Σε έναν μαθηματικό γρίφο εδράζεται το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη με τον τίτλο «Εικασία 3ν+1», ο οποίος αναφέρεται στην περίφημη εικασία του Κόλατζ, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1937. Ο κυπριακής καταγωγής μαθηματικός και συγγραφέας, που δραστηριοποιείται στον χώρο της «μαθηματικής μυθοπλασίας», εστιάζει εδώ σε μια υπαστυνόμο του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής που προσπαθεί να εξιχνιάσει μια υπόθεση που είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι αρχικά φαινόταν. Ο συγγραφέας έχει εκδώσει μεταξύ άλλων έξι μυθιστορήματα κι έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στο διήγημά του «Περίπτωσις αυτοδικίας» είναι βασισμένη η ταινία του Σωτήρη Τσαφούλια «Έτερος εγώ».

– Πώς η εικασία του Κόλατζ συνδέεται με την πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος; Προσπαθώντας ν’ αποφύγω το spoiler, περιορίζομαι να πω ότι η εικασία του Κόλατζ, η εικασία 3ν+1, παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Αποτελεί το σημείο συνάντησης των δυο βασικών ηρώων της ιστορίας και ακολουθεί τη σχέση και τις αλληλεπιδράσεις τους μέχρι το τέλος. Έχω την αίσθηση και την ελπίδα ότι, αφού διαβάσει το βιβλίο, ο αναγνώστης θ’ αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του και θ’ ανακαλύψει πολλές συμπαραδηλώσεις του τίτλου, μερικές από τις οποίες δεν τις έχω υποψιαστεί ούτε κι εγώ.

– Είναι τα ανεπίλυτα προβλήματα- στα μαθηματικά και τη ζωή- τα πιο γοητευτικά; Τα δύσκολα, ανοικτά προβλήματα ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία. Όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι η λύση τους χρονίζει, ότι πολλοί σπουδαίοι ερευνητές απέτυχαν να τα λύσουν, η πρόκληση είναι μεγάλη, το κίνητρο σημαντικό: «Σκέψου να καταφέρω να το λύσω εγώ! Πόσο μια τέτοια επιτυχία θ’ άλλαζε τη ζωή μου…». Από τη άλλη, καθώς οι απόπειρες επίλυσης των μεγάλων προβλημάτων συνοδεύονται από ενδιαφέρουσες ιστορίες, αποτελούν συχνά πόλο έλξης ακόμα και για όσους δεν αισθάνονται ικανοί να τα προσεγγίσουν οι ίδιοι. Με δεδομένο μάλιστα ότι η μαθηματική έρευνα δεν απαιτεί μεγάλα κονδύλια– μολύβι και χαρτί είναι τα μόνα εργαλεία που χρειάζεται ένας μαθηματικός– ο πειρασμός να εμπλακεί κάποιος σ’ ένα ανοικτό μαθηματικό πρόβλημα είναι μεγάλος.

– Υπάρχει μαθηματική διάσταση στη φαντασία; Κάποτε, ο μεγάλος μαθηματικός Ντάβιντ Χίλμπερτ ζήτησε από τους φοιτητές του να μάθει τι απέγινε ένας παλιός του μαθητής που είχε πάψει να παρακολουθεί τις διαλέξεις του. Του απάντησαν ότι είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τα μαθηματικά και ν’ ασχοληθεί με την ποίηση. «Έκανε πάρα πολύ καλά», απάντησε ο Χίλμπερτ. «Δεν διέθετε αρκετή φαντασία ώστε να μπορεί να ασχοληθεί με τα μαθηματικά». Δεν μπορώ παρά να συνταχθώ με την άποψη του μεγάλου δάσκαλου: η φαντασία είναι απαραίτητο συστατικό κάθε δημιουργικής ενασχόλησης, πόσο μάλλον των μαθηματικών.

– Χρησιμοποιείτε τα μαθηματικά κι ως προς τη δομή ενός μυθιστορήματος που γράφετε; Σε όλες μου τις αφηγήσεις, τα μαθηματικά αποτελούν το «μηχανάκι» που θέτει σε κίνηση την πλοκή. Συχνά επηρέασαν και τη δομή της ιστορίας. Για παράδειγμα στο «Αχμές, ο γιος του φεγγαριού» ή στο «Ο μέτοικος και η συμμετρία». Στη «Εικασία 3ν+1» τα μαθηματικά έχουν έναν ολότελα διαφορετικό ρόλο- αλλά ας αφήσουμε να τον ανακαλύψει ο αναγνώστης.

– Ποιο στοιχείο είναι αυτό που καθιστά την αστυνομική λογοτεχνία τόσο δημοφιλή; Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ δημοσίευσε τις πρώτες ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς. Η απήχησή τους στο κοινό ήταν τεράστια. Τα λαϊκά στρώματα, που είχαν σχετικά πρόσφατα κατακτήσει τη δυνατότητα της ανάγνωσης, βρήκαν στις αστυνομικές ιστορίες εύληπτα, κατανοητά και διασκεδαστικά αναγνώσματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους αφορούσαν. Σταδιακά οι ιστορίες μυστηρίου εξελίχθηκαν. Από την εποχή του Σιμενόν άρχισαν ν’ αγκαλιάζουν όλο και περισσότερο μια θεματολογία με κοινωνικές και ψυχολογικές διαστάσεις. Θα τολμήσω να πω ότι σήμερα το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το κατ’ εξοχήν κοινωνικό αφήγημα. Το μυστήριο πλαισιώνεται από ενδοσκόπηση, ηθογραφία, κοινωνικό προβληματισμό· κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, κάνει τις αστυνομικές ιστορίες ιδιαίτερα γοητευτικές.