«Ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς την ιστορική αλήθεια μπορεί να είναι θέμα επιλογής, η ίδια της η φύση, ωστόσο, είναι αναλλοίωτη ανεξαρτήτως γωνίας θέασης.»
Ποια απ’ όλες τις ιστορίες που φτιάξατε είναι για εσάς η πιο σημαντική; Για έναν συγγραφέα δεν υπάρχουν ιστορίες του περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές. Περισσότερο ή λιγότερο αγαπημένες, ναι. Περισσότερο ή λιγότερο προσωπικές, επίσης. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με τη σπουδαιότητά τους, παρά με τη συναισθηματική και διανοητική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σε μία δεδομένη χρονική περίοδο. Ένα έργο, εν προκειμένω μία συλλογή διηγημάτων, αποτελεί ένα σύνολο τα μέρη του οποίου έχουν οργανική σχέση το ένα με το άλλο και το καθένα εξυπηρετεί έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Με άλλα λόγια, αν έλειπε ένα από αυτά η συλλογή θα ήταν ατελής. Κάθε ιστορία λοιπόν είναι εξίσου σημαντική με τις υπόλοιπες, και παρότι άνισες όσον αφορά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, στέκονται ισότιμα ως προς το λειτουργικό τους ρόλο στην αρχιτεκτονική του έργου.
Υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στα διηγήματα του Γκιακ; Οι ιστορίες σας βασίζονται σε αληθινά περιστατικά που σας διηγήθηκαν Αρβανίτες ή όχι; Επέλεξα συνειδητά να μην αναζητήσω τέτοιες διηγήσεις, γιατί ήταν σημαντικό για εμένα να μην παρεκκλίνω στην πλοκή των ιστοριών που είχα επιλέξει να αφηγηθώ. Πολλές φορές είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς από τη γοητεία μιας τέτοιας διήγησης και να προσπαθήσει να εντάξει στοιχεία της στη δική του μυθοπλασία. Δεν είναι κάτι το επιλήψιμο, απλώς έκρινα ότι στην περίπτωση του «Γκιακ» κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε τους στόχους μου. Ωστόσο, πρέπει να πω πως στα διηγήματα «Ο Αρραβώνας» και «Ήρθε ο καιρός να φύγουμε», η αφετηρία οφείλεται σε ιστορίες που είχα ακούσει στην οικογένειά μου.
Για τη γλώσσα που χρησιμοποιήσατε κάνατε έρευνα; Για τη γλώσσα αυτή δεν χρειάστηκε να κάνω οποιαδήποτε έρευνα, γιατί είχα το προνόμιο να την κληρονομήσω και να μεγαλώσω με αυτή. Μπορεί να μην την είχα χρησιμοποιήσει ποτέ συστηματικά πριν αρχίσω να γράφω το «Γκιακ», αλλά παρόλ’ αυτά δεν υπήρξε ένα οικογενειακό κειμήλιο το οποίο παραπεταμένο κάπου μάζευε σκόνη. Αντίθετα, ήταν και παραμένει ζωντανή κι ακμαία στον τόπο καταγωγής μου. Με άλλα λόγια, η βιωματική μου σχέση με αυτή τη γλώσσα ξεπερνάει το επίπεδο της οικειότητας, μιας απλής γνωριμίας.
Περιγράφοντας τα όσα έκανε η ελληνική πλευρά στη Μικρασιατική Εκστρατεία –καταστροφές, αφαίρεση ζωών, βιασμούς– φοβηθήκατε ότι αγγίζετε ένα «εξιδανικευμένο» κομμάτι της ελληνικής ιστορίας; Για να είμαι απολύτως ειλικρινής ήταν κάτι το οποίο δεν με απασχόλησε ποτέ, ούτε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του «Γκιακ» ούτε και μετά. Ο λόγος είναι ότι δεν θεωρώ πως καινοτόμησα όσον αφορά την ιστορική αποτύπωση των συγκεκριμένων καταστάσεων. Ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς την ιστορική αλήθεια μπορεί να είναι θέμα επιλογής, η ίδια της η φύση, ωστόσο, είναι αναλλοίωτη ανεξαρτήτως γωνίας θέασης.
Αρνητικές αντιδράσεις υπήρξαν; Όσον αφορά το λογοτεχνικό κομμάτι, ναι. Πολλοί για παράδειγμα ενοχλήθηκαν από την επιλογή της γλώσσας ή το ότι ένας νέος συγγραφέας επιλέγει ως αφηγηματικό πλαίσιο την περίοδο του πολέμου της Μικράς Ασίας, κλπ. Όσον αφορά τώρα το περιεχόμενο του «Γκιακ», σε σχέση και με την προηγούμενή σας ερώτηση, δεν έχει φτάσει σ’ εμένα κάποια αρνητική αντίδραση. Τουλάχιστον όχι μέχρι τώρα.
«Γκιακ», Εκδόσεις Αντίποδες, Δεκέμβριος 2014, Σελίδες 120
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε στη Μαλεσίνα Λοκρίδας το 1983. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Η αδελφότητα του πυριτίου», Αρμός 1998, «Ο τέταρτος ιππότης», Κέδρος 2001 και τις συλλογές διηγημάτων «ΜεταΠοίηση», Κέδρος 2012 και «Γκιακ», Αντίποδες, 2014. Για το πρώτο του μυθιστόρημα του απονεμήθηκε το βραβείο Νεανικός Ικαρομένιππος. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου και διαμένει.