Έπειτα από έρευνα δυο χρόνων, η Μαγδαλένα Ζήρα και η Νέδη Αντωνιάδη της ομάδας ΣΕΖΟΝ Γυναίκες, ζωντανεύουν τις αφηγήσεις των γυναικών που έλαβαν μέρος στις πορείες της κίνησης «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν». Μέσα από την ποίηση της θεατρικής πράξης φωτίζουν τον ηρωισμό, την αυτοθυσία, το όραμα αυτών των γυναικών.

Για ποιο πράγμα αξίζει να πεθάνει κανείς; Ποια είναι η ευθύνη μιας γενιάς προς τις επόμενες; Πώς μοιάζει μια ηρωίδα; Είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η ομάδα ΣΕΖΟΝ Γυναίκες στο νέο της πρότζεκτ «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν». Είναι ένα καινούργιο θεατρικό έργο γραμμένο με τη μεθοδολογία του θεάτρου verbatim, αυτολεξεί ενός θεατρικού είδους που χρησιμοποιεί πραγματικές μαρτυρίες ως τον κύριο άξονα της δομής του. «Θεωρήσαμε πολύ σημαντικό να αποκατασταθεί η ιστορία της δράσης αυτών των γυναικών μέσω της πλοκής του έργου και να είναι κατανοητό στο κοινό το ιστορικό των πορειών», σχολιάζουν η Μαγδαλένα Ζήρα και η Νέδη Αντωνιάδου, οι οποίες έγραψαν το κείμενο έπειτα από έρευνα δυο χρόνων, με τη στήριξη του Ιδρύματος Λεβέντη και σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Βασικός πυρήνας του υλικού για τη δημιουργία του θεατρικού ήταν, βέβαια, οι μαρτυρίες δεκάδων γυναικών που μοιράστηκαν μαζί τους τις ιστορίες τους. 

– Τι θέλετε να φωτίσετε μέσα από το έργο «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν»;  Είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός της Ιστορίας μας, μια πολιτικά ανεξάρτητη και μαζική αντικατοχική δράση Κύπριων γυναικών, που δυστυχώς περιθωριοποιήθηκε. Παράλληλα, αγγίζουμε το οικουμενικό και διαχρονικό θέμα της διαγραφής της γυναικείας εμπειρίας από την επίσημη Ιστορία. 

– Ποιες παραμέτρους άγγιξε η έρευνά σας για τη συγγραφή του θεατρικού; Κατ’ αρχήν επικεντρωθήκαμε στις προσωπικές μαρτυρίες, τόσο από γυναίκες του διοργανωτικού πυρήνα της οργάνωσης όσο και συμμετέχουσες από τον ευρύτερο πληθυσμό. Στόχος μας ήταν η πολυφωνία, μέσα από όσες συνεντεύξεις ήταν εφικτό να γίνουν. Η δεύτερη παράμετρος αφορά το ιστορικό πλαίσιο, την εποχή, τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, τόσο σε σχέση με το Κυπριακό όσο και σε σχέση με τη θέση της γυναίκας στην Κύπρο της δεκαετίας του ’80. Η ερώτηση που καθοδηγούσε την έρευνά μας ήταν γιατί σβήστηκε σε τέτοιο βαθμό το κίνημα από τη συλλογική μνήμη, ιδιαίτερα των νεότερων γενιών. Έτσι διερευνήσαμε και την αντιμετώπιση του κινήματος από τον Τύπο της εποχής, τόσο τον τοπικό όσο και τον διεθνή. 

– Ποια μέθοδο ακολουθήσατε για την επεξεργασία του υλικού;  Χρησιμοποιήσαμε παραδοσιακές μεθόδους δραματουργικής ανάλυσης για να οργανώσουμε το τεράστιο υλικό σε ένα κείμενο παράστασης. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων εμφανίζονταν επαναλαμβανόμενες θεματικές και μοτίβα τα οποία σταδιακά, στη διάρκεια δύο χρόνων, μας οδήγησαν στο να αποκαλύψουμε την πλοκή που ήταν κρυμμένη μέσα στον όγκο των πληροφοριών. Αυτή η πλοκή, ο άξονας του έργου, έχει να κάνει με το πραγματικό κόστος, σε προσωπικό αλλά και συλλογικό επίπεδο, αυτού του αγώνα· έχει να κάνει με τη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελπίδα και την απογοήτευση, ανάμεσα σε ένα όραμα για ειρήνη και μια ιστορία βίας και τραύματος.  Έχει να κάνει με την Κύπρια γυναίκα τότε και τώρα. Θεωρήσαμε πολύ σημαντικό να αποκατασταθεί η ιστορία της δράσης αυτών των γυναικών μέσω της πλοκής του έργου και να είναι κατανοητό στο κοινό το ιστορικό των πορειών: Πώς άρχισαν, από ποιες, ποια ήταν η αλληλουχία των γεγονότων, πώς διοργανώθηκαν, πώς αντιμετωπίστηκαν, ποια ήταν τα βασικά εμπόδια που αντιμετώπισαν. Έτσι, η δραματουργία ακολουθεί εν πολλοίς τα ιστορικά γεγονότα, αλλά με μια βασική ανατροπή που προέρχεται από τη φύση του θεάτρου verbatim: Βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το παρόν, με την τωρινή πραγματικότητα, με το σημερινό κοινό και με τη σημερινή Κύπρια γυναίκα. Όπου ήταν δυνατόν, το αφηγηματικό κείμενο μετατρέπεται σε δραματοποίηση στιγμών του παρελθόντος. Την ίδια ώρα, η μνήμη και η ανάμνηση, ως θεματικές, ως μοτίβα και ως ποιητικά εργαλεία, είναι κρίσιμης σημασίας για τη συγγραφή αλλά και για τη σκηνοθεσία.  

– Έχετε κάνει δεκάδες συνεντεύξεις με γυναίκες που έλαβαν μέρος στις πορείες των γυναικών. Τι κρατάτε από αυτές τις μαρτυρίες; Mας έβαλαν στη διαδικασία να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις που είχαμε για τις Κύπριες γυναίκες, για τις γυναίκες εκείνης της γενιάς, για το τι σημαίνει ηρωισμός. Ανακαλύψαμε τρανές αποδείξεις ότι δεν είναι πάντα ειλικρινής και δίκαιη η επίσημη καταγραφή της Ιστορίας. Νιώσαμε δέος και συγκίνηση μπροστά στον ηρωισμό, την αυτοθυσία, το όραμα και την οργανωτική ικανότητα των γυναικών αυτών. Θαυμάσαμε τη σύμπνοια, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό που τρέφουν η μια για την άλλη. Συναντήσαμε γυναίκες που ακόμα και σήμερα, 35 χρόνια μετά τις πορείες, δεν σταματούν να αγωνίζονται. 

– Εκτός από τις ζωντανές μαρτυρίες των γυναικών, πού αλλού ανατρέξατε για το υλικό σας; Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου μάς παρείχε πρόσβαση στο αρχείο της κίνησης. Πρόκειται για έναν θησαυρό από αντικείμενα, οπτικοακουστικό υλικό, δημοσιεύματα, επιστολές και άλλα ντοκουμέντα. Μέρος του αρχείου θα παρουσιαστεί σε έκθεση στο φουαγιέ του θεάτρου. Επιπλέον ανατρέξαμε στον Τύπο της εποχής μέσω του ψηφιακού αρχείου του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, καθώς και στον «Ψηφιακό Ηρόδοτο» του ΡΙΚ. 

– Νομίζετε ότι περιθωριοποιήθηκε αυτό το κίνημα; Ναι. Η μελέτη των εφημερίδων της εποχής ήταν αποκαλυπτική για μας: Έλλειψη ικανοποιητικής κάλυψης, προκατειλημμένη αρνητική στάση ή ακόμα και παντελής παράβλεψη, μαρτυρούν εμμονές σε συγκεκριμένα κομματικά πρότυπα μαζί με μια μεγάλη δόση σεξισμού. Η κίνηση αυτή ήταν ανένταχτη, δεν συμμορφώθηκε με τα κυρίαρχα κομματικά ιδεολογικά στεγανά, αντιστεκόταν στην εργαλειοποίηση από οποιονδήποτε πολιτικό χώρο και έτσι αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από όλους, παρόλο που είχε μεγάλη λαϊκή απήχηση. Εξ ου και η απουσία της από τα βιβλία Ιστορίας και από τη συλλογική μνήμη των νεότερων γενιών. 

– Πώς αυτό το έργο μπορεί να μιλήσει στον σύγχρονο θεατή; Προσκαλεί το σύγχρονο κοινό να σταθεί με κριτική ματιά απέναντι στην επίσημη Ιστορία του τόπου του, το φέρνει αντιμέτωπο με μεγάλα τραύματα, αλλά και επιτεύγματα, που έμειναν κρυμμένα ή με τον καιρό ξεχάστηκαν. Παράλληλα, μιλά σε ένα παγκόσμιο κοινό θίγοντας οικουμενικά θέματα για την περιθωριοποίηση της γυναικείας εμπειρίας και για την απουσία της γυναικείας οπτικής στον δημόσιο βίο. «Το τοπικό είναι και το οικουμενικό», λέμε στο θέατρο. Η αυθεντικότητα του μέσου verbatim και η ειλικρινής μας πρόθεση να αποτυπώσουμε το πνεύμα της κίνησης, νομίζω ότι μπορεί να μιλήσει σε θεατές οποιασδήποτε εθνικότητας. 

– Ο ρόλος των γυναικών είναι υποτιμημένος στις εμπόλεμες ζώνες; Ο κυρίαρχος λόγος εγκλωβίζει τη γυναίκα της Κύπρου μετά το ’74 σε έναν ρόλο θύματος, χωρίς ενεργή συμμετοχή ούτε κυριότητα στην ιστορία της. Από την άλλη, η γυναίκα απέχει από την πολιτική διαδικασία επούλωσης αυτού του τραύματος. Παραδόξως, στη χώρα μας το πραγματικό τραύμα του άμαχου πληθυσμού κουκουλώθηκε επιμελώς.

– Πιστεύετε ότι μέσα από την παράσταση αυτή αποδομούνται έμφυλα στερεότυπα; Σ’ ένα πατριαρχικό, σεξιστικό πλαίσιο υπήρχε ένα μεγάλο ρίσκο: Το ότι ήταν γυναίκες, ήταν δύναμη ή αδυναμία τελικά; Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Η κίνηση οραματίστηκε έναν κόσμο όπου το γυναικείο σώμα στον δημόσιο χώρο είναι αντικείμενο θαυμασμού και όχι χλευασμού· έναν κόσμο όπου ο γυναικείος λόγος στο πολιτικό γίγνεσθαι αντιμετωπίζεται με σεβασμό και όχι περιφρόνηση. Το ίδιο οραματιζόμαστε κι εμείς μέσα από αυτή την παράσταση. 

Ελεύθερα, 16.10.2022.