Το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια με τίτλο «Όχι δεν χωριζόμαστε» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Μελάνι. Για τον συγγραφέα και εκπαιδευτικό, που τα τελευταία 20 χρόνια έχει ως βάση την Κύπρο, πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα μπροστά ή μια πανωλεθρία. Κεντρικός ήρωας είναι ένας πολιτικά συντηρητικός αλλά αισθητικά ριζοσπάστης εκπαιδευτικός, ο οποίος θα έδινε το βασίλειό του για ένα διαφορετικό καλοκαίρι και προσλαμβάνεται σε ιδιωτική παιδική κατασκήνωση. Εκεί αξιοποιεί τη θερινή ρευστότητα των διαθέσεων για να βάλει μπρος ένα φιλόδοξο εγχείρημα προσωπικής αναγέννησης.

– Σε διχάζει ενίοτε η διπλή ιδιότητα του συγγραφέα και εκπαιδευτικού; Δεν μπορώ να με σκεφτώ επαγγελματία συγγραφέα, ξέρεις, να σηκώνομαι το πρωί και να πρέπει να βγάζω τα προς το ζην με ιστορίες από το μυαλό μου. Θα έπρεπε να είμαι σταθερά πάρα πολύ καλός προκειμένου να μην νιώθω απατεώνας. Αντιφάσεις υπάρχουν, αλλά τις ξεχνώ όταν διαβάζω με τους μαθητές μου αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα στην τάξη. Σε τελική ανάλυση, υπάρχει πάντα το καλοκαίρι για να ξεκινήσω ένα καινούργιο μυθιστόρημα.   

– Ποια ιδιότητα θα αποχωριζόσουν πιο εύκολα: του συγγραφέα, του αναγνώστη, του θεατή ή του ακροατή; Μου θύμισες μια ερώτηση που έμπαινε στη φοιτητική παρέα μου σχετικά με το ποιες είναι οι μεγαλύτερες ηδονές στη ζωή και με ποια κατάταξη. Ακούγονταν διάφορες λογικές ιδέες, με γενικά επικρατέστερες το σεξ, το φαγητό και τα ταξίδια. Εγώ ήμουν ανάμεσα στη λογοτεχνία, το σινεμά και το θέατρο, αλλά στο τέλος πάντα επέλεγα τη μουσική, γιατί περιέχει την επιθυμία και την ικανοποίησή της σε άυλη και ενιαία μορφή.

– Πού συναντάς τον ήρωά σου, Αλέξη Παπαδόπουλο; Δεν ξέρω αν θυμάσαι ένα περιοδικό που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Λεγόταν «Τραστ του Γέλιου» και προς το τέλος των σοφτ σκανδαλιστικών σελίδων του είχε ένα ένθετο με σταυρόλεξα, ρέμπους και γρίφους. Τα αγαπημένα μου κουίζ, που πάντα ζητούσα από τον πατέρα μου να με αφήσει να λύσω, ήταν οι εικόνες με τις οκτώ διαφορές και τις επτά ομοιότητες. Όποιος έχει όρεξη να διαιρέσει έναν αριθμό με το μηδέν, μπορεί να ψάξει τη σχέση συγγραφέα- ήρωα. Όσο για μένα, πιστεύω ότι όλες οι απαντήσεις βρίσκονται σε τίτλους ταινιών του Βέντερς, στην περίπτωσή μας στο «Faraway, so close!»

– Νιώθεις ότι κάνεις ενίοτε κι εσύ «διπλή ζωή» μέσα στα μυθοπλαστικά σύμπαντα που δημιουργείς; Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση των ηρώων μου. Όχι μόνο τους βάζω να κάνουν άσχημα πράγματα και να παθαίνουν ακόμα χειρότερα, αλλά με έχουν πάνω από το κεφάλι τους να δοκιμάζω φωναχτά τα λόγια τους αλλάζοντάς τα δεκάδες φορές μέχρι να μου αρέσουν στο αυτί. Όσο κρατά η γραφή, δίνω υποσχέσεις ότι θα είμαι πάντα κοντά τους, ένα ψέμα που κουβαλά κι ένα σπέρμα αλήθειας αν καταφέρουν να ζωντανέψουν στη φαντασία των αναγνωστών.

– Δεν είναι βάρβαρο να γράφουμε ποίηση μετά τη Μαριούπολη; Βάρβαρο είναι να διαμαρτυρόμαστε για την ακύρωση μιας παράστασης των κρατικών Μπαλέτων Μπολσόι και να σιωπούμε απέναντι στις ρωσικές φρικαλεότητες του βομβαρδισμού αμάχων, των βιασμών, των απαγωγών χιλιάδων παιδιών. Καθώς δεν είναι το δικό μας αίμα που χύνεται, συνεχίζουμε τη ζωή μας. Η στάση μας όμως απέναντι στον ηρωικό αγώνα επιβίωσης του ουκρανικού λαού καταγράφεται από την Ιστορία, η οποία είναι αμείλικτη στις κρίσεις της, όπως σε αυτές που επεφύλαξε για όσους συνέπλευσαν με το ναζιστικό τέρας ή το σχετικοποίησαν.  

– Υπό ποιες προϋποθέσεις εκτιμάς την ακατανοησία ενός λογοτεχνικού έργου; Μια διαδεδομένη παρεξήγηση είναι ότι το να κάνεις «συμβατική» τέχνη είναι εύκολο, ενώ το κάνεις «πειραματική» είναι δύσκολο. Η άποψή μου είναι ότι το ποσοστό σκουπιδιών στη mainstream και στην underground παραγωγή είναι περίπου το ίδιο, γύρω στο 98%. Για να είναι η ακατανοησία μεγάλη τέχνη πρέπει να είσαι π.χ. ο Τζόυς ή οι Fall, προμηθεϊκοί καλλιτέχνες που έκλεψαν το χάος και μας το έφεραν για φωτιά. Πίσω στον πλανήτη Γη, η κρυπτική μορφή είναι συνήθως το καταφύγιο των ταυτοτικά καλλιτεχνιζόντων.    

– Υπάρχει μια καταπιεσμένη πλευρά σου που απελευθερώνει η μυθοπλασία; Όταν ήμουν μικρός, μετά από ατελείωτες ώρες στη γειτονιά με τους φίλους μου, γυρνούσα στο σπίτι. Καθώς ήμουν μοναχοπαίδι, για να περνά η ώρα αλλά και για την ευχαρίστηση του πράγματος, έπλαθα ιστορίες και τις δραματοποιούσα με μόνο θεατή το είδωλό μου στο τζάμι μπροστά από το παντζούρι. Επίσης, έπαιζα Subuteo μ’ έναν φανταστικό αντίπαλο δίχως να ξέρω, μέχρι την τελευταία στιγμή, ποιος θα κέρδιζε. Μου αρέσει ακόμα να έχω κάποτε την ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου ενός συστήματος. Η δημιουργία από το υποτιθέμενο μηδέν είναι μια αναίμακτη άσκηση παντοδυναμίας.

– Ποιο είναι το όφελος του να σκαλίζει κανείς τις στάχτες της ιστορίας; Για να είμαστε συγκεκριμένοι, στάχτες της Ιστορίας σκαλίζει π.χ. η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς όταν συλλέγει προφορικές μαρτυρίες και τις συνθέτει σε μωσαϊκό μιας καταστροφικής εποχής, διασώζοντας έτσι φωνές από την επερχόμενη λήθη. Αντίθετα, ο συγγραφέας επινοημένων ιστοριών ξεκινά το έργο του χωρίς ευθύνες, από ένα σημείο με απειροελάχιστες διαστάσεις. Έχει δικαίωμα να χώσει τα χέρια του οπουδήποτε. Εκεί από όπου έχει περάσει η φωτιά υπάρχει πρωτογενές υλικό. Αυτό όμως δεν φτάνει. Πέρα από τον κίνδυνο σύγχυσης της προσωπικής εξερεύνησης με την καλλιτεχνική δημιουργία (που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή), η αξία του έργου εξαρτάται τελικά από τη μεταμορφωτική δύναμη της μυθοπλασίας.

– Εσύ γιατί θα πρόσφερες το βασίλειό σου; Εάν ερχόταν ο Μεφιστοφελής και μου πρόσφερε όνομα, χρήματα και μόνιμη στέγη για να σκηνοθετώ σε μια μεγάλη πρωτεύουσα του εξωτερικού, με αντάλλαγμα την οικογένειά μου και την ευτυχία μου όταν διαβάζω λογοτεχνία ακούγοντας μουσική, θα το σκεφτόμουν λίγο και μετά θα του έδινα το νέο μου βιβλίο με μια ευγενική αφιέρωση και θα τον ξαπόστελνα.   

– Πώς θα έγραφες την αυτοβιογραφία σου με τρία επίθετα; Ποια αυτοβιογραφία, εδώ και φωτογραφίες με το ζόρι κρατώ! Δεν τα πάω καλά με τις παγιωμένες μνήμες και γι’ αυτό αρνούμαι να διηγηθώ δυο φορές ακόμα και την καλύτερη ιστορία, ειδικά άμα ήταν πραγματική.

* Το βιβλίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου στις 7.30μ.μ. στη Μουσική Ακαδημία ARTE στη Λευκωσία. Θα μιλήσουν η σκηνοθέτρια Μαγδαλένα Ζήρα και ο δικηγόρος Άθως Δημητρίου.