικές του γέφυρες με όλους αυτούς, πήρε τους σπόρους και τους καλλιέργησε με τα δικά του οράματα, δημιουργώντας αυτό το πολύ ιδιοπρόσωπο έργο. Ο Γεωργίου υπήρξε ο πρώτος Κύπριος καλλιτέχνης που επισκεπτόταν την Μπιενάλε Βενετίας, μια πρωτοποριακή διοργάνωση. Η Πέγκυ Γκουγκενχάιμ είχε εκεί το δικό της παλάτσο, που σήμερα είναι μουσείο. Είχε συνδεθεί μαζί της στενά. Ήταν ένας κοσμοπολίτης και οι ξένοι λένε ότι η συζήτηση μαζί του ήταν πολύ ενδιαφέρουσα γιατί είχε πολλές γνώσεις».
INFO: Λευκωσία, Λεβέντειος Πινακοθήκη, «Γεώργιος Πολ. Γεωργίου – Κύπρος η Παντοτινή». Η έκθεση εγκαινιάζεται στις 23 Νοεμβρίου και θα διαρκέσει ώς τις 26 Φεβρουαρίου 2023.
Κεντρική φωτο: Ο Γεώργιος Πολ. Γεωργίου στη Σαλαμίνα, 1953. Φωτό Reno Wideson.
Ελεύθερα, 20.11.2022.