Αυτή δεν είναι µια «κανονική» συνέντευξη. Η Άννα σταµάτησε εδώ και καιρό να δίνει συνεντεύξεις και δεν θα µπορούσε, βεβαίως, να κάνει εξαίρεση. Είναι όµως µια κουβέντα που ξεκίνησε οκτώ χρόνια πριν σε ένα ταξίδι στην Κένυα και συνεχίζεται ακόµα, κάθε φορά που θα συναντηθούµε µε αφορµή, κυρίως, το ίδρυµα Σοφία για τα Παιδιά. Πρόκειται για ψήγµατα συζητήσεων σε ανύποπτο χρόνο, σκέψεις που καταγράφηκαν πρόχειρα και λόγια που ειπώθηκαν από καρδιάς. Η κυκλοφορία του νέου της δίσκου είναι µια καλή ευκαιρία για να ξεσκονίσω τις σηµειώσεις µου για µια γυναίκα που τα έχει πει όλα, αλλά πάντοτε αφήνει µια χαραµάδα για να χωρέσουν περισσότερα.
 
Σάββατο βράδυ. Στο Hotel Ερµού δεν πέφτει καρφίτσα. Ξανά µανά. Το ίδιο συνέβαινε και πέρσι, το ίδιο και πρόπερσι. Ένα ποικίλο κράµα κόσµου συνωστίζεται στους chesterfield καναπέδες του meeting point στο κέντρο της πόλης: πιτσιρίκες και πιτσιρικάδες, well of 40άρηδες, στρέιτ και γκέι ζευγαράκια των 30 και κάτι. Κάπου ανάµεσά τους είναι και η κυρία Αγγελική, 76 χρονών, που είδε το πρόγραµµα 11 φορές φέτος και ξέρει πως µετά απ’ το video clip του Michael Jackson που προβάλλεται στην οθόνη πάνω απ’ τη σκηνή, το δικό της είδωλο θα εµφανιστεί. Όπως και έγινε. Στο κέντρο του µικρού stage µε τις χειροποίητες µπουχάρες, η Άννα θα ερµηνεύσει µε εκείνη την αναλλοίωτη φωνή της ένα µουσικό mix and match πλέκοντας δεκαετίες, επιτυχίες, αναµνήσεις, στίχους, είδη και στυλ.
 
Ακέραιη και ακριβής, χωρίς να χάνει απ’ τον πηγαίο αυθορµητισµό της, υποκλινόµενη σε κάθε παρατεταµένο χειροκρότηµα στο κοινό –το κοινό «της»– τραγουδά για έρωτες αδιέξοδους, πληγωµένους και Βατερλό, για πράγµατα, δικά του πράγµατα, για αγάπες από νάιλον, για απόλυτα κενά, για τραύµατα κι αντίδοτα. Καθώς βρίσκεται σε αυτό τον χώρο για τέταρτη χρονιά, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι στο πέρασµα των χρόνων έχει µετατεθεί η δηµιουργική και καλλιτεχνική της ανάγκη. «Μετατοπίστηκαν τα θέλω µου» τη θυµάµαι να λέει. «Και ήταν ο στόχος µου να γίνει αυτή η αλλαγή. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα συνέβαινε και πώς θα έβγαινε. Εδώ και χρόνια ήθελα ένα µικρό χώρο που δεν θα ήταν µίζερος, γουστόζικα φτιαγµένο για να χωρέσει η µουσική µου. Έναν χώρο αλλιώτικο, σαν ένα ωραίο σαλόνι όπου µπορεί κάποιος να ακούσει µουσική, να χορέψει, να µιλήσει µε τον άλλο αλλά και να νιώσει ποια είµαι εγώ. Επιζητούσα αυτό το παρεΐστικο που προσφέρει το Hotel». Χρόνια πριν είχε δει σε µια τηλεοπτική εκποµπή τον Presley πάνω σε ένα ρινγκ, οι µουσικοί του καθόντουσαν µαζί του στη σκηνή και ο κόσµος ήταν γύρω-γύρω. Τους µίλαγε, τους άκουγε… «Μου αρέσει αυτό το µπλέξιµο που γίνεται. Και ο κόσµος βλέπει αυτό που θα ήθελα να δουν από µένα: το πώς τραγουδάω. Κακά τα ψέµατα, όταν είσαι σε ένα µεγάλο µαγαζί υπηρετείς τους κανόνες που έχει ένα show γιατί αυτός που σε βλέπει απ’ τα 100 µέτρα πρέπει να σε δει αλλιώτικα φωτισµένη, παίζουν ρόλο οι συµµετρίες, οι γραµµές. Στο Ermou είµαι χύµα, ελεύθερη αλλά µε µπόλικη δουλειά και πρόβες πίσω απ’ αυτό που φαίνεται».
Βγαίνοντας απ’ το θέατρο Aldwych –είχε προηγηθεί ένα µιούζικαλ-υπερπαραγωγή, απ’ αυτά που παρουσιάζονται µόνο στις σκηνές της Γηραιάς Αλβιώνας- τυλίγει το κασκόλ της γύρω απ’ το λαιµό και ακούει την ερώτησή µου που βγήκε αυθόρµητα καθώς ψάχνουµε για ταξί. Ποια ήταν η µεγαλύτερη πρόκληση στη δική της καριέρα; «Τα µιούζικαλ και ειδικά η Μάλα. Είχα τρελαθεί να πετύχω… Η πρώτη µου σκηνή στο έργο ήταν να βγω και να απαγγείλω έναν επαναστατικό λόγο. Δεν µπορούσα να το κάνω… Ένιωθα και ήµουν έξω απ’ τα νερά µου. Κλεινόµουν στην τουαλέτα, θυµάµαι, για να µη µε ακούσουν και ψιθύριζα ή φώναζα σαν τρελή. Ο Γιάννης Κακλέας, ο σκηνοθέτης, δεν ήθελε να µου πει πώς να το κάνω για να µη µε βάλει σε καλούπια ενώ δεν ήµουν σπουδαγµένη ηθοποιός. Τα κατάφερα όµως… Όταν βλέπω τη Μάλα νιώθω περήφανη. Είναι το µόνο πράγµα που µπορώ να δω από µένα χωρίς ανασφάλεια ή να θέλω να µε διορθώσω όπως κάνω συνήθως σε όλα τα υπόλοιπα. Θεωρώ πως ήµουν στην καλύτερή µου φάση ως φωνή και φιζίκ. Και εγώ ήµουν απόλυτα ταγµένη σε αυτό.
 
 
Θα ήθελες να κάνεις ξανά θέατρο; Ναι, αρκεί να ήταν κάτι που να αφορούσε το τώρα, στη φάση που περνάω, σαφώς στην καλλιτεχνική ηλικία που είµαι. Αν έγραφε κάτι ο Νίκος που θα µε συγκινούσε ξανά όπως και στις προηγούµενες όπερες και θα µε ιντρίγκαρε το θέµα του, θα το έκανα. Ακόµα και πρόζα, χωρίς να τραγουδήσω απαραίτητα…
Κι ας φοβάµαι ότι ο κόσµος ίσως παραξενευτεί από κάτι τέτοιο.
 
Η Άννα έχει πλήρη έλεγχο του ταλέντου της – είχε και θα έχει. Εκκεντρική ενίοτε ως προς τις καλλιτεχνικές επιλογές της, µε καλές ωστόσο προθέσεις. Όσα έχει κάνει επαγγελµατικά µοιάζουν σαν µια ανταριασµένη, χαοτική θάλασσα –αυτό το τελευταίο, είναι δική της διαπίστωση. Τη µια τραγουδά όπερα και την επόµενη χρονιά ηλεκτρονικά ποπ, ροκ, µπαλάντες, ζεϊµπέκικα και ξανά απ’ την αρχή περνώντας µε ευκολία από το ένα είδος στο άλλο. Και αυτό έχει κόστος αφού το ένα είδος, τελικά, µάχεται το άλλο. Αλλά αυτό είναι η Βίσση. Και αυτό πληρώνει όταν καλοπροαίρετοι και κακοπροαίρετοι εν είδει κριτικής λένε το µακρύ και το κοντό τους µε τον κάθε ένα να έχει άποψη για το τι πρέπει να τραγουδήσει, πώς να το πει, πού να εµφανιστεί, τι να φορέσει. Όπως σε µια απ’ τις τελευταίες τηλεοπτικές εµφανίσεις της, προ διετίας, όπου τόλµησε να τραγουδήσει –άκουσον, άκουσον!- φορώντας ένα total leather outfit. Στα social media ξεκίνησε ένας χολερικός πόλεµος για την 60αρα που τόλµησε να φορέσει δερµάτινα. Και εκεί που πίστευες ότι ζούµε σε µια από τις δυτικές κοινωνίες που, έστω και µε πολλές ελλείψεις και στρεβλώσεις, είχαµε κατοχυρώσει θεσµικά τα βασικά δικαιώµατα της ίσης µεταχείρισης των γυναικών, διαβάζοντας τα πικρόχολα σχόλια αντιλαµβάνεσαι ότι τελικά είναι συχνότερες οι περιπτώσεις της καταφανούς µικρόνοιας. Η πάντα έγκυρη και ψύχραιµη Έλενα Ακρίτα έγραψε στον τοίχο της στο Facebook πως «Δεν γνωρίζω την κ. Άννα Βίσση. Όµως τη φτήνια, τη χυδαιότητα, τον ηλικιακό ρατσισµό κειµένων και σχολίων δεν τα χρεώνεται εκείνη. Τα χρεώνονται όσοι τα γράφουνε. Έλα για ήρεµα λίγο εσείς οι διανοούµενοι του Κοέλιο που µιλάτε για τον “ξεπεσµό” µιας σκληρά εργαζόµενης γυναίκας.
Αντί να ντρέπεστε εσείς που τα γράφετε, ντρεπόµαστε εµείς που σας διαβάζουµε».
 
Μερικά χρόνια πριν, καθισµένοι στο γρασίδι κάτω από τον αφρικανικό ουρανό, τη ρώτησα εάν πιστεύει πως ο κόσµος ξέρει ποια είναι πραγµατικά ή αν για τον καθένα η Άννα Βίσση είναι κάτι άλλο; Ένα µεγάλο κουβάρι από φήµες, αλήθειες και ψέµατα, παραφιλολογία; «Έχω ένα τραγούδι που λέει “Ρε, ξέρεις ποια είµαι εγώ, πώς µε λένε κι η σκούφια µου από πού κρατάει; Πού να σου εξηγώ”! Ούτε εγώ ξέρω ποια είµαι, θα ξέρει ο κόσµος; Και να σου πω κάτι; Γιατί πρέπει να είµαστε µόνο κάτι; Για τον καθένα µπορεί να είµαι το τέρας ή το καλύτερο πλάσµα του κόσµου. Νοµίζω αυτό το δηµιουργεί η διασηµότητα. Μπορεί να είναι και καλό αυτό, τι να πω; Ξέρω ότι δεν µπορώ να το διαλύσω αυτό, ούτε να το αλλάξω, και στην τελική ούτε µε ενδιαφέρει να το κάνω. Βλέποντάς µε κάποιος πάνω στη σκηνή, ειδικά τα τελευταία χρόνια, µπορεί να δει ποια είµαι, να καταλάβει λίγο το χαρακτήρα και την προσωπικότητά µου, το χιούµορ µου, την αλήθεια και το ψέµα µου».
 
Αλήθεια, νοσταλγείς τα χρόνια της µαζικής επιτυχίας; Καθόλου! Βιώνω µια βαθύτερη επιτυχία σήµερα και είναι ό,τι καλύτερο θα µπορούσε να µου συµβεί µεγαλώνοντας. Συνεχίζω να εισπράττω εκτίµηση, παραδοχή αλλά και µια πιο ουσιαστική αποδοχή. Η ηλικία µου είναι και το ατού µου τελικά. Πολλοί µου λένε ότι είµαι ένα παράδειγµα ανθρώπου και µιας γυναίκας, γιατί εµείς βιώνουµε όλο τον ηλικιακό και σεξιστικό ρατσισµό, που επιµένει και µπορεί να είναι µάχιµη. Νοµίζω πως κατάφερα να ξεπεράσω το χρόνο µέσα απ’ αυτό που αγαπώ. Και αφορώ ακόµα κάνοντας τον κόσµο να θέλει να έρθει να µε δει και να περνά πολύ ωραία. Εποµένως, µε το χέρι στην καρδιά, αν µου έλεγες ότι επιστρέφει το παρελθόν µε τα πρώτα τραπέζια πίστα, τα λουλούδια και όλα αυτά, θα σου έλεγα πως δεν τα θέλω ξανά. Προχωράω διαφορετικά και είµαι ευτυχισµένη.
 
Πάνω στη σκηνή είναι ορµητική, παθιασµένη, σαν φλεγόµενος τροχός σε κατηφόρα, όπως ονοµάζεται ένα απ’ τα νέα της τραγούδια. Μια φωτιά που καίει κάθε Παρασκευή και Σάββατο για περισσότερες από 5 ώρες πάνω σε µια σκηνή. Αυτό όµως δεν είναι κάτι καινούριο. Αν κάτι χαρακτηρίζει αυτή τη γυναίκα είναι το πάθος και η ανεξάντλητη ενέργειά της όπου τραγουδά άοκνα, χωρίς φειδώ, χωρίς καµία φωνητική οικονοµία για ώρες αλλά στις έξι παρά τα χαράµατα λέει µαγικά το «Μεθυσµένη πολιτεία», το ποιητικό «Μην ψάχνεις την αγάπη», το απαιτητικό «Δεν θέλω να ξέρεις» και το τρυφερό «Μέσα µου».
 
Οι παλιοί τραγουδιστές γιατί ξεχωρίσατε Άννα; Το ’70 αν έβγαινες και είχες ταλέντο και αυτοπεποίθηση ξεχώριζες. Επειδή είχα καλή φωνή λοιπόν µε φώναξε ο Γιώργος Παπαστεφάνου και τραγούδησα στην ΕΡΤ το «Κάπου υπάρχει η αγάπη µου» του Χατζιδάκι και κάποια άλλα unplugged κοµµάτια µε ένα πιάνο ή µου δόθηκαν τα πρώτα µου τραγούδια, όπως γινόταν τότε ως guest σε δίσκους µε µεγάλα ονόµατα. Σαφώς όµως έβγαιναν λιγότεροι τραγουδιστές. Τότε ήταν ίσως και πιο αµερόληπτα τα media, πιο τίµια µαζί µας.
 
Πριν κάποια χρόνια ανέβηκε µια παράσταση στο θέατρο Αποθήκη, το «Δεύτερη Φωνή», όπου υπέγραφαν οι Ρέππας-Παπαθανασίου, µε πρωταγωνίστρια τη Νένα Μεντή η οποία υποδυόταν µια τραγουδίστρια που έκανε πάντα τη δεύτερη φωνή και τα έχει µονίµως µε τη Βίσση γιατί εκείνη πέτυχε ενώ αυτή όχι. Υπάρχουν αδικηµένοι συνάδελφοί της εκεί έξω; «Υπάρχουν ωραίες φωνές και µπορεί κάποιες απ’ αυτές να έχουν αδικηθεί. Όµως είµαι σίγουρη ότι κάτι άλλο θα έλειπε γιατί δεν αρκεί µια καλή φωνή… Πιστεύω πως τα αστέρια γεννιόνται και αυτό που είναι να γίνουν, θα γίνουν. Θυµάµαι ότι εµένα τίποτε δεν µε κρατούσε πίσω. Τίποτα. Χωρίς να ήµουν αδίστακτη όµως. Στάθηκα τυχερή γνωρίζοντας ταλαντούχους ανθρώπους. Και αγαπούσα πάρα πολύ τη µουσική, σαν την ίδια µου τη ζωή. Από πέντε χρονών είχα τρέλα για το τραγούδι. Όχι για να γίνω απαραίτητα φίρµα ή να αποκτήσω λεφτά. Ήθελα να ασχολούµαι µε αυτό, να κάνω πρόβες, shows. Έβλεπα µικρή την Julie Andrews, τη Barbra Streisand, την Janis Joplin και ήθελα να τους µοιάσω, να κάνω αυτό που κάνανε: να είµαι σε µια µεγάλη σκηνή και να τραγουδάω. Και αυτό κυνήγησα! Είχα και εξακολουθώ να έχω µια αέναη δίψα για αναζήτηση και όρεξη να κάνω κι άλλα πράγµατα. Η µάνα µου λέει πως έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας… Εγώ θα έκανα αυτή τη δουλειά ακόµα κι αν τραγουδούσα σε µια µικρή σκηνή για όλη µου τη ζωή, χωρίς την επιτυχία, τη δόξα, τις συνεντεύξεις και τα χρήµατα. Εκείνο που πραγµατικά µε ενδιαφέρει είναι να έχω καλές συνθήκες στις δουλειές που ανεβάζω, µε σωστό ήχο, ωραία φώτα και µουσικούς που να έχουµε συµβατή αντίληψη». 
 
Μερικές βδοµάδες προηγουµένως, σε ένα απ’ τα ταξίδια της στην Κύπρο, κατευθυνόµαστε µε το αµάξι προς το ξενοδοχείο της. Είναι λίγο µετά τα µεσάνυχτα και ζητώ να µάθω για τη νέα της δουλειά. «Θες να τ’ ακούσεις;» ρωτάει; Βγάζει το κινητό της και πατά το play, αν και ακόµα δεν είχαν ολοκληρωθεί όλα τα κοµµάτια και εκκρεµούσαν κάποιες µίξεις. Ακούω λοιπόν τραγούδια µε ευφυείς ενορχηστρώσεις και διαφορετικά ηχοχρώµατα, σε ένα δίσκο που τον ακούς από την αρχή µέχρι το τέλος ως µια ενιαία πρόταση. Κι έπειτα είναι η φωνή της Άννας που εµπεριέχει την ωριµότητα µιας µουσικής διαδροµής σαράντα και πλέον χρόνων. «Το άλµπουµ µάλλον θα ονοµάζεται «Ηλιοτρόπια» και έχει 14 κοµµάτια συµπεριλαµβανοµένου και του «Μέσα µου», του single που προηγήθηκε. Είναι µια δουλειά που δουλεύουµε µε τον Νίκο (σ.σ. Καρβέλα) εδώ και 4 χρόνια και έχει διάφορους ρυθµούς και στυλ, µε στίχους και θέµατα που µε απασχολούν µεγαλώνοντας. Υπάρχει κι ένα πολύ ωραίο χασάπικο το οποίο λέω µε τη Γιώτα Γιάννα, το ‘‘Όσοι αγαπάνε δεν πεθαίνουν’’». Το υπέροχο κοµµάτι προέκυψε µετά τη γνωριµία τους, όταν Βίσση-Καρβέλας πήγαν στην Απανεµιά, τη θρυλική µπουάτ της Πλάκας. Εκεί τραγουδάει η ατόφια λαϊκή φωνή, φορώντας την µπαντάνα της, καθισµένη στα γόνατα, παίζοντας τη φυσαρµόνικα της και τραγουδώντας σπαρακτικά το «Τα ξένα χέρια» του Τσιτσάνη κοιτώντας το κοινό της µε εκείνο το διαπεραστικό βλέµµα της. «Αυτή η γυναίκα τραγουδάει µε τόλµη, θάρρος και σιγουριά. Ερµηνεύει και εσύ ως θεατής βλέπεις ιστορίες. Είπα λοιπόν στον Νίκο να µας γράψει ένα κοµµάτι που να αφορά δυο γυναίκες που έζησαν τόσα πολλά και θέλουν να ζήσουν κι άλλα. Βλέπεις στα µάτια της το τσαγανό και τη δίψα για ακόµα περισσότερα. Στοιχεία που υπάρχουν και σε µένα».
 
 
Η τελευταία της δισκογραφική δουλειά ήταν πριν 4 χρόνια µε το άλµπουµ «Συνέντευξη». Και ο λόγος που µεσολάβησαν τόσα χρόνια για να κυκλοφορήσει νέο υλικό ήταν ο χώρος που εµφανίζεται, το Hotel Ermou. Ο κόσµος που θα πάει να τη δει εκεί ξέρει ότι θα ακούσει την Άννα Βίσση. Και θέλουν να ακούσουν τα πάντα από αυτήν: δεν µπορούν να λείψουν οι µπαλάντες, τα dance, τα λαϊκά της, τα λάτιν. «Εποµένως, δεν χωράει εύκολα καινούριο υλικό. Ήθελα να κάνω ένα δίσκο που να αξίζει η… θυσία, να µην πω 5 γνωστά τραγούδια µου. Χρόνια τώρα δεν έλεγα το «Τάσεις Αυτοκτονίας». Θα µου πεις σιγά το τραγούδι! Κι όµως ήταν ένα ολόκληρο κεφάλαιο ηλεκτρονικού τσιφτετελιού που είχε ένα στίχο παράξενο και τρελό. Το είπα φέτος για πρώτη φορά. Ή το «Νάιλον» είχα 3 χρόνια να το πω ή το «Και χωρίσαµε» δεν το είπα ποτέ live. Με παίρνει λοιπόν να κάνω διαφορετικά πράγµατα κάθε χρόνο, µε άλλο πρόγραµµα. Κάθε χρονιά καθόµαστε µε τον Παναγιώτη Τσεβά, τον ακορντεονίστα και µαέστρο του προγράµµατος και βουτάµε στο µπαούλο Βίσση-Καρβέλας και ανακαλύπτουµε νέα πράγµατα που θέλω να πω».
 
Αναρωτιέµαι µεγαλόφωνα µε ποιο τρόπο ψάχνει τις µουσικές της; «Έχοντας τον Νίκο ως στιχουργό και µουσικό, ξέρω πού πάω» µου είχε πει. «Είναι ο πιο αγαπηµένος µου φίλος, ίσως ο µόνος που έχω, έτσι όπως ορίζεται η ουσία της φιλίας… Και νοµίζω πως είµαστε τόσο φίλοι γιατί έχουµε κοινά µουσικά ενδιαφέροντα και ίδιους καλλιτεχνικούς δρόµους. Οπότε νιώθουµε συν-δηµιουργοί. Μπορεί να του πω πως πεθύµησα να πω ένα µπλουζ. Θα µου γράψει αυτό που έχω φανταστεί. Το τι ηχογραφούµε λοιπόν είναι αποτέλεσµα του ταλέντου και της προσωπικότητας του Νίκου και της παρέας µας σε συνδυασµό µε τις δικές µου αναζητήσεις και ορέξεις. Συνεχώς τον τσιγκλάω γιατί ο ίδιος είναι σε µια φάση όπου έχει ξεπεράσει το να γράφουµε άλµπουµ συνεχώς. Δηλαδή δεν θα γράψουµε ένα δίσκο για να υπάρξουµε στα ραδιόφωνα, για να βγάλουµε λεφτά. Πλέον δεν σκέφτεται έτσι. Ούτε εγώ. Είµαι σε µια φάση της ζωής µου που δεν γράφω για να µε παίξουν στα ραδιόφωνα αλλά γιατί έτσι γουστάρω. Αυτό νοµίζω αποτυπώνεται µε κάποιον τρόπο στο αποτέλεσµα. Μάλιστα, η δουλειά που βγάζουµε τώρα µε τον Νίκο είναι η καλύτερη και πιο ώριµη απ’ τις προηγούµενες».
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει µια αποδοχή από συναδέλφους της οι οποίοι τα προηγούµενα χρόνια ήταν φειδωλοί σε ό,τι την αφορούσε. Ο Κραουνάκης είπε πως είναι η µόνη τραγουδίστρια που δεν έχει πάθει τίποτα, είναι στη θέση της, και αδιαφιλονίκητα ΟΝ, η Τσανακλίδου δήλωσε on stage ότι της κούνησε το µυαλό και ότι την τιµάει η φιλία της, η Μποφίλιου είπε, επίσης επί σκηνής, ότι την λατρεύει. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέµαι: νιώθει δικαίωση; «Με χαροποιούν όλα αυτά και µε τιµούν… Ειδικά από ανθρώπους που εκτιµώ επίσης. Έχω νιώσει τον αρνητισµό, ειδικά τη δεκαετία του ’90 όπου µονοπωλούσαµε µε τον Νίκο, καταλάβαινες ότι υπήρχε ζήλια. Και το µόνο που είχαν να µας καταλογίσουν ήταν ότι ήµασταν εµπορικοί. Ξέρω ένα πράγµα. Κάποιος που πέτυχε έχει λόγο που το έκανε. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κατόρθωσαν διαφορετικά πράγµατα και αυτό δεν είναι κακό… Είναι ωραίο να λες µπράβο, να είσαι γενναιόδωρος και να αναγνωρίζεις, χωρίς να φοβάσαι, την αξία του άλλου και ας µη σου πάει το µουσικό του είδος.
 
 
Αλήθεια, θα σκεφτόσουν να αποσυρθείς εάν η φωνή σου δεν ήταν τόσο άρτια όσο στο παρελθόν; Έχω κάνει πολλές θυσίες ώστε να συντηρούµαι φωνητικά. Όσο γίνεται το προσπαθώ παρόλο που φυσιολογικά, µεγαλώνοντας, υπάρχει φθορά σε µια φωνή. Δεν καπνίζω, δεν πίνω παρά σπάνια, κοιµάµαι πολύ γιατί είναι καλό φάρµακο για τη φωνή ο ύπνος, δεν φωνάζω, κάνω ασκήσεις πριν τραγουδήσω. Εποµένως, κάνω ό,τι µπορώ για να κρατήσω τη διάρκεια της φωνής µου πιο πολύ. Ελπίζω να έχω αρκετά χρόνια ακόµα µπροστά µου να µπορώ να τραγουδάω αξιοπρεπώς. Ξέρω ότι µικρή τραγουδούσα καλύτερα αλλά µεγαλώνοντας ερµηνεύω πιο καλά γιατί ξέρω για ποιο πράγµα µιλάω.  
 
Είσαι τυχερή γυναίκα Άννα; Υπήρξα τυχερή… Ξεκίνησα σε ένα είδος που δεν µου ταίριαζε –αν και πήρα πράγµατα και είπα ωραία τραγούδια του Σταύρου Κουγιουµτζή, του Μάνου Ελευθερίου. Ένιωθα όµως έξω απ’ τα νερά µου. Ήµουν τυχερή γιατί το ’73 γνώρισα έναν παράξενο, ιδιοφυή ροκά και µαζί φύγαµε για αλλού. Έχω γνωρίσει κόσµο που µου έδωσε διαφορετικά πράγµατα, έχω συνεργαστεί µε ωραίους µουσικούς, µου έχει δοθεί η ευκαιρία να τραγουδήσω σε πολύ ωραία θέατρα σε όλο τον κόσµο.
Ποιες από τις προσωπικότητες που γνώρισες σε έχουν αληθινά γοητεύσει; Είχα γοητευτεί απ’ τον Leonard Cohen. Έκανε το άλµπουµ που έµελλε να είναι και το τελευταίο του µε τον Patrick Leonard, µε τον οποίο συνεργαζόµουν τότε. Μου είχε πει λοιπόν ο Patrick εάν ήθελα να πάω να τον γνωρίσω. Και έτρεξα! Πήγαµε σπίτι του ένα απόγευµα, κάτσαµε 2-3 ώρες, µου έφτιαξε γαλλικό καφέ, ακούσαµε τραγούδια, κουβεντιάσαµε… Είχε πολύ ωραία αύρα. Γνώρισα επίσης τον Mick Jagger, στο σπίτι του Dave Steward, όπου πέρασε σαν σίφουνας. Διαβάζω και το βιβλίο του τώρα… Θεωρώ πως είναι ο πιο λαµπερός σταρ που υπήρξε ποτέ αν και πιστεύω πως ο µεγαλύτερος ήταν ο Jim Morrison!
 
Έχεις αποδοχή και εισπράττεις αγάπη απ’ το κοινό. Οι δικοί σου άνθρωποι, αυτοί που έχεις αφήσει να σε ζήσουν από κοντά, στην καθηµερινότητά σου σε έχουν αγαπήσει; Έχω λίγους φίλους που δεν κολλάνε µπροστά µου και είναι κανονικοί. Θα µε δουν και έτσι θα µε δουν και αλλιώς… Δεν θα µπορούσα να ζήσω µε στηµένους ανθρώπους. Νιώθω όµορφα όταν είµαι µαζί τους. Οι πολύ κολλητοί µου, εκείνοι που ξέρουν το πιο εύθραυστο µυστικό µου είναι δυο: η κόρη µου και ο Νίκος. Και η κόρη µου µπορεί να µην τα ξέρει όλα…
Άλλαξες µέσα στα χρόνια Άννα;  Ωρίµασα όπως φυσιολογικά συµβαίνει σε κάθε άνθρωπο. Και µπορεί να δηµιούργησα πολλές εικόνες του εαυτού µου, τη µια πάνω στην άλλη, να φούσκωσα και να ξεφούσκωσα µαλλιά, να τραγούδησα σε µπουάτ και µεγάλα µαγαζιά, να είπα πολύ καλά τραγούδια, να είπα και κάποια άλλα που δεν ήταν τόσο καλά –αλίµονο αν δεν συνέβαινε σε µια καριέρα 45 χρόνων-. Τα γούσταρα όλα και τα έκανα µε απίστευτο κέφι, στο σωστό timing. Τα χόρτασα και προχωράω. Εξακολουθώ όµως να είµαι µια γυναίκα που θέλει να κάνει κι άλλα πράγµατα, κρατώντας την παιδικότητα και τον αυθορµητισµό της. Θέλω ακόµα να ρισκάρω, να τολµήσω. Θέλω να είµαι µια γυναίκα που θέλησε κάποια πράγµατα παθιασµένα, τα τόλµησε και τις περισσότερες φορές νίκησε. Ηττήθηκα κάποιες φορές, αλλά αν δεν νικηθείς δεν χαίρεσαι την ευτυχία. Ο κανόνας των αντιθέσεων άλλωστε…
 
* Η νέα δισκογραφική δουλειά της Άννας Βίσση κυκλοφορεί τέλος Μαΐου στις µουσικές πλατφόρµες, σε άλµπουµ και βινύλιο. Η συναυλία της Άννας στην Κύπρο για ενίσχυση του Σοφία για τα Παιδιά θα πραγµατοποιηθεί στις 3 Ιουλίου στη Λευκωσία.
 
Φιλgood, τεύχος 223.