Πριν την Silicon Valley και τις παρόμοιες «τεχνολογικές κοιλάδες», η οικονομία των χωρών κινείτο μέσα από αλλιώτικες βιομηχανίες. Οι οποίες άφησαν πίσω τους μια εντυπωσιακή κτιριακή κληρονομιά. Μεγάλο μέρος της οποίας διασώζεται πλέον μόνο σε φωτογραφίες.
Εργοστάσια, σιλό, πύργοι νερού, δεξαμενές, υψικάμινοι… Κτίρια μιας άλλης εποχής που έγραψαν ιστορία κινώντας την οικονομία, αλλά στη συνέχεια ξεπεράστηκαν και πέρασαν σε αχρησία. Όσα διασώθηκαν, μετά από δεκαετίες βρίσκουν πολλές φορές, πλέον, την αναγνώριση που τους αξίζει και μετατρέπονται σε πολιτιστικούς, συνήθως, χώρους. Τα πλείστα όμως δεν είχαν την ίδια τύχη. Διασώζονται μόνο σε φωτογραφίες, εν πολλοίς χάρη σε ένα ζευγάρι Γερμανών φωτογράφων, τους Μπερντ και Χίλα Μπέκερ οι οποίοι επί σαράντα χρόνια φωτογράφιζαν τη βιομηχανική αρχιτεκτονική της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Τη δουλειά τους επαναφέρει στο προσκήνιο το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης με μια μεγάλη έκθεση έχοντας πλήρη πρόσβαση στο αρχείο τους.
Οι Μπερντ (1931–2007) και Χίλα Μπέκερ (1934–2015) θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς φωτογράφους της μεταπολεμικής περιόδου. Δουλεύοντας ως καλλιτεχνικό ζευγάρι, ανέπτυξαν μια αυστηρή πρακτική που επικεντρώθηκε σε ένα μόνο θέμα: την υπό εξαφάνιση βιομηχανική αρχιτεκτονική της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής που τροφοδότησαν τη σύγχρονη εποχή. Στην παρούσα έκθεση, που θα συνεχιστεί μέχρι τις 6 Νοεμβρίου, περιλαμβάνονται 200 περίπου φωτογραφίες βιομηχανικών κτιρίων, που μέσα από τον φακό τους μοιάζουν με γλυπτικές εγκαταστάσεις.
Χρησιμοποιώντας μια φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους, κατέγραψαν τα κτίρια αυτά με ακρίβεια, κομψότητα και πάθος. Σε αντίθεση με τους περισσότερους φωτογράφους, προτιμούσαν να εργάζονται τις συννεφιασμένες μέρες για να αποφύγουν τις δυνατές σκιές που μπορεί να επηρεάσουν την ακριβή καταγραφή της μορφής του κτιρίου. Δούλεψαν δε, αποκλειστικά με ασπρόμαυρο υλικό, αποφεύγοντας σκόπιμα τη μετάβαση στο χρώμα. Η αυστηρή, τυποποιημένη πρακτική τους επέτρεπε συγκριτικές αναλύσεις των κατασκευών, τις οποίες εξέθεταν σε πλέγματα τεσσάρων έως τριάντα φωτογραφιών. Όσο δε στο ερώτημα που πολλές φορές κάποιοι έθεταν, «κατά πόσον η δουλειά τους είναι έργο τέχνης», οι ίδιοι απαντούσαν «δεν μας αφορά». Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η διάσωση της ιστορικής μνήμης. «Οι φωτογραφίες τους είναι πορτρέτα της ιστορίας. Και όταν οι κατασκευές έχουν κατεδαφιστεί και χορταριάσει, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, οι φωτογραφίες παραμένουν», έγραψε ο Michael Collins για το έργο τους.
Οι δυο τους άρχισαν να συνεργάζονται το 1959, αφότου γνωρίστηκαν στην Ακαδημία Τέχνης του Ντίσελντορφ όπου ο Μπερντ σπούδασε ζωγραφική και τυπογραφία, ενώ η Χίλα είχε εκπαιδευτεί ως εμπορική φωτογράφος. Το θέμα που τους γοήτευε ήταν η παραγνωρισμένη ομορφιά και η σχέση μεταξύ μορφής και λειτουργίας. Και τα δύο θέματα είχαν να κάνουν με την επίδραση της βιομηχανίας στην οικονομία και στο περιβάλλον.
Η κοιλάδα του Ρουρ, όπου η οικογένεια του Μπέκερ είχε εργαστεί στις βιομηχανίες χάλυβα και ορυχείων, ήταν το αρχικό τους έργο. Αφού συγκέντρωσαν χιλιάδες φωτογραφίες μεμονωμένων κατασκευών, παρατήρησαν ότι τα διάφορα οικοδομήματα είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, τους κίνησε την περιέργεια το γεγονός ότι τόσα πολλά από αυτά τα βιομηχανικά κτίρια έμοιαζαν να έχουν κατασκευαστεί με μεγάλη προσοχή στον σχεδιασμό. Φωτογράφισαν αυτά τα κτίρια από διάφορες γωνίες, αλλά πάντα με μια απλή, «αντικειμενική» οπτική γωνία.
Σε κάθε τοποθεσία συνελάμβαναν συνολικές απόψεις τοπίου, τοποθετώντας τις κατασκευές στο πλαίσιό τους και δείχνοντας πώς σχετίζονται μεταξύ τους. Απέκλεισαν κάθε λεπτομέρεια που θα έβγαινε από το κεντρικό θέμα και αντ’ αυτού έκαναν συγκρίσεις οπτικής γωνίας και φωτισμού μέσω των οποίων το μάτι οδηγείται στο βασικό δομικό μοτίβο των εικόνων.
Εστιάζοντας την προσοχή στην πολιτιστική διάσταση της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, το έργο τους υπογράμμισε επίσης την ανάγκη διατήρησης αυτών των κτιρίων, ενώ παράλληλα έτυχαν διάφορων βραβεύσεων. Μία έκδοση του 1970, με τίτλο «Anonymous Sculptures» είναι αφιερωμένη στο έργο τους.
• Bernd & Hilla Becher, Met Museum, μέχρι 6 Νοεμβρίου 2022
Ελεύθερα, 21.8.2022.