Φέτος κλείνει 40 χρόνια στο θέατρο, αφού ήδη από το 1983, πριν κλείσει τα 15 του, άρχισε να δουλεύει ως βοηθός σκηνογράφος. Στον μαγικό αυτό χώρο τον μύησε η μητέρα του, η σπουδαία ζωγράφος και σκηνογράφος Κλάρα Ζαχαράκη – Γεωργίου. Ακολούθησαν σπουδές στην Αρχιτεκτονική και τη Σκηνογραφία και μια αξιοσημείωτη πορεία κυρίως σε Γαλλία, Ελλάδα και Κύπρο. Με περισσότερες από 60 παραγωγές στο ενεργητικό του, ο Εδουάρδος Γεωργίου αισθάνεται δυνατή ακόμη τη φλόγα της δημιουργίας αλλά νιώθει και πικρία για τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον χώρο, γεγονός που τον ωθεί σιγά- σιγά προς την έξοδο. Το Βραβείο Δημιουργού της Χρονιάς 2022 του ΘΟΚ τον ανταμείβει για τις σκηνογραφικές και ενδυματολογικές δημιουργίες του στις επιτυχημένες παραγωγές «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (ΘΟΚ) και «Χορεύοντας στη Λουνάσα» (ομάδα Persona). Πέρα από τις θεατρικές του δουλειές, την περίοδο αυτή υπέγραψε και την καλλιτεχνική διεύθυνση της πολυβραβευμένης ταινίας της Ασημίνας Προέδρου «Πίσω από τις Θημωνιές». Συνομιλήσαμε μαζί του λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης του ΚΘΒΕ με το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ εσάς που με ακούτε», την οποία επίσης σκηνογράφησε.
– Πώς βιώνεις το κλίμα στην Ελλάδα σε σχέση με τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών για την υποβάθμιση των πτυχίων τους; Υπάρχει άγνοια για την κατάσταση των καλλιτεχνών, αλλά και απαξίωση του καλλιτεχνικού χώρου σε ιδεολογικό επίπεδο. Φαίνεται πως αυτή η απόφαση έφερε στην επιφάνεια μια οργή που κουφόβραζε εδώ και χρόνια. Το διάταγμα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Κι επειδή δεν έγινε καμία κίνηση κατευνασμού, αλλά ακολούθησε μια στάση αδιαφορίας και μια αποσιώπηση και διαστρέβλωση των γεγονότων, ο κόσμος της τέχνης βρέθηκε στα κάγκελα. Ένα σύνθημα των ημερών λέει: «δεν είμαστε χομπίστες, είμαστε επαγγελματίες». Αυτό είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι του χώρου νιώθουμε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε. Το χειρότερο για μένα είναι ότι αυτή η νοοτροπία έχει παγιωθεί και αφομοιώνεται πια κι από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
– Ως σκηνογράφος, πώς το εισπράττεις αυτό; Η σκηνογραφία θεωρείται πια δευτερεύον- αν όχι τριτεύον- κομμάτι της θεατρικής δημιουργίας. Βρισκόμαστε σε μια φάση όπου το σκηνικό της καρέκλας και του τραπεζιού έγινε ο κανόνας. Επικράτησε ένας μινιμαλισμός που προέρχεται από μια ένδεια όχι πια οικονομική, αλλά καλλιτεχνική. Στην πραγματικότητα αφομοιώνεται ο ερασιτεχνισμός. Δεν δουλεύουμε ως επαγγελματίες με όραμα. Μόνοι μας θέτουμε περιορισμούς στον εαυτό μας.
– Διαπιστώνεις ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Κύπρο; Και στην Κύπρο είναι ασφυκτική η κατάσταση γιατί είναι και μικρότερη η «αγορά». Τα τελευταία χρόνια είδαμε σημαντικούς σκηνογράφους να έχουν ουσιαστικά αποχωρήσει από το επάγγελμα. Πλησιάζω κι εγώ σ’ αυτό το στάδιο. Είμαι 54 ετών και δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου τα επόμενα δέκα χρόνια να συνεχίσω να δουλεύω υπό αυτές τις συνθήκες. Βλέπουμε επίσης ότι δυσκολευόμαστε να βρούμε βοηθούς σκηνογράφους, που η διαδικασία της ανανέωσης κανονικά περνά μέσα απ’ αυτή τη συνθήκη. Άρα, δεν υπάρχει και νέα γενιά που θα αναπληρώσει τους παλιότερους. Όσοι σπουδάζουν σκηνογραφία πηγαίνουν αναγκαστικά να δουλέψουν στην τηλεόραση, στη διαφήμιση κ.λπ.
– Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου τα επόμενα δέκα χρόνια; Ξεκίνησα ένα διδακτορικό στον τομέα που μ’ ενδιαφέρει. Ίσως εστιάσω ολοκληρωτικά στη διδασκαλία, δηλαδή στη μετάδοση της γνώσης. Μ’ ενδιαφέρει η έρευνα γύρω από το αντικείμενό μου, αλλιώς θα γινόμουν αρχιτέκτονας, που έχω σπουδάσει κιόλας. Ή μπορεί να άνοιγα εστιατόριο.

– Εξάσκησες ποτέ την αρχιτεκτονική; Παρόλο που έχω τελειώσει το Πολυτεχνείο, έχω κάνει μόνο κάτι μικρά πράγματα, δεν μπήκα ποτέ κανονικά στον στίβο της δουλειάς. Δεν έχω καν άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος. Αγαπώ τη σκηνογραφία, αυτό είναι το αντικείμενό μου, αυτό μ’ εξιτάρει. Αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια φοβερή πίκρα. Θεωρητικά είμαι στο απόγειο της καριέρας μου, νιώθω ότι έχω να δώσω πράγματα ακόμη, αλλά με πικραίνει η υφιστάμενη κατάσταση, νιώθω ότι ουσιαστικά με πετάει έξω από το θέατρο.
– Το λες αυτό σε μια τόσο παραγωγική περίοδο στο θέατρο και τον κινηματογράφο σε Ελλάδα και Κύπρο, με επιστέγασμα και τη βράβευση από τον ΘΟΚ; Ναι, γιατί ξέρεις τι γίνεται; Όλα αυτά τα επιτεύγματα στον χώρο του θεάτρου στην Ελλάδα και την Κύπρο, γίνονται πάνω στη ράχη κάποιων ανθρώπων. Κάποιοι άνθρωποι βάζουν πλάτη με προσωπικό κόστος και θυσίες. Από τη μια αυτό δείχνει τη γνήσια θέληση για δημιουργία και προσφορά. Από την άλλη, όμως, γίνεται εις βάρος των ανθρώπων που τελικά αναλώνονται, καίγονται. Όταν είσαι 30 ετών, αντέχεις. Αλλά από ένα σημείο και μετά, αρχίζεις να τραβάς πίσω. Γίνεται ακόμη πιο πικρή η σκέψη όταν αναλογίζομαι το γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία ένιωσα ότι ανήκω εκεί, ότι θέλω να ζω και να δημιουργώ μέσα στο θέατρο.
– Με ποια αισθήματα υποδέχτηκες τα νέα για την ανάδειξή σου σε Δημιουργό της Χρονιάς 2022 από τον ΘΟΚ; Ένα βραβείο προσφέρει πάντα μια ικανοποίηση. Το εκλαμβάνω ως μια γενικότερη αναγνώριση της δουλειάς μου, αφού δεν γίνεσαι από τη μια στιγμή στην άλλη Δημιουργός της Χρονιάς, αν δηλαδή δεν έχεις και μια πορεία. Φυσικά, δεν περίμενα το βραβείο αυτό για να θεωρήσω ότι κάτι έχω προσφέρει κι εγώ με τη δουλειά μου στο κυπριακό θέατρο.
– Γιατί η αρχιτεκτονική δεν σε κέρδισε; Πήρα την απόφαση να γίνω σκηνογράφος και αρχιτέκτονας και πήγα στο Πολυτεχνείο σκεπτόμενος ότι τουλάχιστον θα βγάζω τα προς το ζην. Γρήγορα άλλαξε η οπτική μου και συνειδητοποίησα ότι όταν κάνεις κάτι για βιοπορισμό μπορεί συχνά να φτιάξεις και πράγματα που δεν τα αγαπάς και δεν γίνονται όπως τα θέλεις. Είναι τεράστια η ευθύνη. Διότι για μια αρχιτεκτονική βλακεία μπορεί να σε καταριούνται 3-4 γενιές, ενώ στο θέατρο μπορείς να κάνεις και λάθη, δεν χάθηκε ο κόσμος.
– Δεν είναι δηλαδή τόσο σοβαρή υπόθεση το θέατρο; Παίρνω πολύ στα σοβαρά την τέχνη μου. Το θέμα είναι να μην παίρνεις στα σοβαρά τον εαυτό σου. Το θέατρο είναι μια βαρύνουσα υπόθεση, αλλά στην τελική δεν βλάπτεις και κανέναν. Γι’ αυτό μπορείς να πάρεις και τα ρίσκα σου. Λέω συχνά στους συνεργάτες μου «παιδιά, θέατρο κάνουμε, ηρεμήστε». Το πολύ- πολύ να χαλάσεις τη νύχτα κάποιου θεατή. Προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο, αλλά έχεις πάντα περιθώριο να αποτύχεις, αν αναγκαστείς από τις συνθήκες, αν πάει κάτι στραβά. Έτσι, αποφάσισα να κάνω μόνο αυτό. Μπήκα στον χώρο για να τον υπηρετήσω, με μια διάθεση παιγνιώδη, για τη χαρά της ζωής. Πολλοί μπορούν να μου προσάψουν ότι δεν παίρνω στα σοβαρά τη δουλειά μου, αλλά ο καθένας κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Εγώ πάντα έβλεπα αυτόν το θέατρο σαν ένα πεδίο απόλαυσης και επικοινωνίας που μπορούσε να μου προσφέρει την ύψιστη ευχαρίστηση: αυτή της δημιουργίας.
– Ως σκηνογράφος νιώθεις και λίγο «θεός», ότι δηλαδή δημιουργείς εκ του μηδενός ένα δικό σου σύμπαν πάνω στη σκηνή; Η σκηνογραφία είναι το πέρασμα από τον κόσμο των ιδεών -το κείμενο και το όραμα του σκηνοθέτη- στον κόσμο της ύλης. Τελικά, είναι ξύλα, υφάσματα, πέτρες, χώμα. Δηλαδή, υλικά. Παίρνεις κάτι αφηρημένο που βρίσκεται μέσα στο μυαλό και το μετατρέπεις σε ύλη. Δεν φτιάχνεις έναν κόσμο από μόνος σου, μεταφέρεις στο υλικό περιβάλλον ένα σύμπαν που υπάρχει ως σκέψη. Μια παράσταση είναι η συλλογική ερμηνεία ενός κειμένου. Ερμηνεύεται συλλογικά από τον σκηνοθέτη, τον σκηνογράφο, τον χορογράφο, τους ηθοποιούς, τον φωτιστή, όλους τους συντελεστές. Αυτό δεν περιγράφεται με όρους ιεραρχικούς, όπως στον στρατό. Οπωσδήποτε ο σκηνοθέτης έχει πρωτεύοντα ρόλο κι έχει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για να διατηρήσει τη «φωτιά». Στον αμέσως επόμενο ομόκεντρο κύκλο είμαστε ο σκηνογράφος, ο φωτιστής, ο χορογράφος, ο μουσικός. Στον επόμενο κάθονται οι ηθοποιοί, μετά οι τεχνικοί κ.ο.κ.
– Οι ηθοποιοί είναι πιο έξω από τον σκηνογράφο; Σ’ αυτό το σχήμα, ναι. Από άλλη οπτική γωνία, υπάρχει το σχήμα στο οποίο όλοι εμείς οι υπόλοιποι δουλεύουμε για τους ηθοποιούς, που στο τέλος της ημέρας είναι αυτοί που εκτείθενται πάνω στη σκηνή.
– Η προοπτική συνεργασίας μ’ έναν ηθοποιό σού γεννά εικόνες για να δημιουργήσεις; Ειδικά στο επίπεδο του κοστούμιου, ναι. Το πρώτο πράγμα που ζητάω είναι να μάθω τον θίασο. Αν δεν γνωρίζω κάποιον, τον ψάχνω. Μ’ ενδιαφέρει η προσωπικότητα του ηθοποιού κι όχι μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Βλέπω το σώμα, τη φάτσα, το ύφος, τα χρώματά του, ακόμη και τον τρόπο που στέκεται και κινείται. Όλα αυτά τροφοδοτούν την ενδυματολογική εργασία. Δεν γίνεται να σχεδιάσω ένα κοστούμι χωρίς να ξέρω ποιος θα το φορέσει.

– Η εικόνα μιας άδειας σκηνής που περιμένει να τη σκηνογραφήσεις σε τρομάζει ή σε ιντριγκάρει; Ούτε με τρομάζει, ούτε με ιντριγκάρει. Με τροφοδοτεί. Είναι ένα από τα στοιχεία που θα με οδηγήσουν στην πρόταση. Το κέλυφος που θα δεχτεί τη δράση και την εξεικόνιση.
– Η διαδικασία βασίζεται περισσότερο στο ένστικτο ή στη γνώση; Είναι ένστικτο και γνώση, αλλά είναι και βίωμα. Έναν θεατρικό χώρο δεν μπορείς να τον κατανοήσεις αν δεν βρεθείς μέσα σ’ αυτόν. Δεν περιγράφεται. Ούτε σχεδιάζεται, ακόμη κι αν γνωρίζεις λεπτομερώς τις διαστάσεις. Πρέπει να το βιώσεις, να σταθείς σε διάφορα σημεία της σκηνής ή της πλατείας, για ν’ αποκτήσεις αίσθηση του χώρου. Και δεν το βιώνεις μόνο με την όραση, αλλά με όλες τις αισθήσεις. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Η κεντρική σκηνή του ΘΟΚ έχει μια ωραία αίσθηση όταν κάθεσαι στην πλατεία. Με τον ξύλινο θόλο και τους εξώστες τριγύρω μοιάζει σαν φωλιά, σαν αγκαλιά. Η σχέση με τη σκηνή όμως δεν είναι η καλύτερη. Το οπτικό πεδίο είναι περίπου στο ίδιο ύψος με το δρώμενο, οπότε δεν βλέπεις προοπτικά τη σκηνή, γιατί δεν διακρίνεις επαρκώς το δάπεδο κι έτσι χάνεις την αίσθηση του βάθους. Αν στέκεται ένας ηθοποιός στα δύο μέτρα κι ένας άλλος στα τέσσερα, δεν το καταλαβαίνεις εύκολα. Ο σκηνογράφος, λοιπόν, οφείλει να κάνει κάποια «κόλπα» για να το βελτιώσει αυτό.
– Από ποιες εικόνες και ερεθίσματα πηγάζει η πνοή των έργων σου; Έχεις κάποιο συννεφάκι στο μυαλό απ’ όπου αντλείς εικόνες και ιδέες; Ο βασικός τρόπος δουλειάς μου είναι οι αναφορές. Δεν είναι πρωτότυπο, το κάνουν οι περισσότεροι σκηνογράφοι. Εικονογραφική τεκμηρίωση, έρευνα σε σχέση με το κείμενο και το σύμπαν του έργου. Δουλεύω πολύ πάνω σ’ αυτό το κομμάτι. Έχω εμμονή με τις αναφορές. Πάντα μου αρέσει, είτε συγκεκαλυμμένα είτε φανερά, να τις χρησιμοποιώ γιατί θεωρώ ότι ζητούμενο είναι η επικοινωνία με το κοινό. Δηλαδή, ο θεατής πρέπει να λαμβάνει το μήνυμα και συναισθηματικά και νοητικά, να επικοινωνεί με όλους τους τρόπους μ’ αυτό που έχω σχεδιάσει. Έτσι, καταφεύγω σε στοιχεία που είναι με κάποιον τρόπο αναγνωρίσιμα. Από εκεί και πέρα, υπάρχει κι ένα προσωπικό κομμάτι, ένας δικός μου χώρος έμπνευσης που έχει να κάνει με τις εμπειρίες μου, όσα παρατηρώ στον κόσμο γύρω μου. Αντλώ από δικές μου εικόνες αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που έρχεται σαν συγκολλητική ουσία να ενώσει όλη αυτή τη δουλειά με τις αναφορές και την τεκμηρίωση.
– Θεωρείς ότι είναι κομπλιμέντο για έναν σκηνογράφο να έρθει κάποιος και να του πει ότι αναγνώρισε το σκηνικό του; Μου το έχουν πει. Δεν το συνειδητοποιούσα και μου φάνηκε περίεργο. Είναι λογικό, όμως, ένας δημιουργός με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να βάζει τη σφραγίδα του. Να έχει ένα προσωπικό στίγμα, τέλος πάντων. Είναι κομπλιμέντο, επειδή υπό μία έννοια αυτό δείχνει ωριμότητα και συνέπεια. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν το κάνεις ηθελημένα και με βάση κάποια συνταγή ή μανιέρα. Να μην καταντήσει, δηλαδή, κάτι στεγνό και ακλόνητο. Να μοιάζει φυσικό, να προκύπτει μέσα από τη δουλειά. Οπότε, μ’ ενδιαφέρει το πώς το εννοεί κάποιος αυτό. Το σίγουρο είναι ότι το σκηνικό δεν πρέπει να επιβάλλεται στην παράσταση.
– Ποιους σκηνογράφους είχες ως πρότυπα; Ήταν η μητέρα σου μια από αυτούς; Η μητέρα μου αποτέλεσε σίγουρα ένα πρότυπο. Είναι η μητέρα μου. Υπάρχει μια σύνδεση συναισθηματική και μυητική, άλλωστε εκείνη με εισήγαγε στο θέατρο. Θαυμάζω το έργο της, για πολλά χρόνια ήταν και καλλιτεχνικό μου πρότυπο. Από εκεί και πέρα, τεράστια μεγέθη στα μάτια μου ήταν σκηνογράφοι όπως ο Διονύσης Φωτόπουλος, o Γιώργος Ζιάκας και ο Γιώργος Πάτσας. Περισσότερο από τον Φωτόπουλο πήρα την προτίμησή μου για τη συσσώρευση, με τις πολλές ματιέρες και το πλήθος της πληροφορίας. Η συσσώρευση με αγγίζει και μέσα σ’ αυτή λειτουργώ καλύτερα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ψάχνω και την αφαίρεση. Όμως, δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω ένα σκηνικό μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο. Ακόμη και με αφαίρεση. Αν λ.χ. έπρεπε να εστιάσω στο άσπρο, θα πήγαινα σε μια πληθώρα αποχρώσεων, θα ήταν 10 διαφορετικά χρώματα κοντά στο άσπρο.

– Και στον κινηματογράφο έτσι λειτουργείς; Ναι. Το έκανα και με τον Ηλία Δημητρίου στο «Fish n’ Chips», όπως και τώρα με την Ασημίνα Προέδρου στο «Πίσω από τις θημωνιές». Δημιουργώ χώρους ζωής, οι οποίοι κατά κανόνα έχουν μια συσσώρευση. Σπανίως είναι άδειοι. Η συσσώρευση είναι χαρακτηριστικό της ζωής. Όσο ζούμε σ’ έναν χώρο τόσο συσσωρεύουμε πράγματα: αντικείμενα, φαγητό, δαχτυλιές, βρομιά. Στις «Θυμωνιές» ήμουν ευτυχής που πρωταρχικό στοιχείο της σκηνογραφίας ήταν η βρομιά, η κυριολεκτική με τη φθορά από τη φτώχια και την παλαιότητα, αλλά και η μεταφορική στην εικόνα. Έτσι, συσσωρεύσαμε στοιχεία ζωής και διαφορετικών εποχών στον ίδιο χώρο.
– Έχεις προτίμηση σε κάποιο συγκεκριμένο είδος θεάτρου; Σε αντίθεση με τα νιάτα μου, τα τελευταία χρόνια προτιμώ το θέατρο που μιλά για το εδώ και το τώρα. Έτσι, είμαι υπέρ των «πειραγμένων» κειμένων. Δηλαδή, αν δεν στραφείς σ’ ένα σύγχρονο κείμενο και θέλεις να δουλέψεις μ’ ένα κλασικό θεωρώ ότι θα πρέπει να το πειράξεις. Ζούμε σε κρίσιμες εποχές που συμβαίνουν πολλά, βρισκόμαστε στο χείλος της αβεβαιότητας, άρα το θέατρο οφείλει να γίνει πιο αιχμηρό. Δεν μου φτάνει πια να βλέπω μια παράσταση αρχαίου δράματος ως μια ακόμη πρόταση ενός σκηνοθέτη. Πρέπει σαφώς να έχει κάτι να μας πει. Τάσσομαι 100% υπέρ του στρατευμένου, ακτιβίστικου θεάτρου, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε κάτι στεγνό και μονολιθικό. Και μια κωμωδία μπορεί να είναι στρατευμένη.
* Η παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη παρουσιάζεται από 18/2 στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών, στη Θεσσαλονίκη.
** Η τελετή απονομής των Βραβείων Θεάτρου ΘΟΚ θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί.
Ελεύθερα, 19.2.2023