Ουδέποτε ο παππούς μου με άφησε να αισθανθώ ότι ήταν κάποιος μεγάλος και τρανός. Κι ας ήταν εκείνη την εποχή ήδη καταξιωμένος και διεθνώς αναγνωρισμένος. Κι αυτό επειδή ούτε ο ίδιος έβλεπε τον εαυτό του έτσι. Ήταν πολύ ταπεινός άνθρωπος, δεν είχε καθόλου έπαρση. Ήταν φυσικά αδύνατο να μη συνειδητοποιήσω το πόσο σημαντικός άνθρωπος ήταν, μόνο και μόνο από την προσωπικότητα και τους τρόπους του. Ο λόγος του είχε βαρύτητα. Σε μαγνήτιζε. Είχε μια μελωδικότητα η φωνή του. Μπορούσε να μιλήσει ως λόγιος, να κάνει μια εμπεριστατωμένη διάλεξη, αλλά η καθημερινή ομιλία του ήταν απλή. Όπως και η ποίησή του. Δεν προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει δύσκολες λέξεις για να εντυπωσιάσει, γύρευε την κατάλληλη για να γίνει κατανοητός. Είχε τον τρόπο του να κερδίζει τους ανθρώπους. Σού μιλούσε αληθινά, σε κοιτούσε στα μάτια με ειλικρινές ενδιαφέρον. Μας περιέβαλε όλους με πολλή αγάπη. Και ήταν πολύ ευαίσθητος. Απέφευγε να βλέπει τηλεόραση, γιατί δεν άντεχε να βλέπει π.χ. τα παιδιά στην Αφρική που πεινούν. Έκλαιγε.

Δεν τον θυμάμαι ποτέ να κουτσομπολεύει ή να κατηγορεί οποιονδήποτε. Ήταν πολύ φιλόξενος και ευγενικός άνθρωπος. Όμως όσο ανοιχτός ήταν, τόσο ταυτόχρονα συνήθιζε, όλο και πιο συχνά προς το τέλος, να κλείνεται στον εαυτό του και να απομονώνεται. Είχε μια γλυκιά θλίψη. Ήταν ιδιόρρυθμος. Και ταυτόχρονα γλυκός, στοργικός και εκδηλωτικός. Τον έβλεπες και σε προχωρημένη ηλικία να κρατά τη γιαγιά Έρση αγκαλιά. Ο παππούς προσπαθούσε να κρατά την οικογένεια δεμένη. Τα καλοκαίρια νοίκιαζε σπίτι στο βουνό και ταυτόχρονα ή εναλλάξ οι οικογένειες των παιδιών του περνούσαμε χρόνο μαζί του. Ήταν φυσιολάτρης. Όμως, όταν πηγαίναμε βόλτες στη φύση, δεν θα έλεγε ποτέ «κοίτα τι ωραία που είναι εδώ». Θα έλεγε «άκου τα πουλάκια», «μύρισε τα λουλούδια», θα έκανε βαθιές αναπνοές. Σε βοηθούσε να νιώσεις, να ανακαλύψεις μόνος την ομορφιά. Και ήταν φιλόζωος. Δεν πατούσε ούτε κατσαρίδα. Είχε έναν τεράστιο σεβασμό στη ζωή. Τον θυμάμαι να προγευματίζει και να έχει το σκυλί στα πόδια και τη γάτα στο περβάζι. Ήταν η Σουζάννα, της οποίας της έγραψε και ποίημα.

Όταν ήμουν έφηβος πήγαινα και τον έβρισκα στο σκοτεινό δωμάτιο και κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις για διάφορα θέματα. Δεν θα μου έδινε συμβουλές αν δεν του το ζητούσα. Ήταν πολύ διακριτικός. Κι είχε μια φυσική ευγένεια με όλους. Εύχομαι να το έχω πάρει κι εγώ αυτό, αλλά δεν είναι κάτι που κληρονομείται, είναι κάτι που δουλεύεται, καλλιεργείται. Και οι συμβουλές του ήταν αληθινές. Αν και δεν ήταν άνθρωπος που προτιμούσε να συμβουλεύει με λόγια, αλλά με πράξεις. Δεν επιδίωκε να επιβληθεί, αλλά λειτουργούσε ο ίδιος ως ζωντανό παράδειγμα για τους άλλους. Αυτό που δεν θεωρούσε σωστό να κάνουμε, δεν το έκανε ούτε αυτός.

Ήξερα ότι θα ήταν πάντα εκεί για μένα. Κι όχι μόνο για μένα αλλά για οποιονδήποτε τον χρειαζόταν. Θυμάμαι το 1997 που ήμουν στρατό και δεν είχα αυτοκίνητο, εκείνος, ενώ απέφευγε πια να οδηγεί, οδήγησε μέχρι το στρατόπεδο για να τον πάρω μετά σπίτι και να μου το αφήσει. Δεν έχω γνωρίσει πιο συνεπή και αξιόπιστο άνθρωπο. Οι πράξεις ήταν συνακόλουθες με τα λόγια του. Ποτέ δεν έτυχε να μου τάξει κάτι και να μην το εκπληρώσει. Όταν ήμουν μικρός στο δημοτικό ερχόταν κάθε μεσημέρι να με παραλάβει από το σχολείο, την Α’ Αστική Αγίου Δομετίου. Πάντοτε, έφτανε πέντε λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι στην ώρα του. Έγραψε σχετικά και ποιήματα, ένα που λέει «Ξέρεις τι σημαίνει να ξανακάνεις το λεωφορείο του νηπιαγωγείου να σταματά στην πόρτα μας;» (σ.σ. «Στο Πρώτο εγγονάκι μου») και βέβαια το άλλο που λέει «Όταν ένα μεσημέρι δεν με βρεις στην αυλόπορτα του σχολείου να σε περιμένω, να ξέρεις πως δεν θα με ξαναβρείς» (σ.σ «Προς το εγγονάκι μου Κώστα»). Μου προκαλούσε θλίψη η σκέψη ότι δεν θα τον ξαναδώ. Ο ίδιος, όμως, είχε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου κι ίσως να τον εξίταρε κιόλας.

Έτρωγε με μέτρο. Πρόσεχε τη διατροφή του, απέφευγε τα τηγανητά. Περπατούσε πολύ, ασκούνταν. Είχε τρομερή πειθαρχία. Ο πατέρας μου τον θυμάται να καπνίζει ενάμισι τσιγάρο τη μέρα. Μισό το πρωί με τον καφέ κι ένα μετά το φαγητό. Επέβαλε στον εαυτό του έναν λιτό τρόπο ζωής που ενδεχομένως σχετίζεται με το γεγονός ότι οι άνδρες στην οικογένειά του πέθαναν νέοι. Ίσως δεν περίμενε ότι θα ζούσε 90 χρόνια, πιο πολλά από όλα τα αδέρφια. Κι έγραφε μέχρι το τέλος. Τα συρτάρια του είναι γεμάτα με ανέκδοτα ποιήματα. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον θάνατο. Ήταν ο μικρότερος. Στα οκτώ του χρόνια, έχασε τους δύο αδερφούς του μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο πατέρας του, ο Θεόδουλος, έλεγε «είχα δύο στύλους και μου ‘μεινε το κλαδάκι». Στα 12 έχασε τη μητέρα του και στα 16 τον πατέρα του. Το είχε μεγάλο παράπονο πάντα. Μου έλεγε για τον αδερφό του τον Νίκο που υπέφερε από λευχαιμία κι έκλεινε το πουκάμισο μέχρι πάνω για να μη φαίνονται τα σημάδια όταν πήγαινε σχολείο. Μου διηγήθηκε μάλιστα ένα περιστατικό που έπεσε και χτύπησε και περίμενε να σχολάσει ο αδερφός του για να τον πάρει στα χέρια και να τον πάει σπίτι.

Η απώλεια που του στοίχισε περισσότερο ήταν της μάνας του, της Καλομοίρας, που της είχε μεγάλη αδυναμία. Όπως έγραψε και στο Α’ Γράμμα στη Μητέρα «όμως εμείς μ’ αυτά κλεινόμαστε έρμαια στη σοφίτα». Στα Τρία Γράμματα στη Μητέρα, η μάνα παίρνει πολλαπλές μορφές. Και ο καθένας μπορεί ελεύθερα να δώσει τη δική του ερμηνεία. Η ποίησή του είναι οικουμενική. Ο ίδιος ποτέ δεν επεξηγούσε τους στίχους του. Το ποίημα δεν αφορά αποκλειστικά την Καλομοίρα Μόντη, ή την Ελληνίδα μάνα, αλλά και μια μητέρα από την Ινδία, τη Χιλή ή οπουδήποτε. Για κάποιους αφορά τη μητέρα Ελλάδα, ή τη μητέρα πατρίδα. Είναι όμως τρία ανεπίδοτα γράμματα στη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή και την οποία στερήθηκε πρόωρα. Ίσως ήταν ένα εσωτερικό χρέος που είχε προς εκείνη.

Έναν ποιητή δεν μπορείς να τον καλουπώσεις ή να τον καπελώσεις. Και τον παππού μου προσπάθησαν πολλοί να το κάνουν, για δικούς τους λόγους. Θεωρώ γελοίο να προσπαθείς να στριμώξεις έναν ποιητή μέσα σε κομματικά στεγανά. Ο Μόντης ήταν ελεύθερο πνεύμα. Τον διακατείχε ο σεβασμός στην ελευθερία της άποψης. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν στρατευμένος. Επειδή κάναμε πολλές φορές κουβέντα για το θέμα αυτό, θεωρούσε αδιανόητο ότι υπάρχει στρατευμένος ποιητής. Ο ίδιος δεν ανήκε σε κάποια παράταξη. Είχε τραβήξει τις δικές του γραμμές. Ήταν πολύ περήφανος για τη δράση του στην ΕΟΚΑ ως πολιτικός καθοδηγητής. Ήταν πατριώτης και είχε ανεπτυγμένο εθνικό φρόνημα. Όμως, δεν μπορείς να πεις ότι ήταν εθνικιστής, ή δεξιός, ούτε φυσικά ότι ήταν αδιάφορος για τα πολιτικά δρώμενα. Αντίθετα, ουσιαστικά αριστέριζε. Με την έννοια ότι είχε τρομερές ευαισθησίες για τα κοινωνικά ζητήματα, κάκιζε τις ανισότητες και αναγνώριζε την ανάγκη για λαϊκούς αγώνες.
 
Οποιαδήποτε πόλωση, αρρώσταινε τον παππού μου. Κάθε ανοιχτόμυαλος άνθρωπος δυσκολεύεται να κατανοήσει τον φανατισμό και τις ακρότητες. Εναντιωνόταν σε κάθε μορφή διχασμού. Δεν χρωματίστηκε κι αυτό πολλές φορές το πλήρωσε. Η εφημερίδα που άνοιξε το 1946, η «Ελευθέρα Φωνή», έκλεισε ακριβώς γιατί την πολεμούσαν όλοι επειδή ήταν ακομμάτιστη και αχρωμάτιστη. Έβλεπε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα στην Ελλάδα να μεταφέρεται εδώ και ανησυχούσε. Καλούσε τον κόσμο να κάνει υπομονή. «Να ελευθερωθούμε πρώτα και μετά τρώγεστε μεταξύ σας», έλεγε.

Δεν αισθάνομαι κάποιο βάρος με το όνομα που κληρονόμησα. Αισθάνομαι μόνο περηφάνια. Βάρος θα αισθανόμουν αν γινόμουν κι εγώ ποιητής. Όταν ήμουν στο δημοτικό είχα κάποτε αποπειραθεί να γράψω ένα ποίημα το οποίο μάλιστα εκδόθηκε στον «Φιλελεύθερο». Είχε τίτλο «Το Φεγγάρι». Εκεί ίσως να ένιωσα ένα βάρος. Το είχε δει ο παππούς και με παρότρυνε, αλλά πάντα με τον δικό του διακριτικό τρόπο.
 
Αισθανόταν περήφανος για τα «όχι» και τα «ποτέ» των 18 του χρόνων. Όταν έλαβε μέρος στα Οκτωβριανά το 1931 κάλεσε τους συμμαθητές του «ελάτε να ζήσουμε μια νύχτα ελεύθεροι». Και την επομένη, στην κηδεία του Ονούφριου Κληρίδη ο γυμνασιάρχης του ζήτησε να γράψει τον επικήδειο του συμμαθητή του. Δεν σώζεται, γιατί λέγεται ότι μετά τον κατάπιε. Ο πατέρας του είχε συμβάλει στην καλλιέργεια της αντιαποικιοκρατικής και αντιπολεμικής του συνείδησης. Είχε υπηρετήσει στον βρετανικό στρατό και διηγούνταν στα παιδιά του τις κτηνωδίες των αποικιοκρατών στην Αφρική. Όταν οι Βρετανοί πρότειναν στον παππού να πάει στην Αγγλική Σχολή, εκείνος σεβάστηκε την επιθυμία του ετοιμοθάνατου προπάππου μου να ακολουθήσει την ελληνική παιδεία. Και δεν το μετάνιωσε ποτέ. Σπούδασε νομική στην Ελλάδα παρόλο που ήξερε ότι εξαιτίας αυτού η αποικιακή κυβέρνηση δεν θα του επέτρεπε ν’ ασκήσει τη δικηγορία.
 
Η γιαγιά μου ήταν η μούσα του. Ήταν η πρώτη αναγνώστρια και λάμβανε σοβαρά υπόψη τη γνώμη της. Κι εκείνη τον θαύμαζε. Ισχύει αυτό που λένε ότι πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα. Ήταν βράχος, το στήριγμά του για μια ζωή. Κι είχε περάσει δύσκολη ζωή, αφού η μητέρα της πέθανε όταν ήταν βρέφος. Αρραβωνιάστηκαν το 1942 και παντρεύτηκαν το 1946 στη Φανερωμένη. Γνωρίστηκαν στη Μόρφου. Μια από τις αδερφές του είχε παντρευτεί εκεί και μετακόμισε και η υπόλοιπη οικογένεια. Ο παππούς πήγαινε το καλοκαίρι όταν ερχόταν από τις σπουδές κι επειδή ήταν μορφωμένος κι είχε κι έναν αέρα, οι χωριανές έντυναν τις κόρες τους, τις έβαζαν δίπλα στην πόρτα και τον καλούσαν για καφέ. Η πρώτη επαφή έγινε όταν η γιαγιά ήταν κάπου 14 ετών. Ήταν στον γάμο μιας αδερφής του, που πήγε με φίλες της κρυφά να δει. Κάποιος φώναξε «είναι η Ερσού του Κωνσταντή», εκείνη έτρεξε να φύγει, αλλά ο παππούς άρπαξε ένα κεραστικό και της το έδωσε. Αργότερα, γνωρίστηκαν καλύτερα, τη ζήτησε, αλλά έθεσε όρο στον πατέρα της να την αφήσει να τελειώσει πρώτα το Γυμνάσιο. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, με στερήσεις, για να μεγαλώσουν τέσσερα παιδιά. Ο παππούς έκανε τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Κι έπρεπε να βρει χρόνο να γράφει. Κάπως έτσι, μίκρυναν τα ποιήματα και προέκυψαν οι «Στιγμές». Δεν είχε χρόνο εκείνη την εποχή να αναπτύξει το ποίημα κι ήταν υποχρεωμένος να κρατά μόνο τον νοηματικό πυρήνα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο είδος ποίησης το οποίο μιμηθήκαν πολλοί μεταγενέστεροι.

Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 105 χρόνια από γέννηση του ποιητή Κώστα Μόντη και την 1η Μαρτίου 15 χρόνια από τον θάνατό του. Στις 12 Φεβρουαρίου το Δικηγορικό γραφείο Χριστόδουλος Γ. Βασιλειάδης & ΣΙΑ ΔΕΠΕ και το Ίδρυμα Κώστα Μόντη διοργανώνουν τιμητική εκδήλωση με τίτλο «Ο Ελληνισμός του Κώστα Μόντη», στις 7.30μ.μ. στο Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου
 
* Ο εγγονός Κώστας Μόντης είναι νομικός και ο εκτελεστικός διευθυντής του Ιδρύματος Κώστα Μόντη.