Λίγο πριν παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου, η Μαρία Μανναρίδου- Καρσερά ανοίγει την καρδιά της στον «Φ».

«Φίλεργη δημιουργός, φύση αεικίνητη και ανήσυχη, ακούραστο, επίμονο, τολμηρό πνεύμα» χαρακτηρίζεται στο σκεπτικό ενός βραβείου, το οποίο μάλλον την κατέλαβε εξαπίνης. Για τη Μαρία Καρσερά η διάκριση αυτή είναι ευπρόσδεκτη, αν και η καταξίωση δεν ήταν κάτι που είχε στο μπροστινό μέρος του μυαλού, το οποίο ήταν απασχολημένο με τις προκλήσεις και τις αγωνίες της θεατρικής καθημερινότητας. Τρεις δεκατίες μετά, από την εστία του Θεάτρου Ένα μέχρι τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της ομάδας Σόλο για Τρεις, αναγνωρίζεται η συνέπεια, η σοβαρότητα και η ευαισθησία της κι αυτό ήρθε ως επιστέγασμα μιας χρονιάς όπου υπέγραψε τρεις σκηνοθεσίες. Η επόμενη δουλειά της με τον «Αμεδαίο» του αγαπημένου της Ευγένιου Ιονέσκο θα βγει τον Ιούνιο, αλλά έχει ήδη ξεκινήσει τις δοκιμές. Συνεπώς, προδιαγράφεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος για εκείνη.

– Ήταν έκπληξη αυτή η διάκριση; Για να πω την αλήθεια, δεν το περίμενα. Είχα την αίσθηση ότι η προηγούμενη χρονιά είχε πάει πραγματικά πολύ καλά, με παραστάσεις που αγαπήθηκαν κι από το κοινό. Δεν περίμενα όμως να μου απονείμουν και το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου.

– Σημαίνει κάτι για σας αυτό το βραβείο; Ναι, σίγουρα σημαίνει. Είναι μια αναγνώριση, μια εκτίμηση για το έργο σου, την πορεία που έχεις κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Ένα βραβείο είναι πάντα ένα βραβείο. Το χαίρεσαι. Έτσι, το χάρηκα κι εγώ, ήταν μια ωραία έκπληξη την οποία ακολούθησε και μια ανταπόκριση από γνωστούς και φίλους. Είναι κάτι ξεχωριστό και οπωσδήποτε ευπρόσδεκτο.  

– Αισθάνεστε ότι η καταξίωσή σας στα θεατρικά μας πράγματα ήρθε καθυστερημένα; Δεν ξέρω αν ήρθε καθυστερημένα, δεν είναι κάτι που σκέφτομαι. Εγώ κάνω τη δουλειά μου, όπως την κάνω πάντα με την ομάδα μου ή αν με καλέσει ο ΘΟΚ, τις τέσσερις φορές μέχρι τώρα που με κάλεσε. Από εκεί και πέρα, είναι τόσο πολλές οι δυσκολίες και προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε κατά την ενασχόλησή μας με το αντικείμενο αυτό, που το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι αν θα έρθει η καταξίωση. Πραγματικά, για μας είναι συχνά θέμα επιβίωσης από το ένα 24ωρο στο άλλο, μια αγωνία να καταφέρεις να ανταποκριθείς οικονομικά και να είσαι συνεπής με τους συνεργάτες σου. Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά ήμουν τόσο απασχολημένη μ’ αυτή την καθημερινή τριβή που δεν υπήρχε χώρος στο μυαλό για τέτοιες σκέψεις. 

– Η τριβή δεν φέρνει και φθορά; Κάποιες φορές φθείρει και κάποιες ακονίζει. Εξαρτάται.

– Πότε μπήκε ο σπόρος της ενασχόλησης με το θέατρο στο μυαλό σας ως σκέψη; Πάντα μου άρεσε το θέατρο. Όταν ήμουν 15-16 χρονών και είδα στο Γυμνάσιο τον σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού, με ρώτησε τι θέλω να γίνω κι εγώ είχα στο μυαλό ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Στην πορεία, όμως, δεν το πολυπίστεψα αυτό, ίσως δεν πίστεψα στον εαυτό μου και τις ικανότητές μου και κάπου αυτό καταχωνιάστηκε. Όμως, το κυρίως πτυχίο μου είναι στην Αγγλική Λογοτεχνία και ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στο θέατρο. Μέσα από τις σπουδές, βρέθηκα κοντά στον χώρο αυτό που μ’ ενδιέφερε, δουλεύοντας αρχικά στο Θέατρο Ένα από διάφορες θέσεις. Μέχρι που ήρθε η πρώτη μου σκηνοθεσία, το 1996, μ’ ένα δικό μου έργο. Είχε τον τίτλο «Ιστορία» κι είχε διακριθεί σε διαγωνισμό του BBC World Service. 

– Η «Φαλακρή τραγουδίστρια» το 2002 στο Θέατρο Ένα ήταν η πρώτη παράσταση που είχα παρακολουθήσει στη Λευκωσία. Ποια θέση κατέχει στην εργογραφία σας; Είναι σίγουρα ένα ορόσημο, ένας σταθμός για μένα. Ήταν μια εμπνευσμένη δουλειά, που αγάπησα πολύ. Πρέπει να ήταν η τρίτη μου σκηνοθεσία. Προηγουμένως είχα κάνει το «Τελευταίο Ταξίδι», δύο μονόπρακτα του Πιραντέλο και του Μπέκετ. Έπαιζαν η Μόνικα Βασιλείου και η Ιωάννα Σιαφκάλη.  

– Ήταν τότε με τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» που νιώσατε ότι πατάτε γερά στα πόδια σας ως σκηνοθέτρια; Αυτό έρχεται με τον χρόνο. Αν και στην πραγματικότητα, ποτέ δεν πατάμε πραγματικά «γερά». Καλό κάνει να παραμένουμε λίγο αιθεροβάμονες και αβέβαιοι. Δεν είδα τότε την παράσταση εκείνη ως ορόσημο, αλλά εκ των υστέρων. Η στιγμή που ένιωσα να πατάω κάπως πιο γερά ήταν όταν δημιούργησα την ομάδα Σόλο για Τρεις. Τότε είχα πια μια πλατφόρμα, μια βάση όπου μπορώ να κάνω θέατρο όπως εγώ το σκέφτομαι. Μπορούσα να πειραματιστώ περισσότερο, ν’ αναζητήσω νέους δρόμους. Έτσι προέκυψαν κι άλλα ορόσημα, όπως οι «Δούλες» του Ζενέ, η πρώτη παραγωγή της Σόλο. Αργότερα ήρθε και ο «Beckett X 5». Είναι κάποιες δουλειές που λίγο ο συγγραφέας, λίγο οι συντελεστές, λίγο οι συγκυρίες τις καθιστούν πιο ξεχωριστές. Το πράγμα έρχεται και δένει. Τότε νιώθεις ότι έκανες κάποιου είδους τομή. 

– Η Ομάδα Σόλο για Τρεις παρουσίασε δουλειές σε διάφορους χώρους. Νιώθετε πλέον ότι έχετε βρει την Ιθάκη σας στο Θέατρο Χώρα; Αυτό συνέβη το 2016 με την παράσταση «Αντρόνικος ή ο ζωγκράφος», που δεν θα μπορούσε να μην συγκαταλέγεται κι αυτή στα ορόσημα. Ψάχναμε με την Ευρυδίκη Περικλέους- Παπαδοπούλου έναν χώρο να την ανεβάσουμε και τελικά μου πρότεινε αυτόν τον πολυχώρο απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, που ανήκει στην οικογένειά της. Είναι ένας πολύ ζεστός χώρος, μου άρεσε αμέσως μόλις τον είδα. Τον αναδιαμορφώσαμε από την αρχή κι έτσι, μαζί με τον Αντρόνικο, γεννήθηκε το Θέατρο Χώρα. Η ομάδα μας ταλαιπωρήθηκε λίγο παίζοντας από χώρο σε χώρο, σαν το μπουλούκι. Αλλά τελικά βρήκε το «σπίτι» της. Καταστάλαξε.

– Γιατί την ονομάσατε «Σόλο Για Τρεις»; Αφενός προέρχεται από τις «Δούλες» όπου και οι τρεις χαρακτήρες, οι δύο αδερφές και η Κυρία ενσαρκώνονταν από σόλο ερμηνείες. Η Χριστίνα Χριστόφια υποδυόταν τις δύο αδερφές, η Έλενα Αντωνίου αποτύπωνε τη δράση με την κίνηση, ενώ ακουγόταν και η φωνή της Μόνικας Χατζηβασιλείου. Αφετέρου, όταν δημιουργήθηκε η ομάδα, είμασταν τρεις: εγώ, η Χριστίνα κι η Έλενα. Καθεμιά είχε το σόλο της, τον τομέα της. Ήταν ένα σόλο για τρεις συντελεστές. Τελικά μάς έμεινε.

– Είχε την πορεία που αναμένατε; Ειδικά στην αρχή, η Σόλο για Τρεις δεν έκανε πάρα πολλές δουλειές. Παρά το μικρό της μέγεθος και τους πολλούς οικονομικούς περιορισμούς, μπορώ να πω ότι χαίρομαι να διαπιστώσω πως πέρασε τελικά με τα χρόνια πολύς κόσμος από τις παραγωγές μας. Κάποιοι μάλιστα βρήκαν στην ομάδα μας το βήμα εκκίνησης. Νομίζω ότι κατάφερε να αρθρώσει μια αξιόλογη πρόταση στο θεατρικό τοπίο της Κύπρου. Δεν μπορώ να μην είμαι ικανοποιημένη, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού ότι εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.

– Ποια θέση πιστεύετε ότι σας αναλογεί στην ιστορία του κυπριακού θεάτρου; Δεν το βλέπω έτσι. Εγώ βάζω τα λιθαράκια μου. Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ. Αν έχω κάνει κάποιες αξιοθέατες παραστάσεις, καλώς. Από εκεί και πέρα, τη θέση μου θα την κρίνουν άλλοι, οι θεατρολόγοι και οι κριτικοί. Κυρίως, όμως θα την κρίνουν οι θεατές. 

 – Πώς θα περιγράφατε τον τρόπο δουλειάς σας; Πάντοτε επενδύω στον ηθοποιό. Αυτόν έχω μπροστά μου. Δεν προσπαθώ να του «φορέσω» τον ρόλο, να τον πιέσω ή να του επιβληθώ. Μου λένε ότι είμαι πολύ «δημοκρατική». Έτσι είμαι. Δεν μπορώ να δουλέψω διαφορετικά. Στην εξίσωση θεωρώ απαραίτητη τη διαλογική συζήτηση, την επικοινωνία. Προτείνω και διαπραγματεύομαι.

– Δεν υπάρχει συμπαγές σκηνοθετικό πλάνο στην πρώτη πρόβα; Το αρχικό πλάνο είναι πιο ρευστό. Η πρωταρχική ιδέα υπάρχει, είναι εκεί. Πολλές φορές αφήνω τους ηθοποιούς να νομίζουν ότι κάνουν τα δικά τους. Με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όμως, βρίσκουμε τον δρόμο να φτάσουμε εκεί που πιστεύω ότι πρέπει να φτάσουμε.

– Ο σκηνοθέτης νιώθει να εκτίθεται όσο κι ο ηθοποιός; Σαν κατά κάποιο τρόπο να βρίσκεται κι αυτός πάνω στη σκηνή; Ω, βέβαια. Εκτίθεσαι. Για έναν ηθοποιό αυτό συμβαίνει σ’ ένα πιο άμεσο και έντονο επίπεδο, πιο κυριολεκτικά, από τη στιγμή που βρίσκεται μια ανάσα από τον θεατή. Όμως ο σκηνοθέτης είναι το μέσο έκθεσης. Φέρει μια ευθύνη και είναι υπόλογος για το αποτέλεσμα. Βασικά, είσαι εκτεθειμένος από τη στιγμή που καταθέτεις κι εσύ την ψυχή σου, τα συναισθήματα και τις ιδέες σου πάνω σ’ αυτό που δημιουργείς. Ουσιαστικά, βάζεις τον εαυτό σου. 

– Τι πρέπει να απαιτεί ο θεατής από τον σκηνοθέτη; Νιώθω ότι η εποχή του σκηνοθέτη- θεού έχει περάσει. Δεν υπάρχει πια αυτό. Άρα ο θεατής πρέπει να περιμένει να δει ή να εισπράξει την πρόταση του σκηνοθέτη μέσα από τους διάφορους παράγοντες που συνθέτουν τελικά την παράσταση. Στο τέλος της ημέρας, ο θεατής αυτό που περιμένει είναι κάτι να τον ταρακουνήσει. Είτε σε νοητικό, είτε σε συναισθηματικό επίπεδο. Το ζητούμενο πάντα για μας είναι ν’ αγγίξουμε τον θεατή. Ο σκηνοθέτης οφείλει να βρει τρόπο να τον οδηγήσει σε ορισμένα συναισθήματα. 

– Μπορεί να κάνει το θέατρο θαύματα; Λ.χ. να μεταστρέψει έναν δογματικό άνθρωπο; Παλιά το πίστευα περισσότερο. Ένιωθα ότι μπορεί να είναι ένα εργαλείο που μπορεί ν’ αλλάξει την κοινωνία, να υποδαυλίσει μια επανάσταση. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη γι’ αυτό πια. Αυτό που δύσκολα αμφισβητείται είναι ότι σ’ ένα άλλο επίπεδο, ήρεμα και αθόρυβα, το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει υποσυνείδητα, να τοποθετήσει διακριτικά έναν σπόρο μέσα μας. Δεν είναι απαραίτητο να σηκώνεις μπαϊράκι με μια παράσταση για να το πετύχεις αυτό. Υπάρχει ο τρόπος να περάσουν κάποια μηνύματα, αλλά έτσι κι αλλιώς ο σκοπός του δεν είναι ν’ αλλάξει την κοινωνία αλλά να τη σφυγμομετρήσει.

– Τι μπορεί τελικά να αλλάξει την κοινωνία; Μπορεί ο κόσμος μας να ελπίζει σε μια δραστική αλλαγή προς το καλύτερο; Ο κόσμος γενικότερα αλλάζει ανεπαίσθητα. Αν είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, αυτό μένει να φανεί. Αν μιλάμε για την κυπριακή κοινωνία, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι είναι βαθιά συντηρητική στην ουσία της, αρνείται πεισματικά να πάει ένα βήμα παρακάτω. Είναι γαντζωμένη στις αναχρονιστικές της αντιλήψεις. Υπάρχει στασιμότητα. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, ενώ είμαστε μια κοινωνία ανθρώπων με αξιοσημείωτο ποσοστό πτυχιούχων, υστερούμε σε ουσιαστική καλλιέργεια και η βάση αντιστέκεται στην πρόοδο. Είναι λες και δεν θέλει ν’ ανοίξει το πνεύμα της και ν’ αγκαλιάσει άλλα πράγματα, καινούρια.

– Αν το θέατρο δεν είναι δύναμη αλλαγής, τότε ποιο νόημα έχει; Το έχουμε απλώς για να διασκεδάζουμε και να περνάμε την ώρα μας; Οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να μετακινούνται προς την πρόοδο, έστω κι αν αυτό συμβαίνει ανεπαίσθητα. Το θέατρο είναι μέρος αυτής της διαδικασίας. Οι αλλαγές δεν φαίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, χρειάζονται ορίζοντα χρόνων ή και δεκαετιών. Τη δεκαετία του ’60 όταν ήρθε στην Κύπρο εκείνη η ομάδα καλλιτεχνών από το Θέατρο Τέχνης και άρχισαν να γονιμοποιούν το τοπίο, είδαμε ότι η δουλειά τους αποτύπωνε πάνω στη σκηνή τις κοινωνικές αλλαγές. Κάτι πραγματικά κινούνταν. Έπειτα, ήρθε ο πόλεμος και ακολούθησε μια επανεκκίνηση. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την πορεία της κοινωνίας. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι την τελευταία 20ετία υπάρχει μια μεγάλη έκρηξη κι ένα μπόλιασμα με νέο αίμα. Θεωρώ ότι έγιναν άλματα αυτό το διάστημα στο συγκεκριμένο πεδίο, που είναι μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Η πορεία αυτή λειτουργεί αντίρροπα με τις συντηρητικές τάσεις. Έστω και ανεπαίσθητα, ο τροχός γυρίζει.

– Με ποιο σκεπτικό επιλέγετε έργα και συγγραφείς; Οι μεταπολεμικοί συγγραφείς είναι οι αγαπημένοι μου. Όλο αυτό το κίνημα που δημιουργήθηκε μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Μπέκετ, τον Ιονέσκο, τον Πίντερ.

– Ο 20ός αιώνας ήταν αρκούντως δραστήριος, ραγδαίος. Προέκυψαν ένα σωρό κινήματα. Στην εποχή μας παρατηρείται ένα τέλμα. Πού το αποδίδετε; Υπάρχει μια αίσθηση ότι τον προηγούμενο αιώνα έγιναν τα πάντα, σ’ όλες τις εκφάνσεις της τέχνης: στον κινηματογράφο, το θέατρο, τον χορό, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά. Πράγματι, στις μέρες μας συχνά αισθάνεσαι ότι είναι σαν η τέχνη να τρώει τις σάρκες της. Αναμασούμε ιδέες και φόρμες. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι εκείνη η έκρηξη δεν ήταν ουρανοκατέβατη. Έγιναν και δύο μεγάλοι πόλεμοι.

– Δηλαδή, πρέπει να περιμένουμε να γίνει κανένας παγκόσμιος πόλεμος για να κινηθεί το πράγμα; Όντως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένα απίστευτο σημείο καμπής για την ανθρώπινη ιστορία. Δημιούργησε μια υπαρξιακή δίνη, που στη συνέχεια γέννησε καλλιτέχνες και φόρμες. Οι προκλήσεις, όμως, δεν λείπουν ούτε από την εποχή μας και δυστυχώς ούτε και οι πόλεμοι. Ας μην ξεχνάμε ότι μόλις πρόσφατα βγήκαμε από μια μεγάλη πανδημία, έχουμε ένα σωρό ζητήματα να αντιμετωπίσουμε σε σχέση με το περιβάλλον, ή τα συμπαρομαρτούντα από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Χρειάζεται όμως χρόνος για να ωριμάσουν τα πράγματα, πρέπει να τα δούμε εκ των υστέρων, πιο ψύχραιμα και από κάποια απόσταση. Η τεχνολογία έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και σε μια υποδούλωση, μια οκνηρία του πνεύματος. Υπάρχει πιο προηγμένος έλεγχος της πληροφορίας και της σκέψης. Παρατηρείται επίσης μια κατηγοριοποίηση των ανθρώπων.

– Εκεί οφείλεται, πιστεύετε και η αυξημένη ροπή για πόλωση που παρατηρείται στις μέρες μας; Πρέπει όλα να τα διχάζουμε, να τα διαιρούμε, να τασσόμαστε είτε με το μαύρο είτε με το άσπρο και να είμαστε χωρισμένοι σε στρατόπεδα. Αυτό το φαινόμενο είναι ακόμη πιο έντονο και πιο πικρό στον τόπο μας, που εδώ και μισό αιώνα υποφέρει από μια οδυνηρή διαχωριστική γραμμή. Δυστυχώς, οι «αποδώ» και οι «αποκεί» έχουν εισβάλει σε όλα τα επίπεδα της ζωής, της σκέψης, της δημόσιας σφαίρας, στον τρόπο που ζούμε και λειτουργούμε. Είναι λες και πότισε τα γονίδιά μας, λες και δεν μπορούμε να ζήσουμε πια χωρίς διαχωριστικές γραμμές. Είναι τραγικό αυτό, αλλά το βλέπεις να συμβαίνει παντού. Ακόμη και στο θέατρο, που θα έπρεπε να αποτελεί όαση, έναν χώρο όπου θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε αξιοποιώντας τις ευκαιρίες της δημιουργίας και της έκφρασης, της επικοινωνίας με το κοινό. Κι όμως, υπάρχουν κι εδώ διαχωριστικές γραμμές κι αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω και να το αποδεχτώ.

* Η τελετή απονομής των Βραβείων Θεάτρου ΘΟΚ θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο στην παρουσία του νέου ΠτΔ, σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί.