«Του βάζεις δύσκολα του κόσμου αυτού του άμυαλου / και ξενυχτάς με το ζεϊμπέκικο του αρχάγγελου / Γελάς με γέλιο δυνατό κι όποιος αντέξει / μετά ζητάς σιωπή που δεν σηκώνει λέξη…», («Το Ζεϊμπέκικο του Αρχάγγελου», 1994).

«Είναι όμορφο, είναι ωραίο, είναι “δώρο” -νιώθουμε και τα τρία παιδιά του το ίδιο!- να είσαι η έμπνευση ή το έναυσμα της μουσικής του – αυτής της ευλογημένης μουσικής του μπαμπά. Ο πατέρας μας δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τη μουσική! Ήταν ο τρόπος που εκφραζόταν, ο τρόπος που μας έδειχνε τι νιώθει. Ήταν γεννημένος για να γράφει τραγούδια – και ευτυχώς, το κατάλαβε από μικρός. Βέβαια, η μητέρα μου ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ζούσε το άκουσμα της διαδικασίας της δημιουργίας ενός τραγουδιού και πολλές φορές, συμμετείχε κάνοντας τη “δεύτερη φωνή” που της έλεγε ο μπαμπάς μου. Η μαμά μου ήταν και ο άνθρωπος που τον στήριζε σε όλες του τις κινήσεις – παντού και πάντοτε ήταν εκεί. Εμείς τον ακούγαμε να γράφει όταν ήμασταν ήδη για ύπνο – ακουγόταν πάντα ένα τραγούδι στο βάθος, πολλά τραγούδια μετά, μουσικές, μελωδίες, τη φωνή του μπαμπά να ψελλίζει στίχους, που δεν ήμουν ποτέ βέβαιος αν τα άκουγα όλα αυτά απ’ το στούντιό του ή αν τα έβλεπα στον ύπνο μου καθώς κοιμόμουν. Συνήθως ο μπαμπάς έγραφε μεταμεσονύκτιες ώρες. Κι ήταν, για μας, πάντα ο μπαμπάς εκείνος που μας έλεγε τα πιo μελωδικά νανουρίσματα. Αυτά έχω ακόμη στ’ αφτιά μου – αυτούς τους ήχους. Έτσι μεγάλωσα».  

«Αχ, Αννούλα του χιονιά / δεν θα είμαι πια μαζί σου / στου Δεκέμβρη τις εννιά / που έχεις Άννα τη γιορτή σου…», («Αννούλα του Χιονιά», 1984). 

«Ο μπαμπάς μου ήταν, πράγματι, αυτό που έδειχνε και στη δημόσιά του εικόνα: Ένας ευγενικός, στοργικός, μειλίχιος και ευαίσθητος άνθρωπος που μας λάτρευε και μας προστάτευε – όπως ακριβώς διακρίνεται και μέσα από τις μπαλάντες του. Ήταν πάντα χαμηλών τόνων, ήρεμος μέσα στο σπίτι. Ήξερε τι ήθελε, τι αγαπούσε, τι τον ενέπνεε. Όταν είχε “κάτι να πει” το έλεγε μέσα από τα τραγούδια του, με τις συνθέσεις του και τότε, ναι, το υποστήριζε και μάλιστα δυνατά – η δυνατή φωνή του μπαμπά ήταν μέσα στις μουσικές του… Θυμάμαι τότε που ήμασταν μικρότεροι και βρισκόμασταν όλοι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ακούγαμε ένα τραγούδι του στο ραδιόφωνο και του λέγαμε “μπαμπά, αυτό είναι δικό σου!”, εκείνος απαντούσε “εκνευρισμένος”: “Δεν είναι δικό μου! Δικό μας είναι! Για σας τα γράφω τα τραγούδια μου, άρα είναι και δικά σας!”». 

«Μα τι όνειρα θα ‘κανες / αν δεν ήμουν στο πλάι σου / κι αν τις νύχτες δεν άπλωνα / την καρδιά μου για μαξιλάρι σου / Αν σκιά σου δεν ήμουνα / που ποτέ δεν κοιμάται / μα τι όνειρα θα ‘κανες σ’ έναν κόσμο που δεν σε λυπάται; / Εξαρτάται μου λες, εξαρτάται…», («Εξαρτάται», 1987).

«Είμαι διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός και εργάζομαι σε μελετητική εταιρεία αλλά και ως ελεύθερος επαγγελματίας, ο δίδυμος αδελφός μου, ο Κώστας, είναι διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και υποψήφιος διδάκτωρ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και η μεγαλύτερη αδελφή μας, η Χαρούλα, είναι διακεκριμένη δικηγόρος στην Αθήνα με δύο μεταπτυχιακούς τίτλους. Όπως καταλαβαίνετε, κάθε ένας από εμάς τράβηξε το δρόμο του – διαφορετικό απ’ του μπαμπά. Αλλά το σπίτι μας, το πατρικό μας σπίτι, είναι πάντα εκεί – είναι ολόκληρο ο μπαμπάς μας μέσα εκεί. Υπάρχει μια βαριά ατμόσφαιρα στο χώρο, είναι η κάθε γωνιά, το κάθε έπιπλο, τα πράγματα, οι παρτιτούρες του… Δεν είναι μόνο το πιάνο του, είναι και οι κιθάρες του, είναι όλα τα μουσικά του όργανα, ο τζουράς, ο μπαγλαμάς, το ακορντεόν, το κλαρίνο του… Είχε άπειρες φυσαρμόνικες στο σπίτι, σε συρτάρια, σε διάφορα σημεία, ακόμα και μέσα στο αυτοκίνητο… Στο σπίτι συνήθιζε να παίζει πιάνο και κιθάρα. Επίσης δεν ήθελε να παίζει παλιά του τραγούδια, μόνο καινούργια τραγούδια μας έπαιζε – το απολάμβανε αυτό! Μέσα στο στούντιό του είναι και το πρώτο πιάνο που είχε πάρει στον μπαμπά ο πατέρας του -με πολλούς κόπους!- εκεί όπου είχε γράψει και τα πρώτα του τραγούδια σε πολύ μικρή ηλικία. Στο στούντιό του είναι και το μαθητικό του μαντολίνο… Αυτός ο χώρος θα παραμείνει σε αυτό το σπίτι και θα είναι πάντα ο δικός του χώρος. Το δωμάτιο του. Εκεί μέσα είναι η ίδια η ψυχή του μπαμπά, αφού η ψυχή του αποτυπωνόταν στις μελωδίες του. Δεν θα το πειράξει ποτέ κανένας!».  

«Ένα ποτήρι θάνατο θα πιω, απόψε να μεθύσω / τα καλοκαίρια πες μου πώς μπορώ / μονάχος μου να ζήσω / Ένα ποτήρι θάνατο θα πιω απόψε να μεθύσω / σε μονοπάτι αδιάβατο θα βγω / θα βγω να σε ζητήσω…», («Θάλασσες», 1987).

«Θυμάμαι πολλά από τον μπαμπά… Πολλά! Να, μου έρχεται τώρα στο μυαλό εκείνη η μέρα που ήρθε και μας πήρε νωρίτερα από το σχολείο για να μας πάει στο γήπεδο. Ήταν ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι της Α.Ε.Κ με τη Λεβερκούζεν που, για κάποιο λόγο, είχε οριστεί νωρίς – δεν θυμάμαι την ώρα! Ε, ήρθε σαν έκπληξη από το σχολείο και μας πήρε με τα αδέλφια μου για να πάμε στη Νέα Φιλαδέλφεια για το παιχνίδι. Ήταν μια απερίγραπτη έκπληξη, που σε συνδυασμό με τη νίκη της Α.Ε.Κ, έμεινε στο μυαλό μου ως αξέχαστη μέρα! Είχε νικήσει η ομάδα και το γιορτάζαμε μαζί με τον μπαμπά!».

«Γιατί εδώ / εδώ είν’ ο έρωτας που ξέρουμε / εδώ κι οι πίκρες που μας θέλουν και τις θέλουμε / εδώ κι εμείς για να ‘χει πάντα συντροφιά / η εθνική μας μοναξιά…», («Η Εθνική μας Μοναξιά», 1992). 

«Η περίοδος εκείνη που σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλη τον μπαμπά, ήταν αυτή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Παρόλο που δεν θυμάμαι να μου λέει συχνά ιστορίες από το ’74 -ίσως γιατί ήταν σκληρότερες από όσο θα μπορούσα να αντέξω- το βίωσε πολύ έντονα. Έζησε τον πόλεμο ως στρατιώτης, είδε τις αγριότητες των Τούρκων και το δράμα των προσφύγων από πολύ κοντά… Πιστεύω πως ο πόνος για την Κύπρο και τα δεινά που πέρασε ο κυπριακός λαός, ήταν έκδηλα σε κάθε του μελωδία. Ακόμα και στα θεωρητικά “χαρούμενα” τραγούδια του μπαμπά, αναγνωρίζω μέσα μία πληγή – είναι η πληγή που πάντα έφερε μέσα του για την Κύπρο». 

«Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ‘χεις πάρει / γι’ αυτά που μου ‘χεις αρνηθεί / μου ‘χεις χαρίσει ένα φεγγάρι / γαλάζιο, ανείπωτο, βαθύ / Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ‘χεις πάρει…», («Δεν Κλαίω γι’ Αυτά Που Μου ‘χεις Πάρει», 1981).

«Το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό δώρο που μου έκανε ο μπαμπάς ήταν η καλή ακουστική του κιθάρα. Σε αυτήν είχε γράψει δεκάδες τραγούδια. Λίγο καιρό πριν φύγει, εγώ είχα φτάσει σε ένα επίπεδο αρκετά υψηλό στην κιθάρα και τον θυμάμαι, σαν τώρα, που γύρισε το κεφάλι, με κοίταξε και μου είπε: “Πάρτην, φτιάχτην, είναι δικιά σου! Το καλοκαίρι ετοιμάσου, θα παίζεις στις συναυλίες μαζί μου”. Δεν προλάβαμε. Ήταν το καλοκαίρι που διαγνώστηκε με καρκίνο…». 

«Κι εγώ πάνω στα χνάρια του σε δύσκολη πορεία / με όνομα βαρύ σαν ιστορία / Και ξέρω πως τα βράδια του στα στέκια κάνει εφόδους / του τραγουδάει του θάνατου / κι αυτός του δίνει εξόδους…», («Θυμάμαι Έναν Πατέρα…», 1997).

Τι είναι για σένα ο Μάριος Τόκας, Άγγελε;
Στο μυαλό μου κρατάω τις καλές μόνο στιγμές. Γιατί περάσαμε και δύσκολα με την αρρώστια. Για μένα ήταν πάντα και πρώτα ο μπαμπάς μου – και μετά ο Μάριος Τόκας. Αν ίσχυε το αντίστροφο θα ήταν λάθος. Θα ήθελα να ήταν εδώ και να μη χρειαζόταν να δώσω αυτή τη συνέντευξη με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατό του… Αλλά δεν είναι.

* Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Άγγελου Τόκα