Πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό επιχειρεί να κάνει την τέχνη ο νέος οργανισμός «ΠΥΛΩΝ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», που άνοιξε τις πύλες του πρόσφατα στην Λεμεσό. Ο ιδρυτής του, Αλέξανδρος Διογένους, μιλά για το όραμά του, τις συνεργασίες και τις συνέργειες που επιδιώκει να αναπτύξει στο οικοσύστημα της τέχνης.

– Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «ΠΥΛΩΝ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ»; Μετά από 25 χρόνια ενασχόλησης με τη σύγχρονη τέχνη ως θεατής, ακροατής, συμπαραστάτης και λίγο συλλέκτης, ένιωσα την ανάγκη να προσφέρω πιο ουσιαστικά και δημιουργικά στον χώρο αλλά και στην κοινωνία. Θέλω μέσα από την ίδρυση και λειτουργία του οργανισμού αυτού να προτείνω πώς μπορεί η σύγχρονη τέχνη να εμπλουτίσει τη ζωή μας.

– Πάνω σε ποια φιλοσοφία λειτουργεί ο οργανισμός; Τι νέο θα φέρει στον χώρο της τέχνης; Η λειτουργία του οργανισμού βασίζεται κατ’αρχήν στην παραδοχή ότι η τέχνη και ο πολιτισμός είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της ανθρώπινης εξέλιξης και προόδου και ότι μπορούν να συμβάλουν στην κοινωνία με πάρα πολλούς τρόπους που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Ο οργανισμός «ΠΥΛΩΝ ΤΕΧΝΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» θέλει αφενός να ενθαρρύνει και να στηρίξει την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά πρωταρχικός του στόχος είναι να κάνει τη σύγχρονη τέχνη πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό που θέλουμε είναι να «απενοχοποιήσουμε» τη σύγχρονη τέχνη, να πείσουμε περισσότερο κόσμο ότι τον αφορά και ότι μπορεί να τη δει όπως επιλέξει και όπως θέλει. Να μην φοβάται ο θεατής ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει ένα έργο και να αφήσει να λειτουργήσουν ελεύθερα οι αισθήσεις του χωρίς προκαταλήψεις, ώστε να δει αν ένα έργο τέχνης του «λέει» κάτι προσωπικά. 

– Σε τι διαφοροποιείται το Pylon από άλλους οργανισμούς; Για να πετύχει το στόχο του θα επιδιώξει συνεργασίες και συνέργειες εντός του οικοσυστήματος της τέχνης. Πιστεύουμε πολύ στη συστράτευση μυαλών, ιδεών και άλλων πόρων για να πετυχαίνουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και το μέγιστο αποτύπωμα των δράσεων μας. Σημαντικό είναι επίσης ότι όλες μας οι δραστηριότητες θα πρέπει απαραιτήτως να μας φέρνουν, με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, πιο κοντά στο στόχο μας, δηλαδή να φέρουμε τη σύγχρονη τέχνη πιο κοντά και πιο ουσιαστικά σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Θέλουμε να παίρνουμε την τέχνη στο κοινό με οποιοδήποτε τρόπο, βγάζοντας την έξω από γκαλερί και μουσεία, αλλά και με τη χρήση της τεχνολογίας. Έχουμε βέβαια δικό μας εκθεσιακό χώρο στη Λεμεσό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα περιοριστεί η δραστηριότητά μας σ’ αυτόν.

– Πώς είδατε τη δημιουργία νέων εκθεσιακών χώρων στην Λεμεσό τα τελευταία χρόνια; Αναπτύσσεται μια πολύ ωραία δυναμική στη Λεμεσό εδώ και 3-4 χρόνια με πολλούς νέους χώρους όλων των ειδών, από εμπορικές γκαλερί, μη-κερδοσκοπικούς οργανισμούς, δημοτικά κέντρα τεχνών, artist-run spaces, μουσεία, μέχρι χώρoυς για residencies και pop-up δράσεις. Η διοργάνωση του Limassol Art Walks τον περασμένο Οκτώβριο, όπου είχα τη χαρά να είμαι συνδιοργανωτής μαζί με τον καλλιτέχνη Χριστόδουλο Παναγιώτου και τον γκαλερίστα Τάσο Στυλιανού, ήταν μια πραγματική γιορτή της σύγχρονης τέχνης η οποία ανέδειξε την πολιτιστική ζύμωση που συντελείται στη Λεμεσό τα τελευταία χρόνια. Εύχομαι και ελπίζω αυτό να συνεχιστεί και να καταφέρουμε όλοι μαζί να βάλουμε τη Λεμεσό στον περιφερειακό αλλά και, γιατί όχι, στον παγκόσμιο χάρτη των εικαστικών τεχνών.

– Πώς βλέπετε την εξέλιξη της τέχνης και τη δουλειά των νέων καλλιτεχνών στον κυπριακό χώρο την τελευταία δεκαετία; Πιστεύω πάρα πολύ στους Κύπριους καλλιτέχνες και θεωρώ ότι υπάρχει πολύ και καλό ταλέντο στη χώρα μας. Πολλοί καλλιτέχνες μας διαπρέπουν πλέον και στο εξωτερικό, εκπροσωπούμενοι από μεγάλες γκαλερί και με παρουσία σε σημαντικά ιδρύματα και μουσεία. Με μεγάλη χαρά διαπιστώνω ότι σε κάθε νέα γενιά αυξάνονται οι εκπρόσωποι της χώρας μας στη διεθνή σκηνή, και ελπίζω όλο και περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες να μην περιορίζονται στην Κύπρο αλλά να ανοίγουν τα φτερά τους. Πιστεύω πως σαν Κύπρος έχουμε μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά η οποία λειτουργεί ως συλλογική κυτταρική μνήμη για όλους μας, ειδικά τους καλλιτέχνες μας, και μέσα από αυτούς μπορούμε να αναδείξουμε και να αναπτύξουμε τη χώρα μας ακόμη περισσότερο.

– Με ποιους άλλους τρόπους πιστεύετε ότι μπορεί να ενισχυθεί η εικαστική καλλιτεχνική σκηνή; Το οικοσύστημα των εικαστικών τεχνών έχει ως συστατικά στοιχεία τους καλλιτέχνες, τις εμπορικές γκαλερί και τους γκαλερίστες, τα δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα ή μουσεία, τους θεωρητικούς και κριτικούς τέχνης και το κοινό, «οικονομικό» και μη. Στην Κύπρο λοιπόν, όπως έχω ήδη πει, έχουμε πληθώρα καλών καλλιτεχνών, αρκετούς και δυνατούς θεωρητικούς τέχνης και επαρκή σε αριθμό δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, μουσεία, χώρους τέχνης. Λείπει είναι το κοινό γενικότερα, και το «οικονομικό» κοινό ειδικότερα, κάτι που δεν επιτρέπει την ύπαρξη περισσότερων και πιο δραστήριων γκαλερί. Είναι βέβαια λίγο κότα και αυγό το θέμα και χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Η τέχνη θέλει χρηματοδότηση, η οποία επιτυγχάνεται από τις πωλήσεις έργων τέχνης ή με χορηγίες από εταιρείες και άτομα που είναι φιλότεχνοι. Προσελκύοντας ένα ευρύτερο κοινό, κάποιοι θα αγοράσουν κάτι, οι γκαλερί θα αναπτυχθούν, το μεγαλύτερο κοινό θα είναι εμπορικά πιο ενδιαφέρον για εταιρείες να χορηγήσουν εκθέσεις και άλλες δραστηριότητες, οι καλλιτέχνες θα έχουν δυνατότητα να δημιουργήσουν περισσότερο, και πάει λέγοντας. Μεγαλύτερο κοινό θέλουμε!

– Είστε αισιόδοξος ότι η λειτουργία του Υφυπουργείου Πολιτισμού θα δώσει μια νέα δυναμική; Η δημιουργία του Υφυπουργείου Πολιτισμού ήταν σίγουρα αναγκαία, αλλά όχι από μόνη της επαρκής προϋπόθεση για να δοθεί νέα δυναμική στον τομέα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει πρωτίστως η εκάστοτε κυβέρνηση να αντιλαμβάνεται ότι ο Πολιτισμός μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, ώστε να του δίνει την απαραίτητη σημασία και βαρύτητα.

– Πώς ξεκίνησε η δική σας επαφή με την τέχνη; Από μικρό οι γονείς μου με πήγαιναν σε μουσεία και γκαλερί, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Είχαν και οι ίδιοι μια συλλογή και σχετίζονταν με καλλιτέχνες και γκαλερίστες τη δεκαετία του ’70 και του ’80, που υπήρχε μια σχετική άνθηση της τέχνης στην Κύπρο και ήταν και μια μορφή κοινωνικοποίησης. Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια στην Αγγλία την εποχή των Young British Artists, ήρθα σε επαφή με τη διεθνή σύγχρονη τέχνη αλλά και με τον σουρεαλισμό, μετά από μια επίσκεψη στο μουσείο της Peggy Guggenheim στη Βενετία. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90 άρχισα δειλά-δειλά να αγοράζω κάποια έργα. Στην πορεία γνώρισα πολύ κόσμο, έκανα φιλίες, είδα πράγματα από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, έμαθα πολλά και κατάλαβα ότι έχω πολλά ακόμα να μάθω.

– Μπορεί η τέχνη να κάνει καλύτερο τον κόσμο; Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Αλλά επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τα λόγια του παγκοσμίου φήμης κριτικού τέχνης Jerry Saltz, με με τα οποία συμφωνώ 100% και δεν θα μπορούσα να τα πω καλύτερα: «… σε συνδυασμό με άλλα πράγματα, η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, σταδιακά και διά της ώσμωσης. Και αυτό γιατί η τέχνη είναι μέρος μιας παγκόσμιας δύναμης. Έχει εξίσου σκοπό και νόημα όσο η επιστήμη, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η πολιτική ή οποιοσδήποτε άλλος γνωστικός κλάδος, και είναι εξίσου μορφή ευφυίας ή νοημοσύνης όπως ένα πρώτο φιλί, ένα τελευταίο αντίο ή μια αλγεβρική εξίσωση. Η τέχνη είναι μια πηγή ενέργειας που βοηθά να γίνει εφικτή η αλλαγή. Βλέπει τα πράγματα σαν συστάδες ή αστερισμούς και όχι σαν άκαμπτα συστήματα. Είναι ταυτόχρονα η γέφυρα για ένα νέο όραμα και το όραμα το ίδιο, ένα μέσο ή ένα πλαίσιο που χρησιμοποιεί κανείς για να βλέπει τον κόσμο. Η τέχνη αποδέχεται ότι η ευχαρίστηση είναι μια σημαντική μορφή γνώσης. Η τέχνη δεν είναι προαιρετική, είναι απαραίτητη!» *

* Jerry Saltz, Art is Life, σελ.78-9, Riverhead Books (2022)

Ελεύθερα, 26.2.2023