Εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 3 Απριλίου στις 7μ.μ. στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά η έκθεση με τίτλο «Αμμόχωστος – Πειραιάς: Διαδρομές Επί Σκοπού».
Ο Δήμος Πειραιά και ο Δήμος Αμμοχώστου στο πλαίσιο αδερφοποίησης τους, παρουσιάζουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό 25 έργα της Δημοτικής Πινακοθήκης Αμμοχώστου, τα οποία για 45 χρόνια οι Κύπριοι τα θεωρούσαν χαμένα, αφού εγκαταλείφθηκαν στην Αμμόχωστο το 1974 με τη εισβολή.
Η έκθεση διοργανώνεται από το Υφυπουργείο Πολιτισμού Κύπρου και τον Δήμο Πειραιά και τελεί υπό την αιγίδα της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη. Η έκθεση θα διαρκέσει έως την Κυριακή 21 Μαΐου.
Τα συνολικά 219 έργα παραδόθηκαν τον Σεπτέμβρη του 2019 στα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία διαμεσολάβησαν για την ολοκλήρωση της επιστροφής τους και από τον Ιανουάριο του 2023 φιλοξενούνται προσωρινά στο Δημοτικό Μουσείο «Θάλασσα» στην Αγία Νάπα.

Η έκθεση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τον σύγχρονο πολιτισμό όχι μόνο για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία των έργων, αλλά και γιατί είναι από τις ελάχιστες φορές που παραδίδονται πολιτιστικά αγαθά που θεωρούνταν χαμένα λόγω εχθροπραξιών, στη κοινότητα που ανήκουν.
Στα εγκαίνια παρέστησαν τόσο ο Υφυπουργός Πολιτισμού Μιχάλης Χατζηγιάννης, στην πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, όσο και ο προκάτοχός του Γιάννης Τουμαζής, επιμελητής της έκθεσης «Ξαναγέννηση» στη ΣΠΕΛ με τα 219 έργα, ο οποίος ξενάγησε το κοινό στην έκθεση.
Ο Δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Μώραλης, στον χαιρετισμό του χαρακτήρισε την έκθεση «ορόσημο» για την πόλη του Πειραιά, επισημαίνοντας πως αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη ότι οι αδελφοποιήσεις μεταξύ πόλεων μπορούν να είναι ουσιαστικές. Στη συνέχεια σημείωσε πως σκοπός αυτής της έκθεσης, είναι να επικοινωνηθεί το ζήτημα της κατεχόμενης Αμμοχώστου σε ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό στην Ελλάδα.
«Οι επισκέπτες θα βλέπουν αυτά τα έργα και θα θυμούνται ή και κάποιοι ίσως μάθουν για πρώτη φορά, ότι υπάρχει μια πόλη στην Κύπρο, ερημωμένη, μισοκατεστραμμένη και νεκρή σχεδόν 50 χρόνια. Επισκέφθηκα πέρυσι την Αμμόχωστο και πραγματικά η εικόνα της έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου. Είναι μία πόλη φάντασμα για την οποία δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα παγκοσμίως. Μια πόλη, η οποία πριν από την εισβολή έμοιαζε αρκετά με τον Πειραιά. Το λιμάνι της ήταν το μεγαλύτερο του νησιού και στον τομέα της διακίνησης εμπορευμάτων και από άποψη επιβατών. Η Αμμόχωστος ήταν κέντρο πολιτισμού και αθλητισμού και επιπλέον είναι μια πόλη με πανάρχαια ιστορία, όπως ο Πειραιάς. Από την άλλη, ανεξάρτητα από την παράνομη κατοχή της Αμμοχώστου και παρά το θλιβερό καθεστώς που παραμένει εκεί, ο Δήμος Αμμοχώστου είναι ζωντανός και ενεργός».
Ο Γ. Μώραλης κάλεσε τους Πειραιώτες κι όχι μόνο, να επισκεφθούν τη σημαντική αυτή έκθεση και κλείνοντας ανέφερε πως με τον Δήμο Αμμοχώστου υπάρχει πεδίο συνεργασίας για την από κοινού ανάληψη κι άλλων πρωτοβουλιών, ενισχύοντας τις σχέσεις των δύο πόλεων.
Ο Δήμαρχος Αμμοχώστου Σίμος Ιωάννου δήλωσε ότι τα εγκαίνια της έκθεσης αποτελεί ένα σημαντικότατο πολιτιστικό γεγονός «που στέλνει ένα ανανεωμένο μήνυμα δυναμισμού και υπόσχεσης πως ουδέποτε ξεχνούμε και αέναα αγωνιζόμαστε για να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη της Αμμοχώστου».
Στα πλαίσια της διαφώτισης για το θέμα της Αμμοχώστου και ολόκληρης της Κύπρου μέρος των πινάκων θα περιοδεύει. Πρώτος σταθμός, ο Πειραιάς.
Η Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος Πολιτισμού Ειρήνη Νταϊφά στον χαιρετισμό της ανέφερε ότι τα συγκεκριμένα 25 έργα της Δημοτικής Πινακοθήκης Αμμοχώστου, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό εκτός Κύπρου, περιλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων, που μετά την εισβολή του 1974 θεωρούνταν χαμένα.
Η Διευθύντρια Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά Ευαγγελία Μπαφούνη, στον χαιρετισμό της επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι ο σχεδιασμός της φιλοξενίας αυτών των έργων, προσωρινά, στο Μουσείο της Θάλασσας, στην Αγία Νάπα, έως ότου επιστρέψουν στην πραγματική τους στέγη στη Αμμόχωστο, αποτέλεσε για το Δήμο Πειραιά μια πρόκληση για πολλούς λόγους.
«Εν πρώτοις η καλλιτεχνική αξία των έργων υπαγόρευε την έκθεσή τους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, εκτός Κύπρου. Παράλληλα όμως παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος ανάκτησης τους, ύστερα από μια υποδειγματική συνεργασία μεταξύ των μελών της Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό που είχε συγκροτηθεί από εκπροσώπους τόσο της Ελληνοκυπριακής όσο και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού. Συνεργασία, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μάθημα προσέγγισης μεταξύ κοινοτήτων που τις χώρισαν εχθροπραξίες, σε σχολές διπλωματίας. Και τέλος το μεγάλο δίδαγμα ότι η πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού είναι αναπαλλοτρίωτη και ανήκει σε αυτόν που τη δημιούργησε».