Ο Φώτης Αποστολίδης επισημαίνει ότι η μυθοπλασία δεν είναι παρά μια έντεχνη αλλοίωση των γεγονότων της ζωής.

Στη νέα του σκηνική πρόκληση, ενσαρκώνει τον Νικόλα Κοζάκογλου, τον αγώνα για επιβίωση του οποίου περιγράφει με απαράμιλλη παραστατικότητα ο Στρατής Δούκας στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου». Υπό τη δραματουργική και σκηνοθετική καθοδήγηση της Μαρίας Μανναρίδου– Καρσερά, ο Φώτης Αποστολίδης αντιμετωπίζει το κορυφαίο πεζογράφημα του μικρασιάτη συγγραφέα που εξιστορεί τις κακουχίες, τα δεινά, τη φυσική και ηθική ταλαιπωρία όσων δεν μπόρεσαν να διαφύγουν έγκαιρα από τη μικρασιατική ακτή το 1922. Ο έμπειρος και πάντα δεκτικός και «ανοιχτός» ηθοποιός σκάλισε και στη δική του μνήμη, ανασύροντας προσωπικές εμπειρίες και αφηγήσεις, που σχετίζονται με τις σμυρνέικες καταβολές του. Γι’ αυτό και σημειώνει ότι θέλοντας και μη θα έχει μαζί του στην παράσταση και τους προγόνους του.

– Ποιο μήνυμα μεταφέρει στην εποχή μας ο Στρατής Δούκας; Αν ήταν ένα, θα το έλεγα. Είναι πολλά και τ’ ανακαλύπτω κάθε μέρα, τα σκέφτομαι, τ’ αφήνω μετέωρα να μην τα βιάσω. Για κάποια είμαι πιο σίγουρος… Το ταξίδι στη Σμύρνη έχει ακόμα δρόμο. Και μετά την πρεμιέρα. Και μετά το τέλος των παραστάσεων. Αυτό μου συμβαίνει πολλές φορές. Τελειώνει μια παραγωγή κι εγώ ακόμα ανακαλύπτω μηνύματα. Άσε…

– Τι πιστεύεις ότι θεωρούσε σημαντικό στη ζωή- με γνώμονα αυτή τη μαρτυρία; Την εμπειρία του άλλου. Το «πώς» μαθαίνουμε ακούγοντας τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και λίγα άλλαξε. Περισσότερο παραδίδει ένα ντοκουμέντο, παρά μια άρτια νουβέλα.

– Ποια ήταν η κυριότερη πρόκληση σε σχέση με την αναπαράσταση εκείνης της περιόδου; Νομίζω πως ελαφροπατάμε στην περίοδο εκείνη, αν και μέσα απ’ αυτή μιλάμε. Η Μαρία, εγώ κι οι συνεργάτες μας επιχειρούμε να μπούμε και να βγούμε από την περίοδο αυτή, να μη μας εγκλωβίσει σε κάτι που έγινε και τέλειωσε, αλλά σε κάτι που έγινε και συμβαίνει τώρα. Είναι παρελθόν και παρόν μαζί. Θα μπορούσαμε κι αλλιώς; Δεν ξέρω. Τα αρώματα είναι η μουσική και τα φώτα. Ελπίζω να συνδεθώ μαζί τους, να κάνουμε επί σκηνής καλή παρέα.

– Το έργο είναι ταυτόχρονα μαρτυρία και μυθοπλασία. Προς τα πού κλίνει σκηνοθετικά η δική σας πρόταση; Υπηρετούμε και τα δύο. Ούτως ή άλλως, αν κι εδώ λιγότερη, η μυθοπλασία δεν είναι παρά μια έντεχνη αλλοίωση των γεγονότων της ζωής, είτε αυτά τα είδαμε, είτε τα «ξέρουμε» με κάποιον τρόπο από το τι συμβαίνει ή συνέβη στον κόσμο. Ο συγγραφέας γράφει για να διαβάσει τι έζησε ή τι έζησαν οι άνθρωποι. Κι εμείς κάνουμε θέατρο για να βρούμε τον εαυτό μας. Δεν υπάρχουν πιο γυμνοί άνθρωποι από τους ηθοποιούς. Κι αυτή τη γύμνια τη βλέπουμε, όταν ενεργοποιούμε το μόνιτορ που ελέγχει την όποια κι όση δεξιοτεχνία έχουμε, για να κάνουμε όσο πιο καλά μπορούμε τη δουλειά μας.

– Από ποια σκοπιά είδες τη συγκεκριμένη πρόκληση σε προσωπικό επίπεδο; Όταν η Μαρία μου πρότεινε να κάνουμε αυτή την παράσταση, δεν γνώριζε πως η καταγωγή μου, από την πλευρά της μητέρας μου, είναι από τη Σμύρνη. Μπορεί να είμαστε ρομαντικοί που νιώσαμε ως καρμική αυτή τη σύμπτωση. Πριν την πρόταση, ήδη ένιωθα πως αυτή είναι μια κομβική χρονιά για τη μνήμη μου. Στρογγυλοί αριθμοί. 100 χρόνια από τότε που ο παππούς μου ο Μιλτιάδης έσωσε βάζοντας σε μια βάρκα την προγιαγιά μου τη Μαριγύ και τις κόρες της -ανάμεσά τους η γιαγιά μου, Ελένη. 40 χρόνια από τότε που πέθανε ο παππούς. 50 χρόνια δικά μου και 50 από το θάνατό της. Η γιαγιά δεν είμαστε καν σίγουροι αν πληροφορήθηκε τη γέννησή μου. Της είπαν πως η μικρή της κόρη γέννησε γιο, το μικρότερο εγγόνι της, μα το μυαλό της είχε πια επιστρέψει οριστικά στη Σμύρνη. Και 20 χρόνια από τότε που έχασα τη μητέρα μου.

– Η σμυρνέικη καταγωγή σου πόσο συνέβαλε στη μελέτη του ρόλου; Η αξιοποίηση αυτών των θλιβερών επετείων της ζωής μου που σκάλισαν τη μνήμη μου, ήταν αναπόφευκτη. Ο ηθοποιός μπορεί να ανασύρει προσωπικές εμπειρίες για να εργαστεί, εύστοχες ή άστοχες. Θυμάμαι τη διαφωνία μου με μία συνάδελφο που είχε πει σε μια πρόβα πως «ΕΤΣΙ κλαίνε οι χήρες στην κηδεία του άντρα τους» περιγράφοντας το πώς έκλαψε η δική της θεία. Εγώ της είπα πως ο ρόλος δεν είναι η θεία σου. Η σωστή θέση και διατύπωση, για μένα, θα ήταν: «η θεία μου ΕΤΣΙ έκλαψε στην κηδεία του άντρα της, έτσι θα κλάψω κι εγώ» ή «έτσι θα κλέψω κι εγώ». Όμως, ό,τι έχω κοροϊδέψει στη ζωή μου, το λούστηκα. Σ’ αυτή την εργασία, θέλοντας και μη, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ελάχιστοι ζώντες πια και οι περισσότεροι τεθνεώτες, επέστρεψαν, από δική μου επίκληση κι ίσως και από μόνοι τους- ποιος ξέρει;

– Με ποιον τρόπο «επέστρεψαν»; Θυμήθηκα τις θειάδες μου, την εξωστρέφεια, την καθαριότητα, το χιούμορ, την τρέλα τους. Μεγάλωσα μέσα στα φουστάνια αυτών των γυναικών και ξέρω τα σουσούμια τους. Πάντα προτιμούσα την παρέα των γυναικών. Ο ήρωάς μου βέβαια είναι άνδρας. Αλλά κι από τους άνδρες πήρα. Από τον παππού μου, έναν ήμερο άνθρωπο σε εντελώς μητριαρχικό και γυναικοκρατούμενο καθεστώς, που ήταν εκφραστικός, αιωνίως συγκινημένος, γλυκός. Είμαι ευγνώμων που πρόλαβα το χάδι του. Τα «γιαβρί μου και τζιέρι μου», την κλιτική του προσφώνηση «Βιντσέντσο». Έτσι με φώναζε. Μάλλον σήμαινε ο Βενιαμίν. Θυμάμαι μια πιο συγκρατημένη εξωστρέφεια απ’ αυτή των γυναικών, παρ’ όλα αυτά έντονη ενίοτε όταν μιλούσε με το κρασάκι του. Θέλοντας και μη, λοιπόν, όλοι αυτοί είναι μαζί μου στην παράσταση. Ελπίζω να μην τους κάνω ρεζίλι.

– Πιστεύεις ότι ζούμε σε μια εποχή νέων αιχμαλωσιών; Η ίδια η ζωή είναι μια αιχμαλωσία. Τούτου δοθέντος, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ζωντανοί, εγκλωβισμένοι στο σώμα που μας δόθηκε από το δίκτυο του DNA, με μια άγνωστη ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό κι έχω αγιοποιήσει κάπως τους αυτόχειρες. Αυτούς που επιλέγουν τον θάνατο, εφόσον δεν επέλεξαν να έρθουν στη ζωή και κατέβηκαν από το τρένο πριν συντριβεί πάνω στην πέτρα του χρόνου. Αλλά όσο διαβάζω κι αν διαβάζω σωστά κι αν αυτά που διαβάζω είναι σωστά, αντιλαμβάνομαι πως η «αιχμαλωσία» είναι πάντα παρούσα στις κοινωνίες των ανθρώπων. Δεν μεταμφιέζεται καν, μάς κοιτάζει κατά πρόσωπο κι είναι θέμα δικό μας αν θα την αντικρίσουμε ή όχι. Πολλοί ζουν σαν ελεύθεροι και τους θαυμάζω. Αλλά θεωρώ πως όλοι είμαστε αιχμάλωτοι ενός συστήματος, κάθε συστήματος. Στις μέρες μας και στα μέρη μας, αιχμαλωσία για παράδειγμα είναι η προσπάθεια να δείχνουμε όλοι όμορφοι και ευτυχισμένοι. Χέστηκα. Δεν είμαι ούτε όμορφος, ούτε ευτυχισμένος.

– Εσύ δεν αισθάνεσαι με κάποιον τρόπο αιχμάλωτος σε κάτι; Ναι, αιχμάλωτος νιώθω όταν στη δουλειά ο σκηνοθέτης δεν αντλεί από την υποκριτική μου προσωπικότητα. Αιχμάλωτος νιώθω που είμαι αρκετά μοναχικός. Που επενδύω στην ξεκούραση από τα πολλά- πολλά με τους ανθρώπους κι ελευθερώνομαι, ενώ στην ουσία χτίζω το κελί μου και μετατρέπω τη μοναχικότητα σε μοναξιά. Αιχμάλωτος νιώθω που δεν έχω την οικονομική πολυτέλεια να ταξιδέψω σ’ όλο τον κόσμο. Αιχμάλωτος νιώθω κάθε φορά που «κάνω τον βλάκα και πείθω». Αιχμάλωτος νιώθω από τις ενοχές μου που δεν αξιοποίησα πολλά. Αιχμάλωτος νιώθω κι από τα λάθη μου κι αν και θεωρώ πως δεν έχω πειράξει ούτε μυρμήγκι, στεναχωριέμαι για κάποιους θυμούς ή λόγια μου που πλήγωσαν ανθρώπους. 

– Είναι και η μνήμη ένα είδος αιχμαλωσίας; Είναι η μεγαλύτερη αιχμαλωσία, καθώς είναι και χρήσιμη και οδυνηρή. Αυτή είναι η τροφή μου για έμπνευση, αυτή με ρίχνει στην κόλαση. Δεν μπορώ για παράδειγμα να ξεχάσω πως οι γονείς μου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μου κάνουν τη ζωή δύσκολη. Πώς να το ξεχάσω αυτό; Κι αν υπήρχε το χάπι επιλεκτικής αμνησίας, δεν ξέρω αν θα το κατάπινα. Οι ιστορίες που γράφω είναι μια θολή άσκηση πάνω στο κατεργασμένο από το μυαλό υλικό της μνήμης.

– Η επέτειος της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι μόνο αφορμή για τιμές και θρήνους ή και μια ευκαιρία για αναστοχασμό; Και τα δύο. Μα περισσότερο το δεύτερο. Ζώντας, δίπλα μας, τη φοβία πολλών ανθρώπων να δεχτούν στον τόπο τους, τους άλλους, τους ξένους, η Σμύρνη φωνάζει πως ένας δυναμικός πολιτισμός δημιουργείται με τη συνύπαρξη των μεν με τους δε. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κοσμοπολίτες χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψουν. Ανακάτεψαν τα χνώτα τους με τους άλλους, τα φαγητά τους, τα τραγούδια τους, τις ζωές τους. Γι’ αυτό κι έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα -μην πω πολλά- ας πω, το σαπούνι.

– «Μονάχα οι ηλίθιοι και οι νεκροί έχουν δικαίωμα να λησμονούν» γράφει ο Στρατής Δούκας. Πώς το σχολιάζεις; Η επιλεκτική μνήμη είναι ανήθικη. Από την άλλη δεν μπορώ να συμφωνήσω και απόλυτα. Αυτό που λέμε «συλλογική μνήμη» είναι χρήσιμο, αλλά είναι δικαίωμα ενός ανθρώπου στην προσωπική του ζωή, ιδίως αν η ιστορική μνήμη δεν είναι συστατικό της εργασίας του, να πάρει αποστάσεις. Μερικές φορές έχω σκεφτεί πως μια πρόωρη ήπια άνοια μπορεί να μ’ έκανε πιο χαρούμενο.

– Η διατήρηση της μνήμης είναι καθήκον ή ανάγκη; Θα ήταν καλό να είναι ανάγκη. Αν είναι καθήκον, θα είναι αγγαρεία.

– Η αναπαράσταση τέτοιων ζοφερών γεγονότων εδραιώνει ή αποδομεί τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον «άλλο»; Ανάλογα με το ποιος εισπράττει αυτή την αναπαράσταση. Αν είσαι βλάκας και δεν μπορείς να αντιληφθείς πως η κατανόηση της ζωής γίνεται μέσα από τη σύνθεση και με την αποδοχή των αντιφάσεών της, τότε θα κολλήσεις και μπορείς και την Ιστορία αυτού του Αιχμαλώτου να τη δεις ως έναν ύμνο στους καλούς Έλληνες και τους κακούς Τούρκους. Θεωρώ πως η ιστορία μας επιχειρεί να αποδομήσει τα στερεότυπα, χωρίς να παραποιεί τα γεγονότα όπως μας παραδόθηκαν από τον Στρατή Δούκα.

INFO Η «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα παρουσιάζεται από τις 19/10 και κάθε Δευτέρα, Τετάρτη (8.30μ.μ.) & Κυριακή (7μ.μ.) στο Θέατρο Χώρα (στις 23/7 παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Ύψωνα), 99544934

Ελεύθερα, 16.10.2022