Ο Τάκης Τζαμαργιάς υποδεικνύει ότι στην εποχή μας το θέατρο βρίσκεται υποταγμένο στην υπηρεσία της τηλεόρασης.

Ένας γνώριμος του κυπριακού θεατρικού κοινού, του ΘΟΚ αλλά και της ΕΘΑΛ, έρχεται στο νησί για να παρουσιάσει το «Μινόρε» στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια. Από τις πιο δημοφιλείς παραγωγές των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, συνομιλεί με τη θρυλική τηλεοπτική σειρά των Βαγγέλη Γκούφα και Φώτη Μεσθεναίου «Το Μινόρε της Αυγής» του 1983. Η παράσταση ταξιδεύει το κοινό σ’ έναν κόσμο πλημμυρισμένο με τα τραγούδια που σημάδεψαν την ιστορία του πειραιώτικου ρεμπέτικου. Ως βέρος Πειραιώτης, ο Τάκης Τζαμαργιάς δεν θα μπορούσε παρά να εντρυφήσει με ιδιαίτερη ευαισθησία σ’ αυτό το οδοιπορικό στην εποχή των ανυπότακτων ρεμπέτηδων που λυτρώθηκαν μέσα από τη μουσική.

– Για τη δημιουργία μιας τέτοιας παράστασης δεν είναι καθοριστικό να έχει προηγηθεί μια εκτενής ρεμπετολογική έρευνα; Ασφαλώς. Είναι μια δουλειά σε βάθος, που έγινε μέσα σ’ ένα ωραίο κλίμα συνεργασίας και ανταλλαγής. Σημαντική ήταν η συμβολή του Ιεροκλή Μιχαηλίδη που έχει ευαισθησία και γνώση πάνω στο αντικείμενο και συνυπογράφει τη μουσική επιμέλεια μαζί με τους αδελφούς Ξηντάρη, οι οποίοι επίσης συνέβαλαν καθοριστικά. Είναι εξαιρετικά παιδιά και κουβαλάνε ήθος και γνώση.

– Ποια είναι η δική σας σχέση με το ρεμπέτικο; Είναι βαθιά και τραυματική. Έχω γεννηθεί τη δεκαετία του ‘60 κι έχω ζήσει τον απόηχο του ρεμπέτικου, σε πειραιώτικη λαϊκή γειτονιά, στα Ταμπούρια του Κερατσινίου. Μου είναι πολύ οικείο στ’ αυτιά. Ωστόσο, το είχα συνδέσει και μ’ ένα κλίμα μιζέριας, θλίψης, βάρους. Στην περίοδο της εφηβείας μου ομολογώ ότι του είχα γυρίσει την πλάτη. Αλλά, αυτά που αφήνεις πίσω τα βρίσκεις κάποια στιγμή μπροστά σου. Ήμουν προσεκτικός στον χειρισμό αυτής της παράστασης κι ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και οι Πειραιώτες είναι σε μεγάλο βαθμό ευαισθητοποιημένοι και ψαγμένοι πάνω στο ρεμπέτικο. 

– Ποια ήταν η πρόκληση σκηνοθετικά; Να καταφέρω να αποτυπώσω αυτό το γκρίζο κλίμα της εποχής που είχε καταφέρει να αποδώσει ο Φώτης Μεσθεναίος στο τηλεοπτικό «Μινόρε της Αυγής». Εμείς έχουμε ένα πρόσθετο βάρος, επειδή πρόκειται για θέατρο. Ήταν προϋπόθεση να ξέρουν οι ηθοποιοί μπουζούκι. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να υποδυθούν τους ήρωες, τον Μήτσο, τον Αντώνη, τον Θανάση και τον Βαγγέλη, αυτούς που αναπαριστούν την ξακουστή Τετράδα. Ευτυχώς, οι ηθοποιοί που τους υποδύονται γνωρίζουν μπουζούκι και κιθάρα και φυσικά έχουμε και τους βιρτουόζους αδερφούς Ξηντάρη να οδηγούν και να ενισχύουν.

– Τι προσπαθήσατε να αποφύγετε; Δεν είναι ένα αφιέρωμα στο ρεμπέτικο, ούτε μια μουσική παράσταση. Είναι μια παράσταση για τη μουσική. Ένας ύμνος γι’ αυτούς τους ανθρώπους που μέσα από πείνα, στερήσεις, εξορίες, φυλακές, έρωτες, πάθη, ναρκωτικά κ.λπ. ωθούνται εν αγνοία τους στην καλλιτεχνική δημιουργία. Μια ανάγκη το γέννησε αυτό. Εκεί βασιστήκαμε κι εμείς. Δεν θέλαμε να είναι η προσέγγισή μας περιγραφική. Υπήρχε κι ένας κίνδυνος να παρασυρθούμε προς αυτή τη «μαγκιά», τη σχηματική. Το θέατρο πρέπει να είναι κοντά στη ζωή, αλλά να μην περιορίζεται εκεί. Πρώτ’ απ’ όλα είναι τέχνη και ο ρόλος του είναι να σε ταξιδεύει. Η ζωή είναι αδυσώπητη και το θέατρο αντλεί υλικό απ’ αυτή, αλλά δεν τη μιμείται ούτε μπορεί να αναμετρηθεί μ’ αυτή. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, να γίνεις γραφικός μέσα στην περιγραφικότητα. Θέλαμε, λοιπόν, να παραπέμπει στο κλίμα αλλά χωρίς να εμμένει. Προσπαθούμε να δούμε την εσωτερική ζωή αυτών των ανθρώπων. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τους τιμήσουμε και να μη βεβηλώσουμε και την τηλεοπτική σειρά.

– Πόσο κοντά είναι η παράσταση στη σειρά; Προσπαθήσαμε όσο γίνεται να την αποδώσουμε με πιστότητα. Φυσικά, πάντα στο πλαίσιο ενός διαφορετικού κώδικα, του θεατρικού. Πρέπει να χωρέσεις έναν κύκλο 13 επεισοδίων σε μια παράσταση δύο ωρών και κάτι. Κάποια πρόσωπα παραλείφθηκαν, κάποια άλλα συμπτύχθηκαν, η ίδια η διαδικασία της πρόβας μάς οδήγησε.

– Στα δικά σας αυτιά πώς ακούγεται ο απόηχος εκείνης της εποχής; Υπάρχει μια βαθιά συγκίνηση. Καταρχάς,  συνειδητοποιείς ότι δεν είναι μόνο η μουσική αλλά κι ο στίχος. Είναι στιγμές που ο στίχος είναι τόσο αιχμηρός, εύστοχος, πυκνός και βαθύς μέσα στην απλότητά του! Έχει μια κυριολεξία, δεν παίζει με συμβολισμούς και παρομοιώσεις. Εννοεί ακριβώς αυτό που λέει. Κι αυτό είναι μαγικό. Εκπέμπει κάτι συμπαγές, ποιητικό. Εξυμνεί βασικές ανάγκες και έγνοιες: την αγάπη, την προδοσία, την τιμή, την αντιμετώπιση από το σύστημα.

– Σε ποιο κοινό κάνει μεγαλύτερο γκελ η παράσταση; Παρά το γεγονός ότι κινείται στα όρια ενός θεάματος, είχε μεγάλη αποδοχή μέχρι τώρα κι όχι μόνο από το πιο λαϊκό κοινό. Την είδαν κάθε λογής θεατές και τους άγγιξε βαθιά. Υπάρχει το στοιχείο της εντοπιότητας κι είναι παράλληλα αυτές οι σχέσεις, η διαπλοκή, το πώς γίνονται οι άνθρωποι αυτοί ομάδα και πώς διαλύονται. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσω ότι το «Μινόρε» δεν είναι η πραγματική βιογραφία της ξακουστής Τετράδας –Μπάτης, Παγιουμτζής, Βαμβακάρης και Δελλιάς- απλώς παραπέμπει σ’ αυτούς. Δεν αποτυπώνονται οι ζωές τους με απόλυτη πιστότητα, αλλά με αληθοφάνεια. 

– Ποιο είναι το αντίστοιχο του ρεμπέτικου είδος λαϊκής έκφρασης στην εποχή μας; Υπάρχει μια σύγχυση και στις κοινωνικές τάξεις, βλέπουμε μια ρευστότητα. Διάγουμε μια μεταβατική εποχή. Τότε υπήρχε κάτι καθαρό, κρυστάλλινο, που έβγαινε μέσα από την ανάγκη και τον πόνο. Το τραγούδι ήταν η αποφόρτισή τους. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει αμέσως ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει και βιοποριστική επιλογή, ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Γι’ αυτό το ρεμπέτικο έχει αποκτήσει μια οικουμενικότητα σήμερα και γνωρίζει μια νέα δημοτικότητα και νέες προσλήψεις. Δεν μπορώ να βρω κάτι αντίστοιχο στις μέρες μας.

– Η μαζική αποδοχή, η απήχησή του κάποια στιγμή δεν το διαφθείρει, δεν το αλλοιώνει; Εννοείται. Σαφώς υπάρχει μια διαφθορά. Από τη στιγμή που κάτι γενικεύεται και λαϊκοποιείται, προσαρμόζεται και στα γούστα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Κάποια στιγμή μπήκε στα σαλόνια, έπαψε ν’ αφορά το περιθώριο. Οι ανώτερες τάξεις άρχισαν ξαφνικά να αισθάνονται ότι τους αφορά, ότι αγγίζει και τα δικά τους βάσανα και ελλείμματα. Εν τέλει αποτέλεσε ένα στρώμα που τους αφορούσε και τους χωρούσε όλους.

– Η απενεχοποίηση του ρεμπέτικου –που αρχικά ήταν περιθωριοποιημένο- συνέβαλε σε μια στροφή προς τον λαϊκό πολιτισμό; Νομίζω, πως ναι. Τροφοδότησε το ενδιαφέρον.

– Υπό αυτό το πρίσμα, το θέατρο πώς πιστεύετε ότι επηρεάστηκε από αυτή την τάση μέχρι τις μέρες μας; Νομίζω ότι η λαϊκή στροφή στο ελληνικό θέατρο είχε ήδη συντελεστεί πριν αρχίσει το ρεμπέτικο να γίνεται μόδα. Ξεκίνησε από την περίοδο του νατουραλισμού, κατά τον Μεσοπόλεμο. Ήδη από την εποχή του Παντελή Χορν διακρίνουμε μια φυγή από το αστικό δράμα προς ένα πράγμα πιο «γυμνό», που κατά κάποιον τρόπο αφηγείται την πραγματικότητα.

– Θα λέγατε ότι στοιχεία του λαϊκού θεάτρου έχουν παρεισφρήσει και στη δική σας δουλειά; Είναι οι καταβολές μου τέτοιες, γι’ αυτό με εκφράζει αυτό το απόλυτα λιτό και απέριττο πάνω στη σκηνή. Είναι εκεί που νιώθω ότι το θέατρο συναντά τον γνήσιο, λαϊκό άνθρωπο. Μου κάνει εντύπωση που αυτό το στοιχείο δεν είναι τόσο διαδεδομένο πια. Από πλευράς μου, προσπαθώ να μη λειτουργεί ως ανάμνηση, αλλά ως σημείο αναφοράς για την αθωότητα. Μ’ ενδιαφέρει το κομμάτι αυτό. Πρέπει κανείς να παλεύει στη ζωή του για να βρίσκει αυτή τη χαμένη αθωότητα. Σήμερα είναι κατακερματισμένα τα πράγματα, βρισκόμαστε σε μια γενικότερη σύγχυση, δεν υπάρχει κάτι ενιαίο που να μπορείς να ορίσεις ως ταυτότητα. Η ζωή μας είναι χύμα.

– Σε τι «φεγγάρι» βρίσκεται σήμερα το ελληνικό θέατρο; Όχι πολύ φωτεινό. Δεν υπάρχει πια εκείνο το γοητευτικό κλίμα της προόδου. Πλέον οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι απασχολημένοι σε γυρίσματα, δηλαδή το θέατρο βρίσκεται στην υπηρεσία της τηλεόρασης. Παλιότερα, όταν υπήρχαν πάλι κάμποσες σειρές, ήταν η τηλεόραση υποταγμένη στο θέατρο. Αν μη τι άλλο σεβόντουσαν τα ωράρια των προβών. Αυτή τη στιγμή είναι στον αέρα 46 σειρές. Υπάρχει κι αυτό το καθεστώς, όπου επιδοτείται το 40% του κόστους παραγωγής όταν μια σειρά ξεπεράσει τα 100 επεισόδια. Δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο το θέατρο από αυτή την πραγματικότητα.

  • INFO «Το Μινόρε» παρουσιάζεται στις 4 & 5 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια 2022, 8.30μ.μ. Εισιτήρια: ACS COURIER & tickethour.com.cy