Δάφνη Νικήτα, Το γυμνό παγώνι, εκδόσεις Καστανιώτη, 2022

Διάβασα με ασθματικούς ρυθμούς τα ποιήματα της Δάφνης Νικήτα στην παρούσα συλλογή της. Και τα ξαναδιάβασα με την ίδια απνευστί ένταση καθ’ υπαγόρευση εκείνου του Καβαφικού «επέστρεφε της αγαπημένης αίσθησης», που παρωθεί όχι απαραιτήτως η επανάληψη της αποκάλυψης κρυπτικών εννοιών, υπόρρητων συνειρμών είτε αλληγορικών νοημάτων, αλλά η παρόρμηση μιας πηγαίας ποιητικής συνάντησης. Μιας συνομιλίας χωρίς βερμπαλιστικές επιτηδεύσεις, εξωραϊσμούς επιθετικών προσδιορισμών και τυπικά σημεία στίξης, παρά μόνο με μονολεκτικούς ή ολιγόλεκτους στίχους, διάστικτους από ρηματικά και ουσιαστικά φθογγόσημα στην περιεκτική αυτοτέλεια ή τον συμπληρωματικό διασκελισμό της αποτύπωσής τους.

Αντιστικτική η συνήχηση των φράσεων σε μια φαινομενικά ασύνδετη εκφορά υπερρεαλιστικής χροιάς, που συναιρεί ωστόσο στη χρωματική τους κλίμακα ημιτόνια σκέψεων και αισθημάτων, μουσικές φωνές κορυφώσεων και μετα-πτώσεων έως και επιφωνήματα άφωνων εκπλήξεων. Εξάλλου, καθώς επισημαίνει ο Μπόρχες, η ποίηση δεν είναι ξένη αλλά, όπως και η ζωή, παραφυλάει στη γωνία και μπορεί να μας αιφνιδιάσει ανά πάσα στιγμή.

Προϊδεασμό ενός τέτοιου αιφνιδιασμού επιφυλάσσουν τα δύο πρώτα ποιήματα, «Το γυμνό παγώνι», ομώνυμο του τίτλου της συλλογής και «Το σπίτι που μιλάει», που μας υποδέχεται εν χορδαίς και οργάνοις και μ’ ένα τραγούδι μεταρσίωσης. Αν ο χρόνος ακινητοποιείται στο ένα, αναπτερώνεται στο άλλο, πετώντας μέχρι τα σύννεφα. Ενωτιζόμαστε ως σε συγχορδία τα οιονεί αυτά αντίφωνα, να συνθέτουν τους περιγραφικούς κραδασμούς της αφήγησής τους: «Αναποδιά/ η παρουσία μου/ τίποτα δεν είναι/ πραγματικό πέρα/ από τη βροχή/ ο καλός πρέπει/ να μένει μακριά/ από το παιχνίδι/ στο μέρος αυτό/ ο χρόνος δεν κυλάει πια/ το παγώνι έχει χάσει/ όλα τα φτερά του». «Το θέατρο/ γέμισε πρόσωπα/ η ορχήστρα/ στη σκηνή/ λάμπει/ η φωνή/ αυτή ανήκει/ στη Βερόνικα/ το τραγούδι/ μιλάει για το σπίτι/ αυτό που/ φτιάχνεται/ μέσα/ στο σύννεφο».

Αν λοιπόν ο Μαγιακόφσκι τραγουδά ένα «σύννεφο με παντελόνια» στις αιώνιες σιωπές του φεγγαριού, η ποιήτρια μιλά σε ενορχήστρωση πολυφωνίας για ένα σπίτι από σύννεφο. Είναι και πολλές άλλες οι μυθοπλαστικές είτε απομυθοποιητικές ιστορίες που αφηγείται με τη συντομία μιας επιγραμματικής λιτότητας και την ευρηματικότητα μεταφορικών συμβολισμών στις 100 σελίδες του βιβλίου της. Έμπειρα τα σύνεργα της δομικής εικονοποιίας και ρηξικέλευθες οι κινήσεις της εικονοκλαστικής αποδόμησης μέσα στο αέναο γίγνεσθαι, καθώς ομολογεί ότι «ο ελεγκτής/ γνωρίζει τα πάντα» και «ο επιστάτης/ ξέρει τα πάντα», ανασκοπώντας τους σταθμούς της δημιουργικής της διαδρομής. Αποκαλυπτική η «Επιστροφή» με Καβαφικούς απόηχους, όπου οι στίχοι εμφαίνουν τίτλους των προηγούμενων συλλογών της: «Τα μαύρα σκυλιά/ επιστρέφουν/ με το βροχερό βαγόνι/ στα ίδια μέρη/ στις ίδιες πόλεις/ στο ίδιο σπίτι/ –μπουκάλια από το ίδιο άρωμα–/ να με φροντίσουν/ μέχρι το δέντρο/ να ανατείλει/ ξανά/ μέχρι να συμβεί/ το αναπόφευκτο/ – το μπλε δείπνο». Και επιβεβαιώνει αυτή την επιστροφή στις ακροτελεύτιες νύξεις ενός άλλου βραχύστιχου ποιήματος: «κάθε νύχτα/ επιστρέφω/ στο δωμάτιο». Αλλά και με αίσθημα εναγώνιας προσμονής, σύμφωνα με το αποφθεγματικό της ποίημα, τελεί εν «Αναμονή»: Το πιο/ τρομερό/ από όλα/ να περιμένεις/ τη βροχή». Γιατί έμαθε να νοηματοδοτεί τη βροχή, ταυτίζοντας τις σταγόνες ή τη ραγδαία της πτώση με τις ανάσες της ζωής, σαν σε αναπόσπαστο κοντράστ σμίγει ο ήχος τους στο «Δέρμα» του επίσης μινιμαλιστικού της ποιήματος: «Ζωή/ είναι η/ βροχή/ που πέφτει/ πάνω στο/ γυμνό/ δέρμα/ που ανασαίνει/ αθόρυβα».

Ελεγειακοί οι τόνοι σε πολλά ποιήματα, καθώς αναδύονται μέσα από το βίωμα του θανάτου και τον σπαραγμό της απώλειας, τον ασίγαστο πόνο του τραύματος και τον αναπότρεπτο όλεθρο του πολέμου. Με τεφρά νεκρικά χρώματα και σκοτεινές αδρές πινελιές εικονογραφεί η ποιήτρια «Το μακρύ πανωφόρι κι ένας πόλεμος», προσωποποιώντας τις προεκτάσεις των πολυεπίπεδων συμβολισμών στο αντίστοιχο ποίημα: «Όλοι τον αγαπάνε/ εκείνος φορά τα χρυσά γυαλιά/ το μακρύ πανωφόρι/ είναι αυτός ο ίδιος που ήρθε/ από τον πόλεμο/ που δεν γελάει σχεδόν ποτέ/ η λάμπα κάηκε/ τα ερείπια του σπιτιού/ η σκόνη του δρόμου/ υψώνω τους ώμους/ τίποτα δεν είναι ευχάριστο/ όταν βλέπεις τον χαλασμό/ που έρχεται/ μόνο που αυτός/ είναι χρόνια/ τώρα πια νεκρός».

Γνωρίζει όμως πως πέρα από τη δυστοπία του θανάτου και τον «δόλο των θεών» βρίσκεται «η αλήθεια/ των αόρατων/ και ορατών/ πραγμάτων», που ιχνηλατεί στο «μυρμήγκι» τον δρόμο της μοναχικής επιστροφής. Και διαισθάνεται πως «το αγέννητο/ παιδί/ θα φτιάξει/ κάποτε/ αυτόν/ τον κόσμο». Τον κόσμο που οραματίζεται η Δάφνη Νικήτα στη σημειολογία της ποίησης και της ποιητικής της.