Εκτός από το αξιόλογο αρχιτεκτονικό του έργο, ο Γιάννης Αγησιλάου είναι γνωστός και ως θεατρικός συγγραφέας. Είναι μια νέα κυπριακή θεατρική φωνή που ως τώρα έχει γράψει οκτώ θεατρικά έργα, τα οποία είτε ανέβηκαν στη σκηνή από επαγγελματικά θεατρικά σχήματα, είτε παρουσιάστηκαν σε μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου, ή εκδόθηκαν. Μας μίλησε με αφορμή το νεοεκδοθέν θεατρικό του, «Αλέξανδρος (Η μοναξιά του Βασιλιά)». 

– Πώς προέκυψε η έκδοση αυτή; Πιστεύω πως ήταν φυσική συνέχεια της συνεργασίας μου με τον εκδοτικό οίκο «Σοκόλη», που ξεκίνησε το 2015 με την έκδοση του θεατρικού μου «Η Συλλογή». Απ’ ότι φαίνεται, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και στις δύο πλευρές, οπότε συνεχίστηκε με τα έργα «Το σπίτι της οδού Μουσών» το 2019, «Ο χορός του θανάτου και Αθανασία» το 2020, και τώρα με τον «Αλέξανδρο»…

– Ποια θέματα πραγματεύεται το έργο; Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Όχι όμως όπως τον ξέρουμε από τα μαθητικά βιβλία της Ιστορίας, ή από μια γενική αίσθηση που έχουμε για ένα τόσο εμβληματικό ιστορικό πρόσωπο. Ένα «ιστορικό δράμα» ξεκινά από τα καταγεγραμμένα γεγονότα, αλλά οφείλει να πάει πέραν από αυτά, στον ψυχισμό των ηρώων· να ξεπεράσει ιδεοληψίες και στερεότυπα, ώστε να εισχωρήσει σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη φύση και τον ανθρώπινο ψυχισμό. Όλα τούτα που προανέφερα φιλτράρονται μέσα από τον θίασο που ετοιμάζει την παράσταση. Οι ηθοποιοί κτίζουν και ερμηνεύουν τους ρόλους επί σκηνής, σχολιάζουν, αναρωτιούνται, ψάχνουν… Άρα το έργο, παρά το ότι πραγματεύεται ιστορικά γεγονότα, θεωρώ πως είναι εντελώς σύγχρονο και αναφέρεται στο σήμερα μέσα από το πρίσμα του χθες.

– Πρόθεσή σου είναι να αντιπαραβάλεις δυο διαφορετικούς κόσμους, αυτόν του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον σημερινό; Ακριβώς. Να δω τον κόσμο του σήμερα με μια «λοξή ματιά». Ή το αντίστροφο, να δω τον κόσμο του χθες και τα ιστορικά γεγονότα συνυφασμένα με τον άνθρωπο. Όταν διαβάζεις για εκτελέσεις και απώλειες αγαπημένων προσώπων, που μάλιστα εσύ ο ίδιος είσαι η αιτία γι’ αυτές, μπορείς άραγε να παραμείνεις ο ίδιος; Κάπου στο έργο, σ’ έναν αυτοσχεδιαστικό μονόλογο, ο ηθοποιός που ερμηνεύει τον Αλέξανδρο αναρωτιέται: «Πώς θα μπορούσα να υπάρξω μετά; Με τόσους θανάτους γύρω μου; Μέσα στην απέραντη ερημιά της αυτοκρατορίας μου»;

– Τα έργα σου είναι επηρεασμένα από άλλους θεατρικούς συγγραφείς; Ο κάθε δημιουργός έχει προσλαμβάνουσες και ερεθίσματα που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, αποτυπώνονται και στη δουλειά του· χωρίς ίσως ο ίδιος να το συνειδητοποιεί. Δεν ξέρω κατά πόσον τα έργα μου είναι επηρεασμένα από άλλους συγγραφείς, ξέρω όμως ότι είναι συγγραφείς που ξεχωρίζω και αγαπώ· που νιώθω κάποιου είδους «πνευματική συγγένεια», έναν κάποιον δεσμό σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλους. Αναφέρω μόνο εδώ ενδεικτικά τον Πιραντέλλο, τον Πίντερ, τον Στρίντμπεργκ.

– Η ιδιότητα του αρχιτέκτονα έχει επηρεάσει σε κάποιον βαθμό το θεατρικό συγγραφικό σου έργο; Μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα πως ναι. Το επάγγελμά μας, όταν το πάρουμε στα σοβαρά, γίνεται και ένα είδος ταυτότητας. Η ιδιότητά μου του αρχιτέκτονα σίγουρα με έχει επηρεάσει στον τρόπο που σκέφτομαι· μαζί βέβαια με πολλά άλλα που συν-διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας· ή τον τρόπο που διαβάζουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο γύρω μας. Στην τέχνη, η αρχιτεκτονική με έχει μάθει ότι το «ωραίο» δεν είναι αυτοσκοπός. Το «ωραίο» προκύπτει από άλλες συνισταμένες και χωρίς την αλήθεια των πραγμάτων το ωραίο γίνεται «ωραιολογία» και «μορφοκρατία», επίφαση και «δήθεν». Στην αρχιτεκτονική η μορφή δεν μπορεί παρά να προκύπτει αβίαστα μέσα από τη δομή, τη φύση των υλικών, τις πρακτικές ανάγκες… Στο θέατρο ο λόγος υπηρετεί. Υπηρετεί τη δράση, διαμορφώνει σχέσεις, καταστάσεις. Κυρίαρχο στοιχείο, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στο θέατρο, είναι η ατμόσφαιρα, είναι ο χώρος, η κίνηση, η πλαστικότητα των μορφών, οι επιμέρους σχέσεις και η σχέση των επιμέρους με το όλον, ώστε το καθετί να βρίσκει τη θέση του και να έχει ή να αποκτά νόημα.