Ο Αιμίλιος Χαραλαμπίδης επισημαίνει ότι χωρίς συγκινήσεις είμαστε λιγότερο άνθρωποι.

Πήγε στη Βιέννη για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, αλλά κάποια στιγμή εστίασε στο θέατρο, που άλλωστε είναι μια κατεξοχήν πολιτική πρακτική. Ο σπόρος είχε μπει πολύ νωρίτερα, όταν ως μαθητής παρακολουθούσε ανελλιπώς παραστάσεις τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Κάποιες από τις ηθοποιούς που ο Αιμίλιος Χαραλαμπίδης κοίταζε τότε εκστασιασμένος, τώρα τις σκηνοθετεί στην παραγωγή του Σατιρικού Θεάτρου με το κλασικό έργο του Ρόμπερτ Χάρλινγκ «Ανθισμένες Μανόλιες». Εκεί όπου διασταυρώνει το βήμα του με συνοδοιπόρους διαφορετικών θεατρικών γενεών. Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Αννίτα Σαντοριναίου, Πόπη Αβραάμ, Σοφία Καλλή, Μυρσίνη Χριστοδούλου και Παμπίνα Γεωργίου ενσαρκώνουν έξι γυναίκες που συναντιούνται τακτικά σ’ ένα κομμωτήριο, όπου όμως ο καλλωπισμός είναι πρόφαση και ζητούμενο είναι ο καλλωπισμός της ψυχής.

– Πώς από τις σπουδές στην πολιτική επιστήμη βρέθηκες στα χωράφια του θεάτρου; Στα χωράφια του θεάτρου βρίσκονται οι ρίζες της πολιτικής επιστήμης. Το θέατρο είναι κατεξοχήν πολιτικό. Ο λόγος της ύπαρξής του είναι να αλληλεπιδρά μ’ αυτό που συμβαίνει σε μια κοινωνία. Είναι σχόλιο, είναι αντίδραση, είναι δοκιμή για επανάσταση. Τουλάχιστον στην καλύτερή του μορφή, έτσι πρέπει να είναι. Από την αρχή του. Το πιο αρχαίο πολιτικό έργο που έχουμε είναι οι Πέρσες του Αισχύλου. Όλο το αρχαίο δράμα, τραγωδίες και κωμωδίες, είναι πολιτικό. Έστω και στο ελάχιστο να καταφέρει να μετακινήσει το μυαλό του θεατή, αυτό είναι μια πράξη βαθιά πολιτική. Μια μέρα απευθύνθηκα στην καθηγήτριά μου Έβελιν Ντόιτς- Σράινερ και της εξέφρασα την πρόθεσή μου να ασχοληθώ με το πολιτικό θέατρο. «Δηλαδή;» μου απάντησε. Αφού όλο το θέατρο είναι πολιτικό. Ακόμη και το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Ήταν τότε που γνώρισα τη δουλειά του Τόμας Μπέρνχαρντ, τον μελέτησα, θαύμασα τη γραφή του. Ήταν ένας οδοδείκτης για μένα.

– Ο Μπρεχτ σύγκρινε το θέατρο με την πυγμαχία. Τον ενδιέφερε η αποστασιοποίηση και η κριτική ματιά. Θα έβλεπες το πολιτικό θέατρο υπό αυτό το πρίσμα; Πράγματι, ο Μπρεχτ έλπιζε το θέατρο να φτάσει να έχει τον ίδιο έντονο αντίκτυπο που έχουν τα σπορ. Τον ενδιέφερε να γίνει μια ανταλλαγή ευρείας έκτασης. Γι’ αυτό προσπάθησε ν’ αλλάξει όλη τη φόρμα του θεάτρου, ακόμη και τη διαρρύθμιση του κτηρίου και της σκηνής. Επηρεάστηκε από τις ιδέες του Έρβιν Πισκάτορ για το πολιτικό θέατρο και θεωρούσε ότι μια αφήγηση που ξεμπροστιάζει τα κακώς κείμενα είναι πιο χρήσιμη από την ταύτιση. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Για μένα η ταύτιση είναι το κλειδί.

– Θα έλεγες ότι όλες οι επιλογές έργων που έκανες έγιναν με γνώμονα την πολιτική διάσταση;  Σαφέστατα. Είχαν το στοιχείο του πολιτικού θεάτρου όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι εγώ. Από την πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησα, το «Μανώλη» του Γιώργου Νεοφύτου στα γερμανικά, το 1997, από τη «Βρομιά», την πρώτη μου απόπειρα στην Κύπρο με τον Λευτέρη Σαλωμίδη το 2008, μετά με το «Πιτσιμπούργκο» στο Υπόγειο του Σατιρικού, με τις «Αφηγήσεις Γυναικών», τον «’Υπερο», την «Κρίσιμη Κατάσταση», το «Πνεύμα», την «Πικρία Χώρα». Το υπόβαθρό μου δεν μου επιτρέπει να αντιμετωπίσω το θέατρο μόνο ως μια μορφή ψυχαγωγίας. Πρέπει να υπάρχει ένας ιστός, ένας σκελετός που να δικαιολογεί το γέλιο ή το κλάμα. Πρέπει να υπάρχει η κατάλληλη συνθήκη. Ακόμη κι ένα φαινομενικά ελαφρύ έργο έχει πολιτική καρδιά.

– Ξεκίνησες σκηνοθετώντας πιο αραιά. Τώρα δείχνεις να είσαι πιο ενεργός. Πού οφείλεται αυτό;      Άλλοτε το επιδιώκεις, άλλοτε συμβαίνει. Το πιο σημαντικό για μένα είναι να υπάρχει μια ισορροπία σ’ αυτά που κάνω και κυρίως να έχω την ευχέρεια και το πρόνομιο να επιλέγω. Δηλαδή, να μην κάνω πράγματα μόνο για να τα κάνω. Δεν βιοπορίζομαι από το θέατρο κι έτσι δεν νιώθω αυτή την πίεση. Έχω την πολυτέλεια να διαλέγω. Δεν μ’ ενδιαφέρει να είμαι επαγγελματίας σκηνοθέτης. Απλώς μου αρέσει να συναντώ ανθρώπους και να υλοποιούμε από κοινού μια φαντασίωση. Επίσης, μ΄ενδιαφέρει πολύ να δίνω βήμα σε κυπριακά έργα. Πιστεύω ότι πρέπει να ανεβαίνουν ακόμη συχνότερα έργα που μας αφορούν τόσο άμεσα.

– Ποια είναι η φαντασίωση στην προκειμένη περίπτωση, στις «Ανθισμένες Μανόλιες» του Χάρλινγκ; Το έργο αυτό ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ του χιούμορ και του δράματος, του κωμικού και του τραγικού. Εστιάζει σε γυναίκες που μ’ έναν γλυκόπικρο τρόπο πασχίζουν να επιβιώσουν την επόμενη μέρα. Μιλάμε για ένα έργο- ορόσημο της φεμινιστικής δραματουργίας. Είναι ένα σύγχρονο όσο και κλασικό κείμενο, αμερικάνικο. Μιλάμε για ένα άλλο είδος θεάτρου, με διαφορετική θεώρηση του κόσμου. Το «Πνεύμα» ήταν ένα τέτοιο. Μ’ αρέσουν τα αμερικάνικα εργα γιατί έχουν μια πολύ στρωτή δραματουργία. Ξέρουν οι Αμερικανοί να γράφουν θέατρο και να κάνουν ταινίες. Υπάρχει μεγάλη τριβή και παράδοση. Διαφέρει από το ευρωπαϊκό. Οι καταβολές τους οπωσδήποτε βρίσκονται στην ευρωπαϊκή δραματουργία, αλλά το έχουν αναπτύξει σε πιο ψυχαγωγικό επίπεδο.

– Πού οφείλεται και η προτίμησή σου στα «γυναικεία» έργα, με γυναίκες πρωταγωνίστριες; Αυτό ξεκίνησε με τις «Αφηγήσεις γυναικών». Με γοητεύουν οι γυναικείοι χαρακτήρες, με συναρπάζει η δύναμη της γυναίκας. Η φύση της. Η γυναίκα γεννάει, μεγαλώνει τα παιδιά, κρατάει και στηρίζει τον άνδρα. Δεν εξαρτάται από αυτόν, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η γυναίκα είναι φαινομενικά εύθραυστη, αλλά τελικά αποδεικνύεται η βάση και η ραχοκοκαλιά. Δουλεύοντας με τις «Αφηγήσεις Γυναικών» αντιλήφθηκα ότι είναι εκείνη που συγκρατεί τον ιστό της οικογένειας, της παράδοσης, της κοινωνίας. Αργότερα, όταν προέκυψε η «Πικρία Χώρα» με ιντρίγκαρε η προοπτική ενός διαλόγου μεταξύ της αείμνηστης Νίκης Μαραγκού και της Κωνσταντίας Σωτηρίου, σ’ ένα άλλο επίπεδο. Έτσι προέκυψε και μια πρόταση με πάνω- κάτω τον ίδιο θίασο. Το χαρακτηριστικό, όμως, με όλα αυτά τα έργα, όπως και τώρα με τις «Ανθισμένες Μανόλιες», είναι ότι ναι μεν οι άνδρες απουσιάζουν αλλά είναι συνεχώς «παρόντες». Κινούν τα νήματα, επηρεάζουν τις καταστάσεις. Είναι αυτό που θα λέγαμε «cherchez l’homme».

– Τι ενώνει αυτές τις έξι γυναίκες στις «Ανθισμένες Μανόλιες»; Καθεμία ζει μια ιστορία μοναξιάς και επιβίωσης. Ωστόσο, τα πάντα πηγάζουν από την αποτυχημένη ή προβληματική σχέση με το ανδρικό φύλο. Οι γυναίκες αυτές συναντιούνται σ’ ένα κομμωτήριο, ένα γυναικείο «άβατο» και τελικά συνθέτουν έναν σφιχτά δεμένο κύκλο. Σηκώνουν το φορτίο της μοναξιάς και προσπαθούν να το ξαλαφρώσουν σ’ έναν χώρο όπου μπορούν να προσφέρουν μια αγκαλιά η μια στην άλλη. Ο ορισμός της γυναικείας αλληλεγγύης. Ο καλλωπισμός είναι πρόφαση, το ζητούμενο είναι ο καλλωπισμός της ψυχής.

– Το έργο αυτό συνδέεται από πολλούς με την ομώνυμη ταινία του Χέρμπερτ Ρος του 1989, μ’ ένα αξέχαστο καστ: Σάλι Φιλντ, Ντόλι Πάρτον, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Ολυμπία Δουκάκη, Τζούλια Ρόμπερτς και Ντάριλ Χάνα. Μια ανάλογη «αφρόκρεμα» του κυπριακού θεάτρου έχεις κι εσύ στη διάθεσή σου. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό; Δέος, σεβασμό και αίσθημα ευθύνης. Είναι μεγάλη πρόκληση. Μου αρέσει το γεγονός ότι έχω στη διάθεσή μου τόσο ταλέντο σε τόσο διαφορετικές ηλικίες και σε γκάμα εμπειριών. Το σωστό καστ είναι η μισή επιτυχία μιας παράστασης κι εννοώ και ηλικιακά. 

– Τις κουλαντρίζεις; Έλα ντε! Δεν είναι και το πιο εύκολο να έχεις στην πρόβα αυτές τις μορφές να σε κοιτάζουν περιμένοντας οδηγίες. Είναι η ζωντανή ιστορία του κυπριακού θεάτρου. Με την Πόπη και τη Μυρσίνη έχουμε συνεργαστεί ξανά και γνωρίζω τον ρυθμό της καθεμιάς, τι περιμένουν από μένα κι εγώ από αυτές. Με τις υπόλοιπες είναι μια συνάντηση γνωριμίας. Με τη διαφορά ότι εγώ μεγάλωσα με θεατρικές προσλαμβάνουσες τις φιγούρες της Δέσποινας Μπεμπεδέλη και αργότερα της Αννίτας Σαντοριναίου. Έχουν εμποτίσει το οπτικό και καλλιτεχνικό μου αισθητήριο, έχουν εντυπωθεί βαθιά μέσα μου. Την κυρία Μπεμπεδέλη την είχα δει πρώτη φορά μικρό παιδί τη δεκαετία του ’70. Θυμάμαι παιδικές παραστάσεις που πηγαίναμε ως μαθητές με την Άλκηστη Παυλίδου, τον Σταύρο Λούρα, τον Ανδρέα Μούστρα, την Έλλη Κυριακίδου, την Ανδρούλα Ηρακλέους, τη Φλωρεντία Δημητρίου. Η πρώτη μου εικόνα είναι στο Θέατρο Ζήνα της Πάφου, πριν μετακομίσουμε στη Λευκωσία, όπου είδα το «Βαρελάκι με το μέλι» με τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη, τον Λούρα, τη Σορόκου. Μετά στην εφηβεία μου θυμάμαι τη Δέσποινα να παίζει τη μάνα στον «Ματωμένο Γάμο» που έκανε ο Εύης Γαβριηλίδης. Συγκλονιστική εμπειρία. Τις θυμάμαι σ’ ένα σωρό παραστάσεις. Είναι σημαντικές αυτές οι γυναίκες, γι’ αυτό που έκαναν και κάνουν. Το ίδιο ισχύει για την Πόπη και τη Σοφία.

– Το δέος μπροστά σε τέτοια μεγέθη δυσκολεύει τη διαδικασία των προβών; Η λέξη «ντίβα» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας. Όλες σκέφτονται το καλό της παράστασης. Στη διαδικασία των δοκιμών είχαμε πολλές συζητήσεις για να φέρουμε το αποτέλεσμα στα μέτρα μας. Δεν είναι του χαρακτηρα μου να επιβάλλω τη θέληση και την άποψή μου. Δεν είμαι στον χώρο για να κάνω τον μπαμπούλα. Ο σκηνοθέτης είναι και ισορροπιστής, συντονιστής, ένας διαλλακτικός συνομιλητής που ακούει, βλέπει, ζυγίζει και προτείνει. Εγώ έτσι έμαθα να δουλεύω. Πάντα στις δουλειές που κάνω έχω σαφώς άποψη και όραμα, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν έχουν λόγο οι υπόλοιποι. Τους ακούω όλους. Έτσι κι αλλιώς η διαδικασία μελέτης και κατανόησης ενός ρόλου δεν είναι μοναχική. Είναι ζήτημα ομαδικότητας, ανάγνωσης, ανάλυσης, συζήτησης.

– Πώς αποκαλύπτεται η πολιτική καρδιά του έργου; Μέσα από μια ομαλή και περίτεχνη διεργασία, που δείχνει πώς αυτές οι πονεμένες γυναίκες μετατρέπονται από ανθισμένες σε ατσαλένιες μανόλιες, τη στιγμή που οι άνδρες δειλιάζουν, απομακρύνονται ή απλά λείπουν. Ο κύκλος των γυναικών προσπαθεί να θεραπεύσει κάθε δύσκολη κατάσταση. Η ισχύς εν τη ενώσει. Μια άλλη πτυχή του έργου είναι αυτή της μοναξιάς. Γυναίκες μόνες, προσπαθούν να βρουν συντροφιά μαζί μ’ ένα νόημα στη ζωή τους. Σε κάθε σκηνή, το δράμα εξελίσσεται ραγδαία μέσα από το δίπολο του κωμικού και του τραγικού. Με μια σφιχτοδεμένη δραματουργία που κινείται συνεχώς προς τα μπρος, παρακολουθούμε τις ιστορίες των γυναικών αυτών να εξελίσσονται. Καμία δεν μένει στάσιμη.

– Τι είναι αυτό που έχει ανάγκη το κοινό από μια παράσταση; Τη συγκίνηση. Για μένα αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ταύτισης. Ο θεατής παίρνει μαζί του φεύγοντας ένα κομμάτι δικό του, κάτι που εντόπισε σ’ έναν κοινό συναισθηματικό χώρο.

– Η συγκίνηση τι μας προσφέρει; Μάς θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Χωρίς συγκινήσεις είμαστε λιγότερο άνθρωποι. Είμαστε περιφερόμενα κελύφη. Το θέατρο είναι ένας τρόπος να επεξεργαζόμαστε συγκινήσεις. 

– Δεν μας φτάνουν οι συγκινήσεις που έχουμε στην καθημερινότητα; Όχι. Ελπίζουμε η καθημερινότητα να μη μας επιβαρύνει συχνά με γεγονότα για τα οποία χρειάζεται να συγκινηθούμε ή να λυπηθούμε. Χρειαζόμαστε περισσότερο γέλιο, χτυποκάρδι και έξαψη, κάτι που δεν βρίσκουμε. Η καθημερινότητα, όταν δεν είναι λυπηρή, είναι ψυχρή, αλλοτριωμένη και διεκπεραιωτική.

– Δεν είναι ψεύτικες αυτές οι θεατρικές συγκινήσεις; Όχι, καθόλου. Το θέατρο είναι πιο αληθινό από τη ζωή. Η αντιστοιχία γίνεται σε εγκεφαλικό επίπεδο. Η αναπαράσταση της αλήθειας γίνεται με τέτοιο τρόπο που διεγείρει. Ο άνθρωπος το έχει ανάγκη αυτό από τα βάθη της ιστορίας του. Γι’ αυτό επιμένω στην ταύτιση και στον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας. Είναι μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, με μέγεθος, ηδυσμένο λόγο, δράση, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Η διαδικασία της παρακολούθησης ευνοεί μια ταύτιση με το δρώμενο. Η συγκίνηση είναι εργαλείο για τη μέθεξη, την έκσταση. Κι όταν θυμόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι έρχεται και η κάθαρση. Αυτό επιτυγχάνεται με την ασφάλεια που σου προσφέρει το γεγονός ότι το πάθημα δεν είναι δικό σου, αλλά του ήρωα. Διότι αν ήταν δικό σου, δεν θα μπορούσες να δράσεις και να το κατανοήσεις με καθαρό μυαλό. Αυτή η απόσταση είναι απαραίτητη. Στις ταινίες, τις παραστάσεις, τις τηλεοπτικές σειρές, ακόμη και στα διαφημιστικά σποτς ταυτιζόμαστε με τον πρωταγωνιστή, ακόμη κι αν είναι κακός. Ο θεατής του αρχαίου και του σύγχρονου δράματος μπαίνει στη διαδικασία να ταυτιστεί με ασφάλεια μ’ αυτό που βλέπει για να νιώσει έλεος και φόβο, ώστε να φτάσει στην εξιλέωση. Δοκιμάζει, σαν από μπουφέ, τις ψυχικές διακυμάνσεις του πρωταγωνιστή και μετά απολαμβάνει τη γαλήνη, τη σιωπή.  

– Το κοινό νιώθεις ότι το γνωρίζεις; Είναι δύσκολη ερώτηση αυτή. Το κοινό είναι σημαντικό. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει θέατρο. Άρα, το σέβεσαι και το λαμβάνεις υπόψη. Στις δοκιμές, πάντως, κάνουμε πρόβες μόνοι μας κι εκεί είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την ανίδραση του κοινού. Λειτουργείς εμπειρικά.  

– Αν ήξερες τι ακριβώς θέλει το κοινό θα επιζητούσες να το πετύχεις; Δεν φλερτάρω με το κοινό και δεν μπορώ να ξέρω. Δεν είναι αυτοσκοπός, γιατί την ώρα της πρόβας ξεχνάς ότι δουλεύεις για τον θεατή. Μπορώ μόνο να υπολογίσω τις αντιδράσεις. Κατά κανόνα, βρίσκομαι προ εκπλήξεως από παράσταση σε παράσταση βλέποντας κάθε φορά το κοινό ν’ αντιδρά διαφορετικά στα ίδια σημεία. Πάντως, στόχος μας είναι να πούμε κάτι με τρόπο που να είναι εύκολα αντιληπτός. Η παράσταση, από βραδιά σε βραδιά αλλάζει. Επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση με το κοινό. Είναι μέρος της μαγείας του θεάτρου.

– Έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να «σκηνοθετεί» με κάποιον τρόπο φίλους, γνωστούς ή τους φοιτητές σου; Σκηνοθετείς τον εαυτό σου και σκηνογραφείς τον χώρο σου. Ναι, η παράδοση στους φοιτητές είναι μια μορφή παράστασης. Όπως και η οργάνωση της ύλης, η αξιολόγησή τους. Έχει κι αυτή τις συγκινήσεις της. Χρησιμοποιώ το θέατρο στην καθημερινότητά μου, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ωστόσο, επαναλαμβάνω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη. Είμαι απλώς κάποιος που ενδιαφέρεται για το θέατρο.

– Το αντιμετωπίζεις ως δική σου ανάγκη ή ως αποστολή; Σαν δική μου ανάγκη. Δεν θέλω να καλύψω κανένα κενό, ούτε να αναλάβω κάποια αποστολή. Έτσι κι αλλιώς, αυτή η αποστολή είναι αδύνατη. Mission impossible. Δεν είμαι ακτιβιστής. Αγαπώ τη θεατρική δημιουργία, είναι μια προσωπική μου ανάγκη. Στην πορεία και την προσπάθεια να την ικανοποιήσω, προκύπτει κάποια σχέση, κάποια επίδραση στην κοινωνία που ζω. Αυτό είναι όλο.

INFO «Ανθισμένες Μανόλιες». Λευκωσία, Πάνω Σκηνή Σατιρικού Θεάτρου. Πρεμιέρα: 10/3 8.30μ.μ. Κάθε Τετάρτη, Σάββατο 8.30μ.μ. & Κυριακή 6.30μ.μ. μέχρι 2/4, 22312040 16/3 Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο

Ελεύθερα, 5.3.2023