Η πιο σημαντική αυτή τη στιγμή Κύπρια χορεύτρια, κορυφαία χορεύτρια πια στη βαθμίδα του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, μιας από τις μεγάλες πρωτεύουσες του πολιτισμού παγκοσμίως, μιλάει στα «Ελεύθερα» για την πολύτιμη Τέχνη της.
– Πώς είναι το συναίσθημα του να έχεις προαχθεί σε κορυφαία χορεύτρια στη βαθμίδα του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης; Χαρά; Ευθύνη; Δικαίωση, ίσως, όλου αυτού του μεγάλου κόπου που προηγήθηκε; Όταν βλέπεις τους κόπους πολλών χρόνων να ανταμείβονται, βιώνεις όντως μια συναισθηματική «εξέγερση». Όταν φτάνει η στιγμή που το όνειρό σου γίνεται πραγματικότητα, όλα τα θετικά συναισθήματα κορυφώνονται. Η χαρά είναι απέραντη και η συγκίνηση βαθιά – πολύ βαθιά. Ξυπνά η μνήμη και βλέπεις όλη την πορεία σου – από τα παιδικά σου χρόνια, μέχρι εκείνη τη στιγμή της καταξίωσης. Νιώθεις την αυτοπραγμάτωση και την ολοκλήρωση. Όλος ο μόχθος, οι τραυματισμοί, οι αγωνίες και οι ψυχολογικές παλινωδίες χάνονται, έστω για λίγο, εκείνη τη στιγμή της επαγγελματικής επιβράβευσης… Γι’ αυτό και η υπόκλιση προς τους συναδέλφους και συνοδοιπόρους μου, γι’ αυτό και η εκτίμηση προς την καλλιτεχνική διεύθυνση που αναγνώρισε την αξία μου, γι’ αυτό και το μεγάλο «ευχαριστώ» προς όλους εκείνους που μου συμπαραστέκονταν όλα αυτά τα χρόνια. Ναι, βιώνω τη δικαίωση και την αναγνώριση και νιώθω ότι ένα κενό μέσα μου συμπληρώθηκε. Φυσικά, τώρα η ευθύνη είναι μεγαλύτερη. Διότι καλείσαι να αναδεικνύεις με τον καλύτερο τρόπο τον τίτλο που κατέχεις. Κατά συνέπεια, τώρα απαιτείται ακόμη περισσότερη δουλειά -και στην τεχνική και στην έκφραση-, έτσι ώστε να προσπαθείς πάντοτε να φτάνεις στην τελειότητα του ρόλου που θα ερμηνεύεις. Μόνο έτσι οι καλλιτέχνες μπορούν να υπηρετούν την Τέχνη. Και μόνο έτσι μπορούν να προσφέρουν στο φιλότεχνο κοινό.
– Ξεκινώντας τη διαδρομή σου, από τη Σχολή Μπαλέτου της Ναδίνας Λοϊζίδου, στη Λεμεσό, φανταζόσουν ποτέ πως θα έφτανες σε αυτό το σημείο καταξίωσης; Θυμάσαι τι όνειρα έκανες τότε ως παιδί; Το να φτάσω στο υψηλότερο σκαλί της ιεραρχίας μιας ομάδας κλασικού μπαλέτου, τέτοιας εμβέλειας, όπως είναι ένα Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου, ήταν για μένα από πολύ νωρίς όνειρο και στόχος. Από παιδί, ονειρευόμουν να χορέψω πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλα θέατρα του κόσμου. Εννοείται πως δεν μπορούσα να προβλέψω ούτε το μέλλον, ούτε την πορεία προς την υλοποίηση αυτού του στόχου. Όμως με σκληρή δουλειά, αφοσίωση, στοχοπροσήλωση, μελέτη της ιστορίας του μπαλέτου, πειθαρχία και -πάνω απ’ όλα- αγάπη και σεβασμό προς αυτή την Τέχνη, κατάφερα να βρίσκομαι εδώ που είμαι σήμερα. Αυτή η κορύφωση, όμως, είναι συνάμα και η αρχή μιας άλλης πορείας, εξίσου δύσκολης, που δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Αντίθετα, απαιτεί συνεχή σωματική εξάσκηση, πνευματική καλλιέργεια και ψυχική εγρήγορση.
– Αλήθεια, πώς ξεκίνησες το μπαλέτο; Ήταν δική σου απόφαση ή του οικογενειακού σου περιβάλλοντος να περάσεις το κατώφλι μιας Σχολής Χορού; Ξεκίνησα το μπαλέτο στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων. Οι γονείς μου είδαν από πολύ νωρίς την αγάπη μου για τον χορό, γι’ αυτό και φρόντισαν να με στείλουν σε σχολή. Είχα την τύχη, φυσικά, να έχω θεία μου τη Ναδίνα Λοϊζίδου, μια εξαιρετική χορεύτρια και δασκάλα χορού. Σε αυτήν οφείλω τα πρώτα μου βήματα. Αυτή με καθοδήγησε, με τη σωστή εκπαίδευση, βάζοντας τα στέρεα θεμέλια για τη μελλοντική μου εξέλιξη. Η Ναδίνα πίστεψε σε μένα και επένδυσε γνώσεις, χρόνο και αγάπη. Μέχρι σήμερα ακούω τη φωνή της, όπως τότε που ήμουνα παιδί, και την ευχαριστώ για τις πολύτιμες συμβουλές της.

– Οι γονείς σου είχαν κάποια σχέση με τις Τέχνες; Ναι, οι γονείς μου αγαπούσαν και αγαπούν πολύ τις Τέχνες. Ευτύχησαν, όπως λένε και οι ίδιοι, να σπουδάσουν σε μια χώρα, την τότε Σοβιετική Ένωση, σήμερα Ρωσία, στην οποία οι Τέχνες βρίσκονταν σε πολύ ψηλό επίπεδο και αποτελούσαν και τρόπο ζωής, στοιχείο της καθημερινότητας. Από μικρά παιδιά μας έπαιρναν σε διάφορες πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Από μικρό παιδί άκουγα τον πατέρα μου συνεχώς να «φωνάζει» ότι «η ουσία της ζωής δεν είναι μόνο η υλική ευημερία, αλλά και η πνευματική, ηθική και αισθητική καλλιέργεια των ανθρώπων». Ότι «ένα κράτος πρέπει να νοιάζεται όχι μόνο για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά και για την αύξηση της κατά κεφαλήν αισθητικής και ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να επενδύει στον πολιτισμό». Η μητέρα μου δεν χάνει παραστάσεις, θεατρικές, μουσικές, αλλά ιδιαίτερα χορού – κλασικού ή σύγχρονου. Το όνειρό της ήταν να γίνει μπαλαρίνα. Δεν υπήρχαν τότε οι συνθήκες. Τελικά έγινα εγώ, αλλά και η δεύτερή μου αδελφή η οποία εργάζεται και εκείνη στο εξωτερικό, σε ένα πολύ ψηλό επαγγελματικό επίπεδο.
– Δηλαδή; Είναι χορεύτρια σε μια από τις πιο γνωστές ομάδες σύγχρονου χορού, στην Gauthier Dance / Dance Company, στην Στουτγκάρδη. Οι γονείς μας, λοιπόν, όχι μόνο δεν μας εμπόδισαν να ασχοληθούμε και να σταδιοδρομήσουμε στον χώρο των Τεχνών, αλλά μας ενθάρρυναν και μας συμπαραστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις.
– Οι φίλες σου, οι συμμαθήτριές σου, πως αντιμετώπιζαν αυτή την αγάπη σου για το χορό; Θα έλεγα με αρκετή κατανόηση και αποδοχή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον ενθουσιασμό τους όταν έκανα τις χορογραφίες και συμμετείχα χορευτικά σε σχολικές εκδηλώσεις. Θυμάμαι τις αγκαλιές και τα συγχαρητήρια όταν κέρδισα τον Παγκύπριο διαγωνισμό μπαλέτου και εκπροσώπησα την Κύπρο στην Eurovision για Νεαρούς Χορευτές…
– Τι είναι αυτό, νομίζεις, που ξεχωρίζει έναν «ταλαντούχο» χορευτή από έναν «πολύ καλό χορευτή», Ιωάννα; Ο «πολύ καλός» χορευτής πατάει σωστά, χορεύει σωστά, εκφράζεται σωστά στη σκηνή. Ο «ταλαντούχος» όμως, πέρα από αυτά, έχει έναν άλλο «αέρα». Η αύρα του απλώνεται πέρα από τη σκηνή και καρφώνεται στο βλέμμα και στην καρδιά του θεατή. Συνεπαίρνει και συγκινεί αμέσως.
– Ποια ήταν, τελικά, η κομβική εκείνη στιγμή που σκέφτηκες «εγώ αυτό θέλω να κάνω επαγγελματικά στη ζωή μου»; Νομίζω ότι πάντα το έλεγα αυτό αλλά, αν θα ξεχωρίζαμε κάποια κομβική στιγμή, αυτή ίσως να ήταν η συμμετοχή μου στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Μπαλέτου Prix de Lausanne, όπου κατάφερα να περάσω στον τελικό. Τον διαγωνισμό παρακολουθούσαν διευθυντές μεγάλων σχολών μπαλέτου του εξωτερικού και είχα την τιμή να μου προσφερθεί υποτροφία από την Ακαδημία Μπαλέτου του Μονάχου, στην οποία και φοίτησα για δύο χρόνια.
– Οι περισσότεροι -ίσως και λόγω κάποιων κινηματογραφικών ταινιών- έχουμε στο μυαλό μας τον χορό ως κάτι ιδιαίτερα επίπονο που χρειάζεται -κυρίως- ψυχικές αντοχές για να μπορέσει κάποιος να επιβιώσει σωματικά αλλά και εσωτερικά σ’ αυτή την Τέχνη. Είναι έτσι, Ιωάννα; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Χρειάζονται μεγάλες αντοχές. Ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Η πίεση είναι διαρκής. Εδώ, ίσως, να ισχύει περισσότερο η ρήση του Βολτέρου: «Ο χειρότερος εχθρός του καλού, είναι το καλύτερο!». Ο κάθε χορευτής επιδιώκει να φτάσει στην κορυφή, γι’ αυτό και ο ανταγωνισμός είναι φυσικός και αναπόφευκτος σε αυτό τον χώρο. Στην πορεία ενός χορευτή υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω – υπάρχουν τραυματισμοί, υπάρχει πάλη με τον εαυτό σου. Ας μη ξεχνάμε, επίσης, ότι το μπαλέτο, σε αντίθεση με άλλες μορφές Τέχνης, έχει για τον χορευτή ημερομηνία λήξης, όπως ακριβώς και για τον αθλητή. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, επομένως, πρέπει να τρέχεις με τα χίλια, αν θέλεις να φτάσεις και να βρίσκεσαι στην κορυφή.
– Να υποθέσω πως υπήρχαν και στη δική σου διαδρομή οι φορές εκείνες που είπες «τα παρατάω»; Ναι, μπορεί να είπα «τα παρατάω», σε στιγμές απογοήτευσης, όταν θεωρούσα ότι είχα αδικηθεί. Αλλά δεν το εννοούσα πραγματικά. Διότι, χωρίς τον χορό, είναι ως να είμαι «σε κενό αέρος». Με κράτησε ο ανεξίτηλος έρωτας με αυτό που, από μικρή, αγάπησα.
– Θα έλεγες πια πως η διαδρομή σου χωρίζεται σε «πριν» και «μετά» της χρονιάς εκείνης που ξεκίνησες να συνεργάζεσαι με την Κρατική Όπερα και το Μπαλέτο της Βιέννης; Ο μεγάλος σταθμός στη ζωή μου, στον οποίο παραμένω εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, είναι το Κρατικό Μπαλέτο Βιέννης. Εδώ πέρασα από όλες τις βαθμίδες: Corp de ballet, Demi-soloist, Soloist και πρόσφατα Πρώτη Σόλο Χορεύτρια-Principal. Στην πορεία αυτή χόρεψα κλασσικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως: Tatjana στο «Onegin» του John Cranko, Giselle σε χορογραφία της Elenas Tschernischova, Red Giselle του Boris Eifman, Juliet στο «Romeo and Juliet» του Davide Bombana, Snowqueen του Michael Corder κ.α. Το νεοκλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριό μου περιλαμβάνει συνεργασίες με τους διεθνώς αναγνωρισμένους, κορυφαίους χορογράφους: Paul Lighfoot and Sol Leon, Jiri Kylian, William Forsythe, John Neumaier, Nacho Duato κ.α.
– Τι νιώθεις όταν χορεύεις, Ιωάννα; Τι αισθάνεσαι; Από τη στιγμή που ο χορός είναι ο επαγγελματικός μου έρωτας, όσο θα χορεύω θα είμαι ερωτευμένη. Ερωτευμένη με τους ρόλους που μου ανατίθενται. Τότε μόνο, άλλωστε, θα χορέψεις και θα εκφραστείς σωστά. Ο χορός είναι απόλαυση, είναι μια εσωτερική εξέγερση, είναι ηδονή, όταν καταθέτεις την ψυχή σου. Είναι, τελικά, μια ιεροτελεστία, μια σπονδή στη θεά Τέχνη. Οι χορευτές αγωνίζονται για να φτάσουν σε εκείνο το επίπεδο όπου όλα στη σκηνή θα λειτουργούν φυσικά, όπου τα δύσκολα θα φαίνονται εύκολα. Γι’ αυτό και η τεχνική αρτιότητα πρέπει να συγχωνεύεται με την εκφραστική αρτιότητα. Εδώ είναι που γεννιέται η συγκίνηση στη σκηνή, και εκπέμπεται στο κοινό. Αυτό, αν την εισπράξει, «θα φανεί», όπως τραγουδά και η αγαπημένη μου Άλκηστις, «στο χειροκρότημα». Και για μας τους χορευτές, αλλά και ευρύτερα για τους καλλιτέχνες, αυτό το χειροκρότημα είναι πολύτιμο, είναι ένα πολύ ακριβό κομμάτι της ζωής μας.

– Για κάποιους ο χορός είναι «ελευθερία», κυρίως. Για σένα; Είναι η ελευθερία των κινήσεων και των συναισθημάτων. Οι χορευτές, μέσα από τη γλώσσα του σώματος, απελευθερώνουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων ενός έργου και τα προσφέρουν στο κοινό. Όπως σας είπα, αν συγκινήσεις το κοινό, τότε η δική σου χορευτική ελευθερία μετουσιώνεται σε πράξη συμμετοχής του θεατή. Έτσι, νομίζω, εκπληρώνεται και ο ύψιστος στόχος της Τέχνης, που δεν είναι άλλος από το να συγκινεί και να ομορφαίνει τον κόσμο.
– Είναι σήμερα το ίδιο συναίσθημα με εκείνο που αισθανόσουν όταν, ως νέα, χόρευες και σε παραστάσεις στην Κύπρο; Ή αυτό έχει αλλάξει πια, έχει ωριμάσει ίσως; Υπάρχει σίγουρα μια διαφορά. Ως παιδί και ως έφηβη ακολουθούσα περισσότερο οδηγίες και ο στόχος ήταν η ανάπτυξη της τεχνικής. Διότι στο μπαλέτο -και ιδιαίτερα στο κλασσικό-, χωρίς αυτήν, όσο συναίσθημα και αν έχεις, δεν μπορείς να πετύχεις. Στην πορεία ωριμάζεις καλλιτεχνικά και, παράλληλα με την τεχνική βελτίωση, μελετάς και επεξεργάζεσαι τους ρόλους και κινητοποιείς τις συναισθηματικές σου δυνάμεις. Φυσικά πάντα υπάρχουν τα μάτια που σε βλέπουν, σε καθοδηγούν και σε συμβουλεύουν. Είναι οι δάσκαλοι της ομάδας και οι χορογράφοι που σε επιλέγουν. Βάζεις, όμως, και εσύ τη δική σου προσωπική σφραγίδα και είναι αυτό που σε κάνει αυθεντικό.
– Σου λείπει, κάποιες φορές, εκείνη η αθωότητα των παιδικών και νεανικών σου χρόνων, όταν χόρευες σε παραστάσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό; Τότε σίγουρα τα πράγματα ήταν πιο «αθώα», ήταν πιο ξέγνοιαστα. Όμως, οι παραστάσεις και τα ταξίδια με τη «Διάσταση» ενδυνάμωσαν τη βούλησή μου να υλοποιήσω το όνειρό μου. Θα μου μείνει αξέχαστη π.χ. η εμπειρία όταν με τη «Διάσταση» παρουσιαστήκαμε στο τεράστιο Παλάτι του Κρεμλίνου και στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.
– Όταν πρωτοπήγες στη Βιέννη, είχες φοβηθεί -αρχικά- από το επίπεδο που αντίκρυσες εκεί, αλλά και από τις φιλοδοξίες, ίσως, μελλοντικών σου συναδέλφων; Ποτέ μου δεν φοβήθηκα! Έφυγα από την Κύπρο με γερές βάσεις, σπούδασα με υποτροφία στο Μόναχο και αμέσως, μετά από ακρόαση, προσλήφθηκα στο Κρατικό Μπαλέτο της Βιέννης, μιας από τις μεγάλες πρωτεύουσες του πολιτισμού. Ήξερα, λοιπόν, από την αρχή, ότι ο καλώς νοούμενος ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος. Μεγάλα ταλέντα από τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Αμερική, την Ιταλία και άλλες χώρες, αποτελούσαν και αποτελούν την πολυπολιτισμική ομάδα του Μπαλέτου της Βιέννης. Επιβίωσα, περνώντας μέσα από όλες τις βαθμίδες και ευτύχησα να φτάσω στην κορυφή.
– Εσύ, τι έχεις στερηθεί για να φτάσεις σήμερα σε αυτό το επίπεδο; Δεν ένιωσα ποτέ ότι «στερήθηκα» κάτι ως παιδί, ούτε ως έφηβη. Σίγουρα, λόγω της σκληρής, εντατικής και πολύωρης καθημερινά δουλειάς, δεν είχα μια ξέφρενη εφηβική ζωή, όπως ίσως θα ήταν φυσιολογικό για κάποιους να έχω. Από την άλλη, ωστόσο, δεν το είχα ανάγκη. Για μένα, υπήρχαν κάποια αυτονόητα όρια, κάποια «πρέπει» και «δεν πρέπει», που μου επέτρεψαν -με αίσθηση ελευθερίας- να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα. Οι αμέτρητες ώρες που θυσίασα και θυσιάζω στο στούντιο, τα δάκρυα, οι τραυματισμοί, η ψυχική αναστάτωση και η απογοήτευση, είναι ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του επαγγέλματος, που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Όμως αξίζει! Αξίζει για εκείνες τις στιγμές της εσωτερικής αποθέωσης, αλλά και της αποθέωσης από το κοινό. Αξίζει για το τελικό χειροκρότημα.
– Σήμερα, αν θα μου συμπλήρωνες την πρόταση «ο χορός για μένα είναι….», τι θα έλεγες; Ο χορός είναι ένα μικροσύμπαν, μέσα στο οποίο κινούνται και αλληλοτροφοδοτούνται διάφοροι «πλανήτες»: Η μουσική, η χορογραφία, η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μυθολογία, ο έρωτας, ο θάνατος. Στον χορό διαπλέκονται η φαντασία και η πραγματικότητα. Και οι χορευτές μιλούν με τη γλώσσα του σώματος και της ψυχής. Για μένα, λοιπόν, ο χορός είναι κάτι ανεξάντλητο, αφού πάντα κάτι καινούργιο ανακαλύπτεις. Από παιδί με «κυνηγά» και τον «κυνηγώ». Ακόμη και όταν κοιμάμαι. Κάποτε, φυσικά, θα τελειώσει ο έρωτας με τη σκηνή του θεάτρου. Όχι, όμως, ο έρωτας με τον χορό!
Ελεύθερα, 16.10.2022.