Ο ραγδαία ανερχόμενος σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής επισημαίνει ότι η ίδια η εμπειρία της ζωής είναι από μόνη της ένα δώρο.
Ο ΘΟΚ συστήνει στο κυπριακό θεατρικό κοινό έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της νέας γενιάς στην Ελλάδα, φιλοξενώντας για μια μόνο παράσταση την πολυσυζητημένη παραγωγή με «Το όνειρο ενός γελοίου» του Ντοστογιέφσκι. Ο Γιώργος Κουτλής, πάντως, πρέπει να έχει συνηθίσει πια σε «πολυζητημένες» παραγωγές. Από τον καιρό που επέστρεψε από τις σπουδές του στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας- GITIS έγινε «talk of the town» στην Αθήνα, με κύριο σημείο αναφοράς και εφαλτήριο τους «Παίκτες» του Γκόγκολ. Ενδεικτικό σταθμό της καλλιτεχνικής του «εκτόξευσης» μεταπανδημικά αποτελεί και η ανάθεση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου για την περίοδο 2022-23. Για τον ίδιο, το ζητούμενο είναι μια συμμετοχική εμπειρία θέασης που θα απολάμβανε και ως θεατής.
– Το κείμενο θεωρείται από τα πιο φωτεινά του Ντοστογέφσκι. Αυτό αντικατοπτρίζει και μια δική σου διάθεση πιο φωτεινή, κόντρα στο σκοτάδι που μάς πνίγει; Το έργο συμπυκνώνει όλη του τη φιλοσοφία για τη ζωή. Ξεκινά μ’ έναν άνθρωπο που είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει και τον οδηγεί να ξαναβρεί το νόημα του να ζεις. Μέσα από αυτό το πέρασμα, αυτή την πορεία, ο αναγνώστης -όπως κι ο θεατής- μπαίνει στη διαδικασία να συνειδητοποιήσει πόσο μοναδικό και ανεκτίμητο είναι αυτό το δώρο. Το μήνυμα της παράστασης είναι ότι όσο κι αν όλα μοιάζουν μάταια, η ίδια η εμπειρία του βίου από μόνη της είναι πηγή ευτυχίας, ένα αγαθό που καλό είναι όλοι να εκτιμούμε και να απολαμβάνουμε για όσο διαρκέσει.
– Μοιάζουν ή είναι όλα όλα μάταια, κατά τη δική σου θεώρηση; Όλοι πεθαίνουμε. Υπάρχει το αυταπόδεικτο του θανάτου. Συνεπώς, όλοι μας κάποια στιγμή «τρακάρουμε» με τη ματαιότητα. Εξαρτάται, από ποια σκοπιά θα το δεις. Πρακτικά, δεν υπάρχει κάποιο νόημα, κάποιος σκοπός πέρα από τον αυτοσκοπό της επιβίωσης και της μεταφοράς της αγάπης. Είναι μια οπτική γωνιά που κάνει τη ζωή πιο υποφερτή.
– Από τη ματαιότητα, αυτό το υπαρξιακό κενό που προκύπτει, πηγάζει και η γελοιότητα; Ναι. Όταν συνειδητοποιείς ότι όλα είναι μάταια, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να τα παίρνεις και πολύ σοβαρά, ότι πρέπει να αντιμετωπίσεις τη ζωή με μια ανεμελιά για να μπορέσεις να την ευχαριστηθείς.
– Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη την υπέρβαση, την ουτοπία, το άπιαστο; Ναι, είναι βοηθητικό μερικές φορές. Έχουμε ανάγκη το άπιαστο για να μπορούμε να τείνουμε προς αυτό. Η διαδικασία προσέγγισης μιας ουτοπίας συχνά προσφέρει νόημα στη ζωή.
– Αυτό ήταν που σε ώθησε εν τέλει σ’ αυτό το κείμενο; Μετά τον κορωνοϊό προέκυψε η προσωπική ανάγκη για ένα έργο που να δοξάζει τη ζωή. Με τόσο θάνατο και φόβο που είδαμε γύρω μας ήθελα να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο. Κάθε φορά που το διάβαζα και το επεξεργαζόμουν ένιωθα πιο χαρούμενος, πιο ελαφρύς, με μεγαλύτερη όρεξη για ζωή. Το είχα ανάγκη και νομίζω ότι συνάντησε και μια ανάλογη ανάγκη του κοινού.
– Συνήθως οι μονόλογοι είναι κουραστικοί για το κοινό. Ποιο είναι το «τρικ» για να κάνεις το δρώμενο πιο ελκυστικό; Στους μονολόγους το πρώτο που σκέφτεσαι είναι πώς θα διατηρήσεις πρακτικά το ενδιαφέρον του θεατή, από ένα σημείο και μετά, ώστε να μην κουράζεται να βλέπει τον ίδιο άνθρωπο να μιλάει. Υπάρχουν τρόποι να το πετύχεις, ώστε στο τέλος να θέλει κι άλλο. Είναι ένα έργο που περιγράφει μια ιστορία φαντασίας. Ο ήρωας ταξιδεύει σε άλλους πλανήτες, συναντιέται με πολιτισμούς. Δεν είναι ένα απλό, ρεαλιστικό έργο. Η χρήση μουσικής, χορωδίας και βίντεο αρτ συμβάλλουν σε μια φαντασμαγορική εμπειρία. Είναι σαν να πέφτεις μέσα σ’ ένα όνειρο.
– Ποιες θεματικές γενικότερα σε κινητοποιούν; Κάθε έργο είναι ένα διαφορετικό ταξίδι. Τα τελευταία έργα περιστρέφονται γύρω από τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβιώσει σ’ ένα παράλογο σύμπαν. Αλλά είναι κάθε φορά διαφορετικό. Είμαστε πολυδιάστατα όντα. Πορεύομαι, συναντώ ένα έργο που κάτι ξεκλειδώνει και το επιλέγω.
– Η επιλογή ενός έργου έχει συγκεκριμένα κριτήρια; Ένας καθηγητής μου έλεγε «τα έργα με επιλέγουν, δεν τα επιλέγω εγώ». Μου φαίνεται σωστή αυτή η φράση, γιατί όντως είναι κάπως σαν να πέφτεις πάνω σ’ ένα έργο και να σε διαλέγει αυτό. Δικό μου κριτήριο είναι εκείνη τη στιγμή που το διαβάζω η φαντασία μου ν’ αρχίσει να γεννάει ασταμάτητα, να το διαβάζω και να μη βαριέμαι, να νιώθω κάποιες δονήσεις. Και μετά σιγά- σιγά προσπαθώ να μεταβολίσω αυτή την εμπειρία, να τη μετουσιώσω σε σκηνική γλώσσα για να επικοινωνήσω αυτό το αίσθημα στο κοινό με όλα τα διαθέσιμα μέσα του θεάτρου. Και η εμπειρία της θέασης πρέπει να είναι συμμετοχική. Να είναι εμπειρία για τον θεατή κι όχι απλή παρακολούθηση.
– Έχει αλλάξει ο ρόλος και ο προσανατολισμός του καλλιτέχνη στην εποχή μας; Δεν νομίζω. Έχει πάντα την ίδια θέση και εξελίσσεται καθώς εξελίσσεται η κοινωνία. Κάποιοι άνθρωποι εκφράζονται μέσα από το δικό τους μετερίζι για να μπορούν να εξάπτουν την περιέργεια των θεατών, ώστε αυτοί να ξεβολεύονται αλλά και να ξεσκάνε.
– Γιατί ένας άνθρωπος ακολουθεί τον δρόμο της τέχνης; Είναι η αίσθηση κάποιου χρέους; Δεν είναι δρόμος, ούτε χρέος. Είναι ανάγκη. Ανάγκη να εκφραστείς, να δημιουργήσεις. Ξεκινά από ένα παιχνίδι, όπως όταν παίζαμε μικροί. Είναι η ίδια αίσθηση. Απλώς τυγχάνει κάποια στιγμή να συναντάς μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα και να συνδυάζεις τα υψηλά νοήματα με το παιχνίδι. Κι αυτό είναι εθιστικό. Απο εκεί και πέρα, όταν έρχεται ο κόσμος, διαπιστώνεις ότι ξαφνικά, μέσα από μια δημιουργική διαδικασία, αρχίζεις και επικοινωνείς με τους άλλους ανθρώπους πράγματα που νιώθεις και σκέφτεσαι. Δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο στον κόσμο.
– Πέρα από την ανάγκη, είναι και μια ευθύνη; Έχεις δημόσιο βήμα κι αυτό συνεπάγεται και ευθύνη για το τι αναπαράγεις, τι επικοινωνείς και δημιουργείς. Καθένας έχει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί και θα τον κρίνει η κοινωνία και η πιάτσα. Εφόσον, όμως, υπάρχει κοινό για κάτι, είτε αυτό μου αρέσει είτε όχι, σημαίνει ότι η κοινωνία για κάποιους λόγους το χρειάζεται. Η ουσία είναι να κοιμάσαι καλά το βράδυ.
– Δεν θεωρείς ότι η τέχνη είναι τόσο σημαντική όσο παρουσιάζεται; Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική. Είναι δείγμα πολιτισμού. Το επίπεδο της τέχνης που παράγει μια χώρα μαρτυρά και το επίπεδο πολιτισμού της χώρας αυτής. Είναι δείγμα της εξέλιξης του ανθρώπου. Τη θεωρώ εξίσου σημαντική με την παιδεία.
– Η θητεία σου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού ολοκληρώνεται. Ποιο ήταν εξαρχής το όραμα και σε ποιον βαθμό έχει επιτευχθεί; Φέτος, λόγω των κινητοποιήσεων, πάγωσε για μεγάλο διάστημα ο προγραμματισμός. Παρόλα αυτά, έγιναν αρκετές κινήσεις, δράσεις και παραστάσεις που πήγαν καλά. Αυτή τη στιγμή τρέχει το «Goodbye, Lindita» που έχει προκαλέσει μεγάλη αίσθηση, είναι sold out, απασχόλησε μέχρι και τον Guardian. Είναι η πρώτη μεγάλη παράσταση ενός 24χρονου Αλβανού, του Μάριο Μπανούσι, για την οποία είμαστε περήφανοι. Η σκέψη ήταν να δώσουμε χώρο και ευκαιρίες σε νέα παιδιά που δεν τα ξέρει ο κόσμος, ν’ αναρωτηθουμε γύρω από το τι είναι η πρώτη ύλη του θεάτρου, τι είναι αυτό που ωθεί τους καλλιτέχνες να παράξουν θεατρική πράξη. Αποφασίστηκε –ορθά κατά τη γνώμη μου- να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που μοιάζει με το σκάουτινγκ στον αθλητισμό, ένα πεδίο όπου θα εκκολαφθούν και θ΄ανακαλυφθούν νέα ταλέντα.
– Ποια εξήγηση δίνεις για τη σπάνια επιτυχία της παράστασης των «Παιχτών» του Γκόγκολ, που ουσιαστικά ήταν εφαλτήριο για τη μετέπειτα πορεία σου; Συναντήθηκε η κοινή ανάγκη μιας παρέας φίλων για μια πρόταση εξωστρεφή, επικοινωνιακή, με γέλιο και μουσική, που να γιορτάζει το ζωντανό θέαμα. Αυτό φαίνεται ότι συναντήθηκε χωροχρονικά με την ανάγκη του κοινού για τέτοιου είδους θεάματα, μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού. Έπαιξε ρόλο, δηλαδή, η συγκυρία. Από τη δουλειά που ρίξαμε όλοι, από τη δοτικότητα, προέκυψε μια παράσταση που δημιούργησε έναν κραδασμό.
– Και πού αποδίδεις την καλλιτεχνική σου «εκτόξευση» τα τελευταία χρόνια με συνεχείς παραγωγές; Άλλοι θα το κρίνουν αυτό. Υποθέτω ότι επικοινωνείται κάτι, μια θεατρική γλώσσα που βρίσκει ανταπόκριση σ’ ένα κοινό πιο νεανικό, που δεν πολυπήγαινε θέατρο. Υπάρχουν κοινές αναφορές σε σειρές, ταινίες, εικαστικά στοιχεία που ελκύουν το ενδιαφέρον. Αυτό τουλάχιστον μου λένε. Χαίρομαι γι’ αυτό και σκοπεύω να συνεχίσω να κάνω πράγματα που θα γούσταρα να τα βλέπω κι εγώ. Γι’ αυτό έγινα σκηνοθέτης. Λατρεύω και το σινεμά, αλλά προτιμώ την «κουζίνα» του θεάτρου, τις πρόβες, τη δημιουργική διαδικασία. Όμως, δεν θα απέκλεια να γυρίσω ταινία μέλλον.
– Σε προβληματίζει ως νέο δημιουργό ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι καλλιτεχνικές σπουδές στην Ελλάδα σε σχέση με τις παραστατικές τέχνες; Μεγάλωσα, σπούδασα και ενηλικώνομαι καλλιτεχνικά σ’ αυτό το κλίμα, που επικρατεί από το 2003. Είναι εξευτελιστική η στάση της πολιτείας απέναντι στον καλλιτεχνικό κόσμο. Μάς αντιμετωπίζει σαν να κάνουμε κάποιο πάρεργο, κάποιο χόμπι, σαν φτωχούς συγγενείς. Προφανώς με προβληματίζει, γιατί πιεζόμαστε ηθικά και οικονομικά και θεωρώ ότι όσο καταπιέζεις και αδικείς τους καλλιτέχνες αυτοί θα εξεγερθούν. Συνήθως είναι ελεύθερα πνεύματα και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διεκδικήσουν όσα δικαιούνται. Αυτό το κράτος επιδεικνύει διαχρονικά άγνοια και αδιαφορία, δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική παρά μόνο μια εξευτελιστική αντιμετώπιση. Κι όσο παρατηρείται αυτό, τόσο η χώρα θα παραμένει στον πάτο αναφορικά με τα στάνταρ ενός σύγχρονου και πολιτισμένου κράτους.
– Πώς εξηγείς μέσα σ’ αυτό το κλίμα αυτό να υπάρχει, ειδικά στην Αθήνα, υπερπροσφορά θεάτρου; Υπάρχει πληθωρισμός που έχει και αρνητικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι όποιος θέλει ανοίγει μια σχολή κι όποιος θέλει παίζει. Υπάρχει ένα χάος που όμως οφείλεται στην απουσία πολιτιστικής πολιτικής και κατά προέκταση κριτηρίων. Η εξήγηση είναι ότι οι άνθρωποι καταπιέζονται κι έχουν ανάγκη να εκφραστούν. Αυτό δεν είναι κακό. Μέσα στην υπερπροσφορά προκύπτει και καλή θεατρική παραγωγή. Έχουμε πολλούς καλούς ποιητές όταν έχουμε και πολλούς κακούς ποιητές. Το θέατρο, ειδικά μετά τον κορωνοϊό, βιώνει μια άνθιση η οποία όμως κατά βάση οφείλεται στην ανάγκη του κοινού και στην πρωτοβουλία των ίδιων των καλλιτεχνών. Η πολιτεία δεν γνωρίζει καν τι συμβαίνει στον χώρο. Ο Πολιτισμός είναι παραμελημένος. Τουλαχιστον σε ό,τι αφορά τη θεατρική παραγωγή, είναι απολύτως αφημένη στο καπιταλιστικό κεφάλαιο και την αυτορρύθμιση. Δεν υπάρχει όραμα και πλάνο. Το όραμα εξαντλείται στο να δίνεις λίγα λεφτά για να βουλώσεις στόματα ή για να πάρεις ψήφους. Όμως, πολιτιστική πολιτική σημαίνει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, για ν’ αξιοποιήσεις εν πάση περιπτώσει και την όποια δυναμική.
– Αρκούν οι καλές σπουδές σε μια σχολή με παράδοση, όπως η GITIS, για μια επιτυχημένη πορεία στο θέατρο; Ποια άλλα συστατικά απαιτεί η συνταγή; Συνταγές δεν υπάρχουν. Οι σπουδές είναι προαπαιτούμενο για οτιδήποτε θέλεις να κάνεις σοβαρά. Πέρα από το ταλέντο και τις φωτεινές εξαιρέσεις κάποιων που μπορούν να το κάνουν κι αλλιώς, οι υπολοιποι καλούνται να είναι καταρτισμένοι στο επάγγελμά τους, να έχουν το υπόβαθρο και την υποδομή για να το κάνουν με σωστούς όρους. Το ίδιο ισχύει και για το θέατρο. Δεν είναι εμπειρικό το άθλημα, είναι επαγγελματικό.
– Επέστρεψες από τις σπουδές στη Ρωσία πριν τον κορωνοϊό και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Από τη δική σου εμπειρία, θεωρείς ότι το ρωσικό θέατρο μπορεί να αντιδράσει, να πριονίσει κάπως την καρέκλα της πουτινικής εξουσίας; Όχι. Αυτή τη στιγμή είναι σε απόλυτο βαθμό λογοκριμένο. Οι μεγαλύτεροι Ρώσοι καλλιτέχνες έχουν φύγει για Γαλλία, Αμερική, Πολωνία, Σκανδιναβία. Είναι ένα κράτος υπό αυταρχικό καθεστώς, με απόλυτο έλεγχο πάνω στην έκφραση. Δεν είναι περίοδος που ευνοεί την εκ των έσω αντίδραση. Υπάρχει μεγάλη καταπίεση.
– Η καταπίεση δεν είναι που φέρνει την αντίδραση; Κατά τη διάρκεια της ζοφερής Επταετίας στην Ελλάδα, π.χ., διαπιστώθηκε κάποια, υπόγεια έστω, αντίσταση… Στην Ελλάδα πέρασαν 1-2 χρόνια μέχρι ν’ αρχίσουν να προκύπτουν εστίες αντίστασης. Στη Ρωσία είναι πολύ πρόσφατο. Ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Ο Πούτιν δεν βρίσκεται, βέβαια, ένα χρόνο στην εξουσία, αλλά τον τελευταίο χρόνο η κατάσταση έχει τεράστια διαφορά με προηγουμένως. Δεν ήταν έτσι όταν ήμουν εγώ εκεί. Δεν διέφερε και πολύ η Ρωσία από μια ευρωπαϊκή καπιταλιστική χώρα. Σίγουρα, διέκρινες έναν ευρύτερο συντηρητισμό και μια διαφορετική κουλτούρα και ιδιοσυγκρασία. Όμως δεν θεωρώ ότι στη Ρωσία του Πούτιν που σπούδασα η πολιτική κατάσταση ήταν χειρότερη λ.χ. από τις ΗΠΑ του Τραμπ.
INFO «Το όνειρο ενός γελοίου», Λευκωσία, Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ, Κυριακή 14 Μαΐου, 6μ.μ. thoc.org.cy 77772717