Ο «ιδρυτής» της Δημοκρατίας του Μπακλαβά, Ανέστης Αζάς, πιστεύει ότι θέατρο είναι μια τέχνη που ζει από το γέλιο.
«Ενηλικιώθηκε» καλλιτεχνικά στη Γερμανία, όπου σπούδασε στην κρατική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών Ερνστ Μπους και θήτευσε πλάι στον Ντίμιτερ Γκότσεφ και τους Rimini Protokoll. Τα τελευταία 15 χρόνια σημειώνει μια ανοδική πορεία στα ελλαδικά και διεθνή θεατρικά δρώμενα με σημαντικές παραγωγές και συνεργασίες, με σημείο αναφοράς τις συνεργασίες με τον Πρόδρομο Τσινικόρη, με τον οποίο συν-διεύθυναν καλλιτεχνικά και την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού (2015- 2019). Από το 2011 το ενδιαφέρον του εστιάζει στο θέατρο ντοκιμαντέρ. Το σουρεαλιστικό θεατρικό ψευδοντοκιμαντέρ «Η Δημοκρατία του Μπακλαβά», που κάνει πάταγο τα τελευταία δύο χρόνια σε Ελλάδα και εξωτερικό, περιοδεύει στην Κύπρο. Το κείμενο υπογράφει ο ίδιος, μαζί με τον ηθοποιό Μιχάλη Πητίδη και τον Γεράσιμο Μπέκα, έναν ενδιαφέροντα Έλληνα συγγραφέα με βάση το Βερολίνο. Με τον Ανέστη Αζά μιλήσαμε για τους προβληματισμούς που θέτει η πολυσυζητημένη παραγωγή η οποία διερευνά ζητήματα ταυτότητας και πολιτικής οργάνωσης, μέσα από το φίλτρο του σήμερα.
– Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης; Η ιδέα προέκυψε από μια πρόταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου, καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών, για μια παράσταση το καλοκαίρι του 2021, στο πλαίσιο της επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Αρχικά υπήρξε ένα στάδιο μελέτης. Όσο μελετούσα και κατέβαζα ιδέες, απομακρυνόμουν από το ενδεχόμενο ν’ ασχοληθώ με την καθαρά ιστορική πτυχή του γεγονότος. Εκείνη την περίοδο έτυχε να ερευνώ και τα ψηφιακά κράτη που υπάρχουν στο διαδίκτυο ως κινήματα αμφισβήτησης. Κάπως έτσι, το ένα έφερε το άλλο και καταλήξαμε στη «Δημοκρατία του Μπακλαβά».
– Το θεωρείτε κάπως τολμηρό ως ιδέα; Θα το χαρακτήριζα ένα σύγχρονο παραμύθι. Ο τρόπος που το προσεγγίζουμε είναι σαν ντοκιμαντέρ, σαν να είχανε συμβεί στην πραγματικότητα τα γεγονότα που παρουσιάζονται. Δανειζόμαστε τον κινηματογραφικό όρο «mockumentary» (παρωδιακό ντοκιμαντέρ). Αφορά ένα μεικτό ελληνοτουρκικό ζευγάρι που έρχεται από το εξωτερικό να ζήσει στην Ελλάδα, αλλά έρχεται αντιμέτωπο με την αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στα κράτη. Το αποτέλεσμα είναι, ως αντίδραση, ως διαμαρτυρία ή ως χλεύη σ’ όλο αυτό, να ιδρύσουν τη Δημοκρατία του Μπακλαβά, με έδρα το ζαχαροπλαστείο με fusion oriental γλυκά που άνοιξαν στο Μεσολόγγι. Μέχρι που κάποια στιγμή η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου.
– Το κωμικό στοιχείο είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η αλληγορία; Προσωπικά, πιστεύω πολύ στη δύναμη του χιούμορ. Δεν υπάρχει κάποια συνταγή. Θεωρώ ότι ειδικά όταν καταπιανόμαστε με τέτοια θέματα σε μια αναπαράσταση -σε θεατρικό έργο ή ταινία- πάντα βοηθά όταν τα προσεγγίζουμε με χιουμοριστικό τρόπο. Το θέατρο είναι μια τέχνη που ζει από το γέλιο. Βαριέμαι αφάνταστα τη σοβαροφάνεια.
– Η αναγωγή στον Αριστοφάνη έγινε συνειδητά ή προέκυψε στην πορεία; Το ένα έφερε το άλλο. Τον Αριστοφάνη τον έχω μελετήσει αρκετά, γιατί μ’ ενδιαφέρει αυτό που κάνει, που δηλαδή σκαρφίζεται μια φανταστική συνθήκη για να καυτηριάσει ένα πρόβλημα της εποχής του. Υπάρχουν άφθονα παραδείγματα. Όταν δουλεύαμε τη «Δημοκρατία του Μπακλαβά», το δραματουργικό μοντέλο του Αριστοφάνη προέκυψε στην εξίσωση αβίαστα.
– Νιώθετε δικαιωμένος από την ανταπόκριση που είχε η παράσταση; Δεν μπορεί παρά να με ικανοποιεί το γεγονός ότι αγκαλιάστηκε το 2021 και ανέβηκε με επιτυχία και την επόμενη σεζόν στην Αθήνα. Στη συνέχεια, παίξαμε επίσης στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη ανταπόκριση και πλέον βρίσκεται σε εξέλιξη περιοδεία μια εκτός Ελλάδας. Παίξαμε ήδη σε Σαράγεβο (όπου ο Γιώργος Κατσής πήρε βραβείο καλύτερου ηθοποιού), Σκόπια, Ζυρίχη και μετά την Κύπρο θα παίξουμε στο Θέατρο Μαξίμ Γκόρκι του Βερολίνου. Έπειτα παίζουμε ξανά στην Αθήνα και κατόπιν στην Τιμισοάρα, ενώ όπως όλα δείχνουν το φθινόπωρο θα πάμε και στην Κωνσταντινούπολη.
– Με δεδομένο το «βερολινέζικο» παρελθόν σας, με ποιες σκέψεις θα πάτε στο Θέατρο Μαξίμ Γκόρκι; Στο Θέατρο Γκόρκι διευθύντρια είναι η (σ.σ. τουρκικής καταγωγής) Σερμίν Λάνγκχοφ, με την οποία είχαμε συνεργαστεί όταν κάναμε με τον Πρόδρομο Τσινικόρη το «Τηλέμαχος – Should I Stay or Should I Go?», το 2013. Η παράσταση αυτή περιείχε και αφηγήσεις για τη Γερμανία μέσα από την οπτική γωνία των «άλλων» κι αυτή είναι μια θεματική που απασχολεί έντονα την Σερμίν. Προφανώς κι έχει επηρεαστεί η οπτική μου από τέτοιες ιστορίες, γιατί εκεί στο Βερολίνο έκανα τις πρώτες μου δουλειές.
– Πιστεύετε ότι η συγκυρία της διπλής εκλογικής αναμέτρησης σε Ελλάδα και Τουρκία, το πολωτικό κλίμα, μπορεί να επηρεάσει την οπτική πάνω στην παράσταση; Όχι, δεν νομίζω. Η παράσταση δεν έχει άμεση σχέση με την πολιτική επικαιρότητα. Είναι περισσότερο μια αλληγορία, μιλά για την ανάγκη της συνύπαρξης και της δημιουργίας μιας ειρηνικής συνθήκης στην περιοχή. Το έργο γράφτηκε μέσα σε περίοδο μιας ατμόσφαιρας έντονα συγκρουσιακής, με οξυμένους τους τόνους στις διακρατικές σχέσεις και με προκλητικές δηλώσεις εκατέρωθεν από υψηλά ιστάμενους. Έτσι, ίσως πρόθεσή μας ήταν να εκτονώσουμε λίγο το κλίμα προτάσσοντας μια αντίθετη επιθυμία.
– Δεδομένων των συνθηκών, της ευφορίας αλλά και τις θεματικής, δεν είναι αξιοπερίεργο που δεν υπήρξαν αντιδράσεις από καλοθελητές; Τι αντιδράσεις; Πρόκειται για ένα αποκύημα της φαντασίας. Υπάρχει κόσμος στον οποίο αρέσει και κόσμος στον οποίο δεν αρέσει. Ως εκεί. Μια παράσταση είναι.
– Με ποιες σκέψεις αποκαλύπτετε την παράσταση αυτή και στο κοινό της Κύπρου; Δεν μπορώ να ξέρω ποια ανταπόκριση θα έχει στην Κύπρο, όπου υπάρχει μια ιδιαίτερη συνθήκη. Υπάρχει ακόμη εν ζωή κόσμος που βίωσε τον πόλεμο κι έχει έντονες αναμνήσεις, υπάρχει και μια απτή πραγματικότητα. Αναμένω κι εγώ μ’ ενδιαφέρον. Πάντως, Κύπριοι που είδαν την παράσταση στην Ελλάδα μοιράστηκαν μαζί μας τη συγκίνησή τους. Η ιστορία μας δεν επιχειρεί να προβοκάρει. Πάει βαθύτερα, ακολουθεί ένα συναίσθημα. Σίγουρα δεν έχει οποιαδήποτε σχέση ή σύνδεση με το Κυπριακό ζήτημα. Θα ήταν αλαζονικό να το πω αυτό, εφόσον είμαι Ελλαδίτης και δεν γνωρίζω τις καταστάσεις από πρώτο χέρι. Είναι μια εντελώς αυτόνομη ιστορία. Αν προκύπτουν κάποιοι συνειρμοί, αυτό είναι άλλο θέμα. Όσο πιο πολύ συνειρμοί προκαλούνται από μια παράσταση τόσο το καλύτερο.
– Γιατί επιλέξατε το Μεσολόγγι ως τόπο όπου διαδραματίζεται το έργο; Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς. Είναι μια πόλη- σύμβολο, ιστορική για την Ελληνική Επανάσταση. Είναι, επίσης, η πόλη στην οποία πέθανε ο Μπάιρον, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα να συνδράμει την Επανάσταση. Είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές της εποχής, ενδεχομένως ο πιο σύγχρονός μας, κατά κάποιον τρόπο. Πιστεύει στην ελευθερία της Ελλάδας και στα δίκαια του ξεσηκωμού, αλλά δεν είναι θρησκόληπτος κι επίσης προσπαθεί να προωθήσει ανταλλαγές αιχμαλώτων και να μεσολαβήσει ανάμεσα στους αντιπάλους για να αποφευχθούν αιματοχυσίες. Από τη σημερινή οπτική γωνία, μοιάζει να είναι πιο κοντά στους ήρωες του δικού μας έργου. Γι’ αυτό, με κάποιον τρόπο, ο χαρακτήρας του εμφανίζεται και στην παράσταση.
– Πόσες καριέρες έχουν χτιστεί εκατέρωθεν πάνω στη ρητορική περί «προαιώνιου εχθρού»; Φαντάζομαι πολλές. Οι επιτήδειοι υπάρχουν, είναι αυτοί που εκμεταλλεύονται αυτά τα πολύπλοκα και σύνθετα διεθνή ζητήματα. Με αφορμή την κατάσταση στην Ουκρανία, βλέπουμε ότι η τάση γενικότερα στον κόσμο είναι να φυλαγόμαστε. Όμως, εγώ είμαι της άποψης ότι η κούρσα των εξοπλισμών εξυπηρετεί πρώτιστα το πανίσχυρο λόμπι των πολεμικών βιομηχανιών κι όχι τα πραγματικά συμφέροντα των λαών. Ας λάβουμε υπόψη ότι το 2021 δώσαμε δισεκατομμύρια για να αγοράσουμε πολεμικά αεροσκάφη και το ίδιο καλοκαίρι δεν είχαμε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος να στείλουμε στην Εύβοια να σβήσει την πυρκαγιά. Είναι ενοχλητική η σκέψη ότι με πολύ λιγότερα λεφτά θα μπορούσαν να καλυφθούν άμεσες ανάγκες.
– Η απόσταση που παρατηρείται ανάμεσα στην ιστοριογραφία και το μάθημα της ιστορίας που διδάσκεται στο σχολείο συμβάλλει στη διαιώνιση των στερεοτύπων; Ένας ενήλικας οφείλει να διαβάσει κάτι παραπάνω. Πρόσβαση υπάρχει. Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας και να μη μένουμε με τα αφηγήματα που διδασκόμαστε στο δημοτικό. Αρκεί να πας μια φορά στο εξωτερικό, να έρθεις σε επαφή με άλλους ανθρώπους κι όλα αυτά τα στερεότυπα καταρρίπτονται αμέσως. Περισσότερο έχει να κάνει με μια «κλειστή» πνευματικά κατάσταση που βιώνουμε στην Ελλάδα και λιγότερο με το σχολείο. Κάθε χώρα αυτό που επιδιώκει είναι να έχει τους πολίτες της σε εγρήγορση. Εννοείται ότι πρέπει ν’ αγαπάς την πατρίδα σου και δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό σ’ αυτό. Όμως, δεν αποτελεί προϋπόθεση το να μισείς τους άλλους και ειδικά τους γειτονικούς σου λαούς.
– Τι σας εξέπληξε περισσότερο όταν ετοιμάζατε το κείμενο από τη διαδικασία των συνεντεύξεων με πραγματικά διεθνικά ζευγάρια; Δεν με εξέπληξε κάτι. Αυτό που λέγανε όλοι είναι ότι οι οικογένειες μόλις γνωριστούν γίνονται αμέσως φίλοι, ανοίγονται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ίσως κάποιοι παππούδες κάποτε, κυρίως λόγω θρησκείας, να είναι πιο συγκρατημένοι. Όμως κι αυτά ξεπερνιούνται γρήγορα. Το μόνο ζήτημα που εντοπίζεται και ορισμένες φορές προβληματίζει είναι η αντιμετώπιση που έχουν τα παιδιά τέτοιων οικογενειών στο σχολείο, όπου μπορεί να υφίστανται μπούλινγκ ή να αγχώνονται με την εικόνα τους. Φτάνουν ενίοτε να διερωτώνται αν λ.χ. είναι κακό που η μάνα τους είναι Τουρκάλα. Γενικά, δεν πιστεύουν ότι υπάρχει λόγος και φόβος να γίνει πόλεμος, όμως ταυτόχρονα ανησυχούν για τις εξελίξεις. Σε γενικές γραμμές, μού έκανε εντύπωση ότι σε ανθρώπινο επίπεδο δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν.
INFO «Η Δημοκρατία του Μπακλαβά», Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 18, 19 & 20/5, 9μ.μ. rialto.interticket 77777745
Ελεύθερα, 14.5.2023