Για όσους είδαν τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις της ζωης τους εκεί, για όσους έζησαν σαν μυσταγωγία μια συναυλία του Μάνου Χατζιδάκι έχοντάς τον απέναντί τους, η «ανάσταση» του Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας αποτελεί είδηση. Είναι σαν ένα κομμάτι παζλ να τοποθετείται ξανά στην εικόνα στην πόλης.
 
Αν δει κάποιος φωτογραφίες από την έναρξη των εργασιών της αποκατάστασης θα διαπιστώσει πως είχε µείνει ένα κουφάρι µόνο: Η ιστορική πρόσοψη και οι πλαϊνοί τοίχοι, οι οποίοι έτυχαν κι αυτοί ενίσχυσης. Άξιζε τόσος κόπος, ενδεχοµένως να διερωτηθεί ένας αντικειµενικός παρατηρητής; Η απάντηση του κάθε Λευκωσιάτη είναι µάλλον «ναι». Γιατί το Δηµοτικό Θέατρο δεν είναι απλά η εικόνα µε τις ψηλές κολώνες και το αέτωµα. Είναι ένα κοµµάτι της ιστορίας της ενηλικίωσης µιας πόλης και των ανθρώπων της µαζί.
 
Οι σηµερινοί µεσήλικες συναντήθηκαν εκεί µε πολλούς από τους µύθους τους. Λίγο πριν πέσει η Χούντα στην Ελλάδα, παρακολουθώντας το «Μεγάλο µας Τσίρκο», µε την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, οι οποίοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν για το έργο αυτό, ένιωθαν πως συµµετείχαν σε ένα είδος αντίστασης.
 
Κι έπειτα, τα πρώτα χρόνια µετά την τουρκική εισβολή γνωρίζοντας τον Μπρεχτ µέσω εµβληµατικών παραστάσεων όπως «Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν», «Ο Καυκασιανός Κύκλος µε την Κιµωλία» και «Μάνα Κουράγιο», σε σκηνοθεσία του Χάιντς Ούβε Χάους, ο θεατής µάθαινε πως το θέατρο δεν είναι απλά ψυχαγωγία. Εκεί, στο Δηµοτικό Θέατρο, υπήρξαν τα καλύτερα χρόνια του ΘΟΚ και αναδείχθηκε µια ξεχωριστή οµάδα ηθοποιών που ακόµα και σήµερα θεωρούνται λίγο έως πολύ ιερά τέρατα.
 
Κάθε Κυριακή πρωί, η Παιδική Σκηνή εισήγαγε τους ανήλικους της θεατές σε ένα µαγικό κόσµο, µε περίτεχνα σκηνικά, πρωτόγνωρα µουσικά ακούσµατα και έναν άλλο τρόπο έκφρασης. Εκεί κάναµε σεκόντο στον Μάνο Χατζιδάκι αλλά και στον Σαββόπουλο, όταν ακόµα ήταν ακριβοθώρητος στα µέρη µας. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτά. Το Δηµοτικό Θέατρο ήταν ένας χώρος για εκδηλώσεις. Από πολιτικές συγκεντρώσεις µέχρι σχολικές παραστάσεις και γκλαµ απονοµές.
 
Ένας χώρος, που σχεδιάστηκε πριν τον τεµαχισµό της πόλης και αποτελούσε µέρος του αστικού κέντρου, τοποθετηµένο στην άκρη του Δηµοτικού Κήπου, µε την καφετέρια Garden δίπλα και απέναντι το Αρχαιολογικό Μουσείο, σε πολύ κοντινή απόσταση από το εµπορικό κέντρο, ενώ λίγα µέτρα πιο πέρα ήταν το ιστορικό ξενοδοχείο της πόλης, το Λήδρα Πάλας. Με άλλα λόγια, ήταν χωροθετηµένο σε σηµείο που θα µπορούσε να λειτουργεί ως ένας πολιτιστικός πυρήνας σε συνάφεια µε όλα τα άλλα, δηµιουργώντας ένα κέντρο πόλης. Και για λίγα χρόνια κατάφερε να ανταποκριθεί στο ρόλο αυτό. 
 
Η δημιουργία του Δημοτικού Θεάτρου αποφασίστηκε επί δημαρχίας Θεμιστοκλή Δέρβη, τη δεκαετία του ΄50. Δημοσιεύματα της εποχής μιλούσαν για ένα κτήριο ιωνικού ρυθμού, χωρητικότητας 2.000 θεατών, με εντυπωσιακό φουαγιέ, περιστρεφόμενη σκηνή, αετώματα και στέγη που θα εισάγονταν από τη Γλασκώβη. Τα σχέδια υπέγραφε ο Γιάννης Χατζηδάκις και θα ακολουθούσε μάλιστα η ίδρυση Δραματικής Σχολής. Για να επιτευχθεί το έργο, ο Δήμος θα δανειζόταν 35.000 λίρες από την κυβέρνηση και άλλες 15.000 από την εταιρεία πετρελαιοειδών Shell, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα. Αργότερα, και αφού αρχικά λειτούργησε ένα θερινό δημοτικό θέατρο στη θέση εκεί, πήρε τη μορφή που ξέρουμε: Ένα κτήριο με νεοκλασικά στοιχεία, αρχαιοελληνικούς κίονες στην είσοδο και τσίγκους στη στέγη, σχεδιασμένο από τον Πεύκιο Γεωργιάδη. Εγκαινιάστηκε το 1967 και για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης.
 
Το 2005 αποφασίστηκε η ανακαίνιση και αναβάθμισή του. Το έργο ανέλαβε και πάλι το γραφείο του Πεύκιου Γεωργιάδη, με επικεφαλής την κόρη του Κάρεν. Τη στατική μελέτη ανέλαβε το γραφείο Κώστα Σανταμά και τις εργοληπτικές εργασίες η εταιρεία A. Panayides Contracting. Τοποθετήθηκαν τότε νέα πατώματα, σύγχρονο control room, ψευδοτάβανο για καλύτερη οπτικοακουστική, αναπαυτικά καθίσματα, νέος ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός, έγιναν καινούργια καμαρίνια και κλιμακοστάσιο διαφυγής. Φάνηκε όμως πως η στέγη δεν μπορούσε να αντέξει τις νέες προσθήκες που ενσωματώθηκαν σε αυτήν και τον Ιούνιο του 2008 κατέρρευσε συμπαρασύροντας όλους τους καινούργιους εξοπλισμούς και την ανακαίνιση των πέντε περίπου εκατομμυρίων. Ερευνητική Επιτροπή που είχε οριστεί για εξέταση του θέματος, έκρινε πως η αντοχή των ψαλιδιών (τα οποία είχαν τοποθετηθεί το 1956) ήταν οριακή για το βάρος των κατασκευών και εξοπλισμών που προστέθηκαν.
 
Μετά από αυτό και για οκτώ χρόνια, το κτήριο έμεινε εκεί ως ένα σουρεαλιστικό μνημείο με τις ιδέες για το μέλλον του να εναλλάσσονται σε τακτά διαστήματα. Ο πρόεδρος της Βουλής το διεκδικούσε για να επεκταθεί η Βουλή, άλλοι πρότειναν τη μετατροπή του σε Βιβλιοθήκη, άλλοι την επαναφορά του θερινού θεάτρου. Εν τέλει επικράτησε η ιδέα της αποκατάστασής του και επαναλειτουργίας του ως Δημοτικό Θέατρο για παραστάσεις και συναυλίες. Όπως ήταν και ο αρχικός του προορισμός. Με τη διαφορά πως ο ΘΟΚ απέκτησε πια δική του στέγη και έχει μετακομίσει. 
Την ευθύνη του έργου ανέλαβε το Τμήμα Δημοσίων Έργων της κυβέρνησης με συντονιστή τον ανώτερο αρχιτέκτονα του τμήματος Φοίβο Ιακωβίδη, ενώ τις εργασίες κατόπιν προσφορών ανέλαβε η εταιρεία Cyfield έναντι του ποσού των 8,7 εκατομμυρίων συν ΦΠΑ. Και με πολύ μικρή μόνο παρέκκλιση, λόγω κυρίως των φετινών καιρικών συνθηκών, το έργο παραδίδεται αυτές τις μέρες στον ιδιοκτήτη του που είναι ο Δήμος Λευκωσίας, ενώ η Cyfield θα έχει την ευθύνη συντήρησής του για 12 χρόνια, όπως προνοεί το συμβόλαιο ανάληψης του έργου. 

Η όψη του κτηρίου έχει διατηρηθεί, όπως ήταν και η γενικότερη απαίτηση, στην ουσία όμως όλα τα άλλα έχουν αντικατασταθεί κατόπιν εξειδικευμένων μελετών, βασισμένων σε σύγχρονα πρότυπα. Ενώ η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό παραπέμπει στην παλιά του εποχή, τα πάντα είναι καινούργια. Δεν είχε μείνει παρά ένα γιαπί με όρθιες μόνο την κύρια και τις άλλες όψεις οι οποίες ενισχύθηκαν για να πληρούν τις απαιτήσεις του αντισεισμικού κώδικα. Η οροφή δε, καινούργια, έχει ψηλώσει -για λόγους καλύτερης ακουστικής- και έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα ασφάλειας με πιστοποιήσεις των αρμοδίων τμημάτων. Σχεδιασμένο πια από την αρχή, λαμβάνει υπόψη τις νέες επικρατούσες αντιλήψεις.

Έτσι τα καθίσματα έχουν τοποθετηθεί με νέα γεωμετρικά δεδομένα, τόσο προς την κλίση όσο και προς τις αποστάσεις, με αποτέλεσμα να είναι μειωμένα κατά 100 θέσεις από ό,τι ήταν προηγουμένως. Σήμερα η αίθουσα είναι χωρητικότητας 1000 ατόμων. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο της Κύπρου. Ο εξώστης έχει κατασκευαστεί με διαφορετική κλίση ώστε οι θεατές να μπορούν να παρακολουθούν καλύτερα, απ’ ό,τι στην αρχική κατασκευή. Η μπούκα της σκηνής έχει μεγεθυνθεί, η δε σκηνή παρέχει ευελιξία για εύκολη εγκατάσταση και εναλλαγή σκηνικών.
Το νέο θέατρο διαθέτει επίσης άνετο χώρο παρασκηνίων και λήφθηκαν όλες οι πρόνοιες για να μπορεί να φιλοξενήσει τόσο θεατρικές όσο και μουσικές παραστάσεις. Για αυτό και έγιναν εξιδεικευμένες μελέτες τόσο για την οπτική όσο και για την ακουστική του χώρου, αλλά και τον φωτισμό, τις οποίες ακολούθησε η εγκατάσταση ανάλογου εξοπλισμού. Την ακουστική μάλιστα, υπογράφει ο Θεόδωρος Τιμαγένης ο οποίος έκανε, ανάμεσα σε άλλα, τη μελέτη για το Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας και Θεσσαλονίκης αλλά και τη μελέτη για το Μουσείο της Ακρόπολης. 
Όσον αφορά στη διαχείριση, αν και ιδιοκτήτης είναι ο Δήμος Λευκωσίας, δικαίωμα χρήσης θα έχει και το Υπουργείο Παιδείας, λόγω των 5 εκατομμυρίων που συνείσφερε για να γίνει εφικτό το έργο αναστήλωσης του ιστορικού χώρου.