Όταν ήταν 20 ετών, ερωτεύτηκε το έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Κουρτ Βάιλ. Και τους έμεινε πιστή μέχρι σήμερα. Η ανεπανάληπτη Ούτε Λέμπερ ανοίγει το βιβλίο της ζωής της στο κεφάλαιο που την καθόρισε καλλιτεχνικά, λίγο πριν τη συναυλία της στην Κύπρο.
Σηκώνει ελαφρώς τα φρύδια της και κλείνει το μάτι πονηρά. Ο βηματισμός της αέρινος και αισθησιακός. Η φωνή της γλυκιά όταν πρέπει και αυστηρή στα κρεσέντο. Αμφιταλαντεύεται για λίγο στον ψίθυρο και αμέσως πετάγεται στην κραυγή. Τραγουδάει τα ανυπέρβλητα έργα του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Κουρτ Βάιλ για το κλίμα της παρακμής που κυριαρχούσε λίγο πριν από την άνοδο των ναζί στη Γερμανία. Φλερτάρει με το καπέλο της κι έπειτα με τα μάτια που την κοιτάνε ασάλευτα στο ισχνό φως. Όσοι έχουν βρεθεί κάτω από τη σκηνή της Ute Lemper την έχουν παρακολουθήσει ν’ ανοίγει ένα παράθυρο στον χρόνο και να τους μεταφέρει στη μυστηριώδη ατμόσφαιρα των βερολινέζικων καμπαρέ του μεσοπολέμου. Μέσα από τα σκοτεινά, θεατρικά τραγούδια του Κουρτ Βάιλ και τους επαναστατικούς στίχους του Μπέρτολντ Μπρεχτ, η Ute βρήκε τη φωνή της.
Ήταν 20 χρονών όταν για πρώτη φορά βγήκε έξω στους δρόμους για την πρώτη της περφόρμανς. Φόρεσε ένα τζιν παντελόνι, ένα t-shirt, το δερμάτινο σακάκι της –δεν ήθελε τίποτα στιλιζαρισμένο επάνω της–, στάθηκε με αυτοπεποίθηση μπροστά από τον κόσμο και άρχισε να απαγγέλλει αποσπάσματα από ναζιστικές εφημερίδες που αποκαλούσαν τον Κουρτ Βάιλ «νέγρο», «μαϊμού» και τον στόλιζαν με διάφορα άλλα εξευτελιστικά επίθετα που χρησιμοποιούσαν οι ναζί για τους Εβραίους. «Τραγουδώ Βάιλ και Μπρεχτ εδώ και 35 χρόνια. Ήταν το ξεκίνημα της καριέρας μου και αυτό που καθόρισε την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Ζούσα στο Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου εκείνα τα χρόνια και το Δυτικό Βερολίνο ήταν σαν ένα μικρό, σημαδεμένο νησί στη μέση του ανατολικού μπλοκ. Είχαμε το τείχος γύρω από την πόλη μας και μόνο μια σιδηροδρομική γραμμή να μας συνδέει με τη Δυτική Γερμανία. Ήμουν ηθοποιός και ανέπτυξα ένα μεγάλο πάθος για τη μουσική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μετά τα πρώτα μου ρεσιτάλ, με προσέλαβε μια δισκογραφική εταιρία για να ηχογραφήσουμε τη μουσική που είχαν απαγορεύσει οι ναζί πριν από μερικές δεκαετίες. Αυτό ήταν ένα βήμα που καθόρισε την καριέρα μου» θυμάται σήμερα η Ούτε Λέμπερ από το διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη.
Αν και Γερμανίδα, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το έζησε στο εξωτερικό, μακριά από την αυταρχική οικογένειά της. Αναζήτησε την έμπνευση πρώτα στο Λονδίνο, αργότερα στο Παρίσι, έκανε μια στάση στη Βιέννη και καταστάλαξε στη Νέα Υόρκη. Ακόμη και τώρα, δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο να ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια στην πόλη Μίνστερ και στο οικογενειακό περιβάλλον όπου μεγάλωσε. Ο πατέρας της ήταν τραπεζίτης και η μητέρα της τραγουδίστρια της όπερας. Και οι δύο ήταν αυστηροί στο μεγάλωμα της κόρης τους, υποκινούμενοι πάντα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Στην ηλικία των έξι, η μητέρα της την πήγε σε έναν παιδίατρο, παραπονούμενη πως το παιδί της έλεγε άσχημες λέξεις.
Η Ούτε έκανε τα πάντα για να ξεφεύγει από τον έλεγχό τους, αυτοί προσπαθούσαν να κρατήσουν ακόμη πιο γερά τα ηνία και η σχέση τους υπήρξε μια συνεχής επίδειξη δυνάμεων. Στην εφηβεία της τίποτα δεν μπορούσε να την κρατήσει πίσω. Ήθελε να πέσει με τα μούτρα στη ζωή. Ερωτεύτηκε στα 13 της, σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση, άρχισε να κάνει παρέα με αναρχικούς μουσικούς που κάπνιζαν μαριχουάνα και στα 15 της μπήκε σε μια ροκ μπάντα, αν και προτιμούσε την τζαζ, τον Al Jarreau, την Joni Mitchell, την Joan Armatrading, τον Santana, τον Chick Corea και τους Pink Floyd. Η μουσική της παιδεία της εξασφάλισε, πριν ακόμη πατήσει τα 16, μία θέση σε τζαζ και πιάνο μπαρ και το όνομά της δεν άργησε να γίνει γνωστό σε όλη τη Γερμανία.
Ακολούθησε ο πρώτος της δίσκος με τίτλο «Η Ute Lemper τραγουδά Kurt Weill», που κυκλοφόρησε το 1989. Η μητέρα της αποδέχτηκε πια ότι η κόρη της ήταν πολύ ατίθαση για να γίνει μπαλαρίνα και σύντομα την αποχαιρέτησε για το Λονδίνο, όπου η Ute ήλπιζε να ανθίσει ως καλλιτέχνιδα. Ακολούθησε και δεύτερος και τρίτος και πολλοί άλλοι δίσκοι με μουσική από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, οι πειραματισμοί της με άλλους ποιητές όπως ο Pablo Neruda και η εξερεύνηση άλλων ρεπερτορίων. «Το γαλλικό Σανσόν έγινε ένα από τα αγαπημένα μου. Aνακάλυψα το μοναδικό σύμπαν της Edith Piaf, του Jacques Brel, του Leo Ferre και τόσων άλλων ποιητών της μουσικής. Μετά τη μετακόμισή μου στη Νέα Υόρκη, και μετά από τρία χρόνια στο Λονδίνο και τη συνεργασία μου με τον Michael Nyman, αγκάλιασα την τζαζ και πιο ελεύθερα ερμηνευτικά στιλ». Παράλληλα, συμμετείχε σε θεατρικές παραγωγές, όπως το «Καμπαρέ» στο Παρίσι, το «Σικάγο» στο Λονδίνο και το «Blue Angel» στο Βερολίνο, στο οποίο κλήθηκε να υποδυθεί τον χαρακτήρα της «Λόλα», που είχε κάνει τη Marlen Dietrich γνωστή διεθνώς το 1930. Μετά από συνεργασίες με τον Τομ Γουέιτς και τον Νικ Κέιβ, άρχισε να γράφει δική της μουσική, χωρίς ωστόσο να ξεχνά την καλλιτεχνική καταγωγή της.

Το Βερολίνο θα το κουβαλά πάντα μέσα της. «Ως Γερμανίδα performer και καλλιτέχνιδα, είχε μεγάλη επιρροή επάνω στο στιλ μου το γεγονός ότι ζούσα στο Βερολίνο, ειδικά στα 80s, που υπήρξαν ένα περίπλοκο κεφάλαιο της ιστορίας. Η ιστορία της Γερμανίας πρέπει συνεχώς να συζητιέται και δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί. Οι κτηνωδίες που σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στο Ολοκαύτωμα ήταν ό,τι πιο δύσκολο να αντιληφθούμε και να δεχθούμε εμείς που γεννηθήκαμε και ζήσαμε μεταπολεμικά». Η συμφιλίωση με το παρελθόν έγινε γι’ αυτήν μια μουσική και ιστορική αποστολή.
Ως Γερμανίδα της μεταπολεμικής γενιάς, η Ούτε ένιωσε πως είναι καθήκον της να ανοίξει το βιβλίο της ιστορίας σ’ εκείνες τις μελανές σελίδες και να κρατήσει την ανάμνηση ζωντανή. Μέχρι σήμερα, έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα επάνω στον παγκόσμιο χάρτη, με τους Μπρεχτ και Βάιλ στις βαλίτσες της. Και κατά τη διάρκεια της καριέρας της ως τραγουδίστριας, χορεύτριας, ηθοποιού, περφόρμερ, συνθέτη, κέρδισε μουσικά βραβεία, μέτρησε πολλές υποψηφιότητες και άκουσε τον κόσμο να τη συγκρίνει με την Barbra Streisand και τη Liza Minnelli και να την αποκαλεί Marlene Dietrich και David Bowie για τον θεατρινισμό της και την ευελιξία της ως καλλιτέχνιδας. Σήμερα, είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών, ζει στη Νέα Υόρκη, παραμένει νέα στην ψυχή, παθιασμένη με τη ζωή και αδέσμευτη καλλιτεχνικά.
«Ποτέ δεν επεδίωξα τον κομφορμισμό στη ζωή μου, ούτε θα ήθελα τα παιδιά μου να το επιδιώξουν. Τους θέλω να γίνουν ελεύθερα πνεύματα, με τα δικά τους μυαλά και κοσμοθεωρίες. Το γεγονός ότι έχω ζήσει σε τόσες πολλές πόλεις και έχω έρθει σε επαφή με πολλές κουλτούρες, με βοηθά να συγκρίνω ταυτότητες, παραδόσεις και διαφορετικού είδους πραγματικότητες. Θέλω να αμφισβητώ καθετί, όπως η θρησκεία, η πολιτική και να αναζητώ την ιδανικότερη στάση ζωής για την ανθρωπότητα. Ως καλλιτέχνης λίγα μπορείς να κάνεις. Όμως μπορείς να μιλήσεις από την καρδιά σου στις καρδιές των ανθρώπων και να τους πεις γι’ αυτόν τον πληγωμένο κόσμο στον οποίο ζούμε και τον οποίο παραδίδουμε στα παιδιά μας».
Info: Η Ούτε Λέμπερ τραγουδά στην πλατεία του Μεσαιωνικού Κάστρου στην Πάφο, το Σάββατο, 20 Μαΐου, στις 20:30. Τη συνοδεύει η Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, σε μια παράσταση αφιερωμένη στο πάθος του έρωτα και της ζωής. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει αστραφτερές στιγμές από τη μουσική του Κουρτ Βάιλ και την ποίηση του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Οι μπαλάντες και τα τραγούδια σμίγουν με ορχηστρικά μέρη από τα έργα «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» και «Η όπερα της πεντάρας». Η συναυλία αποτελεί μέρος του προγράμματος της ΠΠΕ – Πάφος 2017.