Ο Κύπριος εικαστικός ανατρέχει στα πρώτα του βήματα στην τέχνη, τα ερεθίσματά του από έργα του David Hockney, την Ψυχολογία και την Αρχιτεκτονική. Αφορμή, τα χαρακτικά κυρίως που εκθέτει στο χώρο Prozac, έργα που είχε πρωτοπαρουσιάσει στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Κοχλίας το 1982.

– Στην έκθεση στο Prozac παρουσιάζετε μια σειρά με χαρακτικά που δημιουργήσατε στα πρώτα σας εικαστικά βήματα. Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για να ασχοληθείτε με τη Χαρακτική; Θυμούμαι επακριβώς, εκείνο το βιβλιαράκι τσέπης του David Hockney με την εικονογράφηση των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ. Ήταν το πρώτο βιβλίο τέχνης που αγόρασα, πρωτοετής φοιτητής στο Λονδίνο, το 1970. Για μια λίρα Αγγλίας. Όχι βέβαια πως άρχισα αμέσως να χαράσσω, αλλά την επιθυμία τη φύλαξα μέσα μου. Καρποφόρησε δέκα χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα στη Γερμανία, μια χώρα με μεγάλη παράδοση στη Χαρακτική, όπου είχα και την ευκαιρία να μυηθώ στις διάφορες τεχνικές από μια αφοσιωμένη δασκάλα της Kunstakademie στο Ντύσελντορφ.

– Είχατε δεχθεί επιδράσεις από καλλιτέχνες της εποχής στον διεθνή χώρο τη συγκεκριμένη περίοδο; Ως φοιτητής αρχιτεκτονικής και τακτικός επισκέπτης στην Tate του Λονδίνου την εποχή εκείνη, σίγουρα δέχτηκα πολλά ερεθίσματα. Πιο καθοριστικές όμως στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου κύκλου χαρακτικών, αυτών που θα εκθέσουμε στο Prozac, ήταν οι μεταγενέστερες σπουδές μου στην Ψυχολογία. Νομίζω αυτό είναι εμφανές, προπάντων σε ό,τι αφορά την αφηγηματικότητα των έργων. Εξάλλου, αυτά έγιναν σε μια εποχή που η άμεση εκφραστική ανάγκη υπερίσχυε του όποιου εννοιολογικού προσχεδιασμού. Αυτό ήρθε αργότερα, με την επαγγελματική τριβή, προπάντων όμως με τη διεργασία των απωλειών και κατά κάποιο τρόπο την «εκλογίκευση» των συνεπειών. Ας μην ξεχνούμε πως δεν είχαν περάσει ούτε πέντε χρόνια από το τραυματικό 1974.

– Θυμάστε την πρώτη σας έκθεση με χαρακτικά στην Κύπρο; Μα αυτό είναι και το κυρίως σώμα της έκθεσής μας στο Prozac. Πρόκειται για χαρακτικά από τις σειρές που είχα πρωτοπαρουσιάσει στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Κοχλίας της οδού Αγίας Ελένης το 1982. Όχι πολύ μακριά από το Prozac, εκεί απέναντι από το «Ελένειο». Δυστυχώς κάποιες σειρές έχουν εξαντληθεί λόγω του μικρού αριθμού των αντιτύπων. Αλλά ο επισκέπτης, όπως κι εγώ ο ίδιος, μπορεί να συναισθανθεί τον «παλιμπαιδισμό» του όλου εκθεσιακού εγχειρήματος, νοουμένου ότι επιστρέφουμε, τεχνίτης και έργο, στα λημέρια της νεανικής μας αθωότητας. Συμπληρωματικά, να πω ότι μεγάλωσα στην οδό Κυπράνορος, λίγα μέτρα πιο πάνω από τη Μέδοντος του Prozac, στην ίδια πάλαι ποτέ γειτονιά. Ίσως αυτό ν’ αποτελεί τελικά και το πραγματικό κίνητρο για το στήσιμο αυτής της έκθεσης.

– Στα πρώτα σας χαρακτικά βλέπουμε τους χαρακτηριστικούς σκάμνους με τους οποίους καταπιάνεστε και σε άλλα στάδια της εικαστικής σας πορείας. Τι σας ώθησε να στραφείτε σε θέματα που αφορούν την παράδοση και την κουλτούρα της Κύπρου; Δεν το σκέφτηκα και πολύ τότε, ήταν κάτι που έφερε μαζί της η συνειδητοποίηση του μεγέθους της καταστροφής του ’74, από τη σκοπιά μάλιστα κάποιου που ήταν ακόμα, κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, σε στρατεύσιμη ηλικία, για να μην αναφέρουμε τα τετριμμένα περί «στρατευμένης τέχνης» που ήταν τότε της μόδας. Σύμβολα εξάλλου οι σκάμνοι, αντιπροσωπευτικά μιας κοινωνίας που πάσχιζε να επανακτήσει τη συνοχή της μετά την αποδιοργάνωση που επέφερε η εισβολή. Αυτό από κοινωνιολογική ή αν θέλετε εθνική άποψη, γιατί πέραν τούτου τα πρώτα έργα με τους σκάμνους αποτελούσαν και δοκιμές στην «ξηρογραφία», την εικαστική επεξεργασία εικόνων μέσω των φωτοτυπικών μηχανημάτων, κάτι που δοκίμαζαν τότε πολλοί καλλιτέχνες, του προαναφερθέντος David Hockney μη εξαιρουμένου, ο οποίος αν καλά θυμούμαι δούλεψε πάνω στα καινούργια τότε μηχανήματα της Xerox, με έγχρωμα κιόλας αποτελέσματα. Τα μαυρόασπρα δικά μου, σε Α3, πήγαν μέχρι τη Μπιενάλε Χαρακτικής της Λουμπλιάνα, το ’89 νομίζω.

– Και πώς έγινε η μετάβαση από τη χαρακτική στη ζωγραφική και τις εγκαταστάσεις; Στη ζωγραφική πέρασα όταν αποφάσισα να τα αφήσω όλα για να γίνω «ζωγράφος», κάπου στο 1983. Τελικά έγινα «εικαστικός». Τα σημάδια της χαρακτικής όμως με ακολουθούν, όπως και το κατασκευαστικό έθος του αρχιτέκτονα, εξού και οι «εγκαταστάσεις» που ανέφερες. Πιο πέρα τα πράγματα «εξαΰλώνονται», περνούμε στα ατέρμονα εννοιολογικά πεδία. 

– Πώς είδατε την εξέλιξη της κυπριακής χαρακτικής στην Κύπρο; Υπάρχουν ασφαλώς νέοι χαράκτες με δεξιότητες και πειραματικές διαθέσεις, όπως και θαυμαστοί παλαιότεροι με διδακτικές περγαμηνές. Ωστόσο, η έννοια της «χάραξης» φαίνεται να έχει διευρυνθεί σε τέτοιο βαθμό, με νέα τεχνικά μέσα και ηλεκτρονικά προγράμματα, που κάθε εκτίμηση θα ήταν πρόσκαιρη. Παρ’ όλα αυτά, σταθερή αξία, άφταστη, παραμένει ο Τηλέμαχος Κάνθος. Γιατί τελικά το ήθος είναι που κάνει τη διαφορά.

– Τι περιμένετε από τον νέο υφυπουργό Πολιτισμού; Πολλά και τίποτε. Και δεν το λέω έτσι «κρυπτικά» για ν’ αποφύγω τον οχληρό σχολιασμό θεμάτων που αφορούν άμεσα στον ταλαιπωρημένο επαγγελματικό μας κλάδο, εμάς των εικαστικών, αλλά νομίζω πως εκεί που θα δοκιμαστεί, σύντομα μάλιστα, θα είναι στο θέμα των Αρχαιοτήτων. Ελπίζω να έχει την εντιμότητα και την ετοιμότητα να παραιτηθεί εγκαίρως, αν και μόλις νιώσει πως δεν τον παίρνει. Γιατί πρέπει όλοι να βιαστούμε. Τα προβλήματα της πολιτιστικής διαχείρισης στην Κύπρο είναι πιεστικά από κάθε άποψη, εθνική, κοινωνική, οικονομική, ηθική, you name it…

Λευκωσία, 16/3, Prozac (22100244). Έκθεση του Γλαύκου Κουμίδη με χαρακτικά και ζωγραφικά έργα. Μέχρι 23/3

Ελεύθερα 12.3.2023