Ο Ιταλός μαέστρος Αντρέα Αλμπερτίνι μιλά για τη μαγεία της μουσικής του Ένιο Μορικόνε.
Είναι ένας καταξιωμένος μαέστρος και πιανίστας με εμφανίσεις σε σημαντικές αίθουσες στην Ιταλία και την Ευρώπη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει διασυνδέσει τη μοίρα του με τη μουσική του κορυφαίου Ιταλού συνθέτη Ένιο Μορικόνε. Στο πλαίσιο αυτό, έχει περιοδεύσει σε τέσσερις ηπείρους με το γυναικείο μουσικό σύνολο Le Muse το οποίο ίδρυσε, παρουσιάζοντας τις πασίγνωστες μελωδίες του Maestro- δηλαδή μερικά από τα πιο διάσημα soundtracks στην ιστορία του κινηματογράφου. Με την ευκαιρία της άφιξης στην Κύπρο της πληθωρικής αυτής παράστασης, που συνοδεύεται από κινηματογραφικά στιγμιότυπα, ο Αντρέα Αλμπερτίνι μιλά για τις ιδιαιτερότητες της μουσικής του Μορικόνε και εξηγεί γιατί τον θεωρεί δάσκαλό του.
– Ποιες οι ιδιαιτερότητες ενός αποκλειστικά γυναικείου μουσικού συνόλου; Πιστεύω ότι η γυναικεία προσέγγιση στη μουσική είναι διαφορετική από την ανδρική. Ειδικά με τα έγχορδα, που πάνω απ’ όλα είναι ο καθρέφτης αυτού που είμαστε. Ένα έγχορδο όργανο «διαμορφώνεται» στο πέρασμα των χρόνων από έναν οργανοπαίκτη ως –ας πούμε- κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Μόνο η ανθρώπινη φωνή αντανακλά την ψυχή περισσότερο από ένα βιολί, ένα βιολοντσέλο, μια βιόλα. Άρα, ο τρόπος που παίζει μια γυναίκα είναι κατά τη γνώμη μου αναγνωρίσιμος: οι μεταβάσεις είναι γλυκές, ντελικάτες. Η εκφραστικότητα είναι χαρακτηριστική, οι ρυθμικές και δυναμικές στιγμές είναι «ήπιες», όχι τραχιές. Θ’ αναγνώριζα τον ήχο του συνόλου μου ανάμεσα σε χιλιάδες.
– Πώς συντονίζεται ένα σύνολο με τη μουσική του Ένιο Μορικόνε; Η ενασχόληση με τη μουσική του Ένιο Μορικόνε θέτει, πρώτα απ’ όλα, δύο είδη προβλημάτων. Το πρώτο είναι το γεγονός ότι ο Maestro δεν θέλησε ποτέ να δημοσιεύσει κάποια από τις παρτιτούρες του όσο ζούσε και, ακόμη και σήμερα, η οικογένεια τις κρατά αυστηρά υπό την κατοχή της και μόνο ο γιος του, ο Αντρέα, έχει την αποκλειστικότητα χρήσης. Αυτό σημαίνει ότι όποιος προτίθεται να κάνει ένα αφιέρωμα στη μουσική του πρέπει -κατά τον τρόπο των αρχαίων- ν’ απομαγνητοφωνήσει «με το αυτί» αυτό που ερμήνευσε ο Maestro, ακούγοντας ξανά και ξανά τα κομμάτια προσεκτικά, για να τα μεταφράσει σε νότες στο πεντάγραμμο και στη συνέχεια να τα ερμηνεύσει. Πρόκειται για μια μακρά, σχολαστική και δύσκολη εργασία, αν θέλεις να είσαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό γραπτό.
– Και το άλλο πρόβλημα; Για ένα σύνολο δωματίου, όπως το Le Muse, πρόβλημα είναι και το γεγονός ότι οι συνθέσεις του Μορικόνε έχουν συμφωνική πνοή- εξαιρετικές χορωδίες και ορχήστρες με διευρυμένο ρυθμικό τμήμα, εκτεταμένη χρήση κρουστών κ.λπ. Κι έτσι, κατά τη διάρκεια της μεταγραφικής εργασίας, έπρεπε να αντιμετωπίσω και το πρόβλημα της «σμίκρυνσης» των συμφωνικών του παρτιτούρων για ένα μικρό σύνολο δωματίου. Ελπίζω να κατάφερα να εκφράσω την ιδιοφυΐα της μουσικής του Μορικόνε με λίγα όργανα. Εύχομαι να ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά που έκανα. Μακάρι να μπορούσε να την ακούσει…
– Ποιος είναι ο βαθύτερος σκοπός αυτού του αφιερώματος; Γεννήθηκε από μια βαθύτατη πράξη αγάπης από πλευράς μου για τη μουσική του. Τον θεωρώ πραγματικά μεγάλο συνθέτη, έναν από τους μεγαλύτερους Ιταλούς. Η μουσική του ζει ακόμα και χωρίς σινεμά, χωρίς εικόνες, γιατί είναι όμορφη ήδη στο χαρτί. Πρέπει να σκεφτούμε ότι στις συναυλίες του δεν υπήρχαν κινηματογραφικές εικόνες αλλά μόνο μουσική και τις ακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες κόσμου. Όταν τον άκουσα στο Μόναχο, μπροστά σε 15.000 ακροατές, έπαιξε σχεδόν τρεις ώρες μουσική, έκανε τρία ανκόρ και τον υποδέχτηκαν σαν μεγάλο ροκ σταρ. Κι εφόσον η μουσική του εκτελείται και με την παράλληλη προβολή κάποιων σεκάνς από ταινίες, τότε η συναισθηματική εικόνα είναι πραγματικά πλήρης. Γι’ αυτό η μουσική του λειτουργεί και μ’ ένα μικρό σύνολο δωματίου, όπως το Le Muse, διότι μιλάμε, χωρίς αμφιβολία, για όμορφη μουσική. Η οποία ερμηνεύεται από ένα γυναικείο σύνολο. Τι άλλο να επιθυμήσει κανείς!
– Ποιες οι δυσκολίες της εκτέλεσης κινηματογραφικής μουσικής σε σύγκριση με άλλα είδη ορχηστρικής μουσικής; Πρέπει να αναλογιστούμε ότι η κινηματογραφική μουσική είναι περιγραφική μουσική. Αυτό το είδος μουσικής έχει αρχαίες καταβολές. Σκεφτείτε απλώς τις «Τέσσερις Εποχές» του Αντόνιο Βιβάλντι, την «Ποιμαντική Συμφωνία» του Μπετόβεν ή τη «Θάλασσα» του Ντεμπισί. Πώς μπορεί να ερμηνευτεί καλά η «Άνοιξη» του Βιβάλντι, αν δεν έχουμε στο μυαλό ορισμένες εικόνες που περιγράφονται καλά από την ποίηση που συνοδεύει αυτή τη μουσική, όπως τα πουλιά που κελαηδούν, τα φύλλα που κινούνται από τον άνεμο; Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ, αν θέλεις να ερμηνεύσεις καλά την «Αποστολή», τον «Θρύλο του 1900» ή τη μουσική των γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε. Πρέπει να κατανοήσουμε καλά το περιγραφικό πλαίσιο, έχοντας δει την ταινία, γνωρίζοντας τις πτυχές της, όχι μόνο τις μουσικές, αλλά και τις κινηματογραφικές και ιστορικές. «Υποχρεώνω» τις μουσικούς μου να δουν τις ταινίες που πρόκειται να ερμηνεύσουμε και, μερικές φορές, τις ζητώ να θυμηθούν τι συμβαίνει στη συγκεκριμένη σκηνή που ερμηνεύουμε. Το μυστικό είναι να ζωγραφίσεις με τις νότες αυτό που συμβαίνει στο πλατό. Ο Λεόνε συνήθιζε να φέρνει τη μουσική του Ένιο στο πλατό, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, διότι πίστευε ότι οι ηθοποιοί μπορούσαν να εκτελέσουν καλύτερα τη σκηνή.
– Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική του Μορικόνε και πώς έχει εξελιχθεί; Ας πούμε ότι ξεκίνησε λίγο τυχαία. Όταν το 2016, ο Μορικόνε ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής (στη συνέχεια πήρε το Όσκαρ για το soundtrack του «The Hateful 8» του Ταραντίνο) ο ατζέντης μου, Τζουλιάνο Φεράρι, μου είπε: «Κοίτα, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή, θα του δώσουν το Όσκαρ και θα ήταν ωραίο να κάναμε ένα αφιέρωμα στη μουσική του». Κι έτσι, τραγούδι με τραγούδι, γεννήθηκε αυτό το πρότζεκτ που μας επέτρεψε να ταξιδέψουμε σ’ όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμά μας εμπλουτίστηκε με νέα τραγούδια- έχουμε γύρω στα 50 στο ρεπερτόριο- που νομίζω ότι είναι τα πιο σημαντικά κομμάτια του έργου του. Η αγάπη του για τη μουσική μεγάλωσε παράλληλα με τον αριθμό των τραγουδιών του. Διάβασα μερικές βιογραφίες του και τον συνάντησα κάποιες φορές κι είναι λες κι ήταν δάσκαλός μου. Παρόλο που δεν μου έκανε ποτέ μαθήματα σύνθεσης, τον νιώθω σαν δάσκαλό μου.
– Κατά τη γνώμη σας, τι κάνει ένα κινηματογραφικό soundtrack σπουδαίο; Η μουσική είναι ισχυρό μέσο επικοινωνίας, ίσως η πιο δυνατή μορφή έκφρασης, ικανή να ξεπεράσει ακόμη και τον λόγο. Όταν αυτή η ιδιαίτερη δύναμη συναντά μια άλλη τέχνη, αυτή του κινηματογράφου, μπορεί να δημιουργήσει ένα πραγματικά εκρηκτικό σύνολο συναισθημάτων. Η κινηματογραφική μουσική έπαιζε πάντα θεμελιώδη ρόλο δίπλα στην εικόνα: δεν ήταν ποτέ ένα ασήμαντο μουσικό σχόλιο αλλά προσφέρει πραγματικά προστιθέμενη αξία σε μια σκηνή. Η χρήση συγκεκριμένης μουσικής σε συνδυασμό με την εικόνα υποδηλώνει περισσότερα απ’ όσα βλέπει το μάτι. Η κινηματογραφική μουσική είναι επομένως σπουδαία και επιτυχημένη όταν εντείνει τα συναισθήματα, δημιουργώντας έτσι ένα ενισχυτικό αποτέλεσμα στα μηνύματα της ταινίας.
– Ποια η σημασία της μουσικής για την τέχνη του σινεμά; Η ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής είναι παράλληλη μ’ αυτή του σινεμά, έχει αναπτυχθεί και εξελιχθεί ακολουθώντας τις πολιτιστικές και μουσικές τάσεις και εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγής. Ξεκινώντας από τις απαρχές, από την εποχή του βωβού κινηματογράφου όταν το soundtrack παιζόταν ζωντανά. Η κινηματογραφική μουσική είναι λοιπόν σπουδαία όταν παίζει τον πολύ σημαντικό ρόλο να μπορεί να πει αυτό που δεν λένε οι λέξεις και οι εικόνες, όταν καταφέρνει ν’ αποκαλύψει συναισθηματικές ψυχολογικές κινήσεις που δεν μπορούν να ειπωθούν με άλλο τρόπο. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η κινηματογραφική μουσική είναι υπέροχη όταν είναι ΟΜΟΡΦΗ. Η μουσική του Μορικόνε αναμφίβολα είναι.
– Πώς θα περιγράφατε την έμπνευση ως έννοια και διαδικασία; Είναι πραγματικά δύσκολο ν’ απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Ο Μάλερ έλεγε να μη συνθέτεις αλλά «να συντίθεσαι» και επίσης ο Αριστοτέλης όρισε τον καλλιτέχνη ως αυτόν που «κατέχεται» από την τέχνη. Πόσες φορές, ακούγοντας ένα μουσικό κομμάτι, οποιουδήποτε είδους και στυλ, δεν αναρωτηθήκαμε τι να σκεφτόταν ο συνθέτης τη στιγμή που το έγραφε; Αν οι σελίδες είναι εύθυμες, φανταζόμαστε τον συνθέτη να χαμογελά. Aν είναι συγκρατημένες, υποθέτουμε ότι στεναχωρήθηκε από κάποιο οδυνηρό συμβάν. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές, χάρη στην ικανότητα του καθενός μας ν’ ανακαλεί περασμένες στιγμές, ο δημιουργός καταφέρνει να γράψει μουσική που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τη διάθεσή του- με εκπληκτικά αποτελέσματα. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Μότσαρτ έγραψε τις δύο τελευταίες λαμπρές συμφωνίες του κατά τη διάρκεια της πιο σκοτεινής περιόδου της ζωής του, ενώ ο Μάλερ επεξεργάστηκε την «6η Συμφωνία» του, που δεν αποτελεί έκπληξη ότι είναι γνωστή ως «Τραγική», σε μια εποχή που, όπως έλεγε η σύζυγός του, «άνθιζε σαν λουλούδι». Η μουσική έμπνευση -όσο δύσκολο κι αν είναι να οριστεί- αποτελεί τη θυγατέρα των μελετών μας, των εμπειριών μας, της ικανότητάς μας να ενθουσιαζόμαστε. Αλλά όπως πρόσθετε ο Μορικόνε, η μουσική έμπνευση είναι σίγουρα θυγατέρα της σχολαστικής και σοβαρής εργασίας.
– Ποιος είναι ο χειρότερος φόβος ενός μαέστρου; Μπορώ να πω τον δικό μου φόβο. Επειδή, εξάλλου, είναι ένας φόβος που μερικές φορές έχει γίνει πραγματικότητα κι όταν αυτός ο φόβος έχει γίνει πραγματικότητα, έζησα έναν εφιάλτη που με στοιχειώνει κάθε φορά που διευθύνω. Ας ξεκινήσουμε από μια υπόθεση: είμαι κτητικός με τις παρτιτούρες μου, δεν επιτρέπω σε κανέναν να τις κρατήσει. Είμαι ο φύλακας της μουσικής μου. Έτσι ήταν κι ο Μορικόνε -και το λέω αυτό χωρίς να προσπαθώ να συγκριθώ μαζί του. Θυμάμαι πώς στις συναυλίες ανέβαινε στη σκηνή με τα τεράστια βιβλία του κάτω από το χέρι του και, μόλις τελείωνε, τα έπαιρνε πίσω στο καμαρίνι του. Ίσως επρόκειτο για μια προληπτική χειρονομία, ή ίσως φοβόταν ότι κάποιος κάπως θα μπορούσε ν’ «απαγάγει» τις νότες του. Εν πάση περιπτώσει, όπως ο μεγάλος Ένιο, έτσι κι εγώ μεταφέρω προσωπικά τις παρτιτούρες μου, αλλά και όλης της ορχήστρας και μετά τη συναυλία τις παίρνω πίσω στο στούντιο. Και μέχρι στιγμής τίποτα το περίεργο. Μέχρι τη στιγμή που έτυχε να φτάσω σε μια συναυλία χωρίς τα μουσικά μέρη, έχοντας ξεχάσει τις παρτιτούρες στο στούντιο του σπιτιού. Τα αποτελέσματα εκείνης της συναυλίας ήταν προφανώς καταστροφικά. Έτσι, ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μπας και ξεχάσω τις παρτιτούρες στο στούντιο.
– Ποιο στοιχείο κατέστησε τον Ένιο Μορικόνε μουσική ιδιοφυΐα της εποχής μας; Κι αυτό είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί. Είναι ένας συνδυασμός παραγόντων μαγικός και δύσκολος να καθοριστεί. Πρώτα απ’ όλα οι σοβαρές μουσικές σπουδές. Ο Μορικόνε αποφοίτησε από τη Ρώμη σ’ ένα κορυφαίου επιπέδου, ιταλικό πρωτοποριακό συνθετικό κλίμα: τη σχολή του Ιλντεμπράντο Πιτσέτι. Μετά είναι κάτι άλλο. Ο Τζουζέπε Βέρντι παρομοίασε τα πρώτα του χρόνια σύνθεσης ως χρόνια στη φυλακή. Ο Μορικόνε έζησε επίσης χρόνια στη φυλακή. Δούλεψε πολύ τόσο στη σύνθεση ταινιών -500 soundtrack- όσο και στη διασκευή ιταλικών τραγουδιών που έγιναν αργότερα διάσημα («Sapore di sale», «Abbronzatissima» κ.ο.κ.) Έλεγε για τον εαυτό του: «Είμαι ο γιος όλης της μουσικής που έχω σπουδάσει». Και μετά είναι αυτή η ανεξήγητη ικανότητα να προκαλείς συναισθήματα. Κι εδώ βρίσκεται η μαγεία της ιδιοφυΐας. Η ιδιοφυΐα είναι ιδιοφυΐα επειδή είναι ανεξήγητη. Διαφορετικά θα τη σπουδάζαμε και αργά ή γρήγορα θα καταλαβαίναμε πώς γίνεται κανείς ιδιοφυΐα και θα γινόμασταν όλοι.
– Ποιο soundtrack του Ένιο Μορικόνε θα ταίριαζε στη ζωή σας; Καταρχάς, θα ήθελα να αποκαλύψω ένα μικρό μυστικό. Σε μια από τις συναντήσεις μας τον ρώτησα ποιο ήταν το δικό του αγαπημένο. Η «Μαλένα», μού απάντησε. Στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικό. Η Μαλένα είναι η πνοή της ψυχής. Είναι ένα μουσικό θαύμα σ’ ένα όχι και τόσο καταπληκτικό φιλμ. Προσωπικά, ταπεινά ψηφίζω την «Αποστολή». Πρέπει να έχω ερμηνεύσει αυτό το κομμάτι κάποιες εκατοντάδες φορές. Ε, λοιπόν, δεν κουράζομαι ποτέ να ενθουσιάζομαι! Κάθε φορά.
INF0 Αφιέρωμα στον Ένιο Μορικόνε, 20/5 Λεμεσός, Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, 21/5 Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου, 8.30μ.μ. soldoutticketbox.com
Χορηγοί Επικοινωνίας ο Φιλελεύθερος και in-cyprus.com
Ελεύθερα, 14.5.2023