Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ο απόλυτος κινηματογραφιστής και πρωτοπόρος της Νουβέλ Βαγκ, πέθανε την Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 91 ετών. Αφήνει πίσω του μια καριέρα γεμάτη αριστουργήματα και παρεξηγήσεις που τον έκαναν θρύλο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή με υποβοηθούμενη ευθανασία, όπως επιβεβαίωσε ο δικηγόρος της οικογένειάς του μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο.
«Ο Γκοντάρ κατέφυγε σε νόμιμη υποβοηθούμενη ευθανασία στην Ελβετία λόγω ‘πολλαπλών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν αναπηρία’, σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής γνωμάτευσης», εξήγησε ο Πατρίκ Ζανερέτ. «Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος», ανέφερε στην εφημερίδα πρόσωπο που πρόσκειται στην οικογένεια αλλά δεν κατονομάζεται. «Ήταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό για αυτόν να γίνει γνωστό» πρόσθεσε.
Το 2014, στο περιθώριο του Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ ρωτήθηκε από δημοσιογράφο της δημόσιας ελβετικής ραδιοτηλεόρασης (RTS) αν θα σκεφτόταν ποτέ να καταφύγει στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία στην Ελβετία. Η απάντηση ήταν καταφατική: «Ναι, αλλά προς το παρόν» αυτός ο θάνατος κατ’ επιλογή «είναι ακόμη πολύ δύσκολος», δήλωσε τότε.
«Ο κινηματογραφιστής Ζαν-Λικ Γκοντάρ πέθανε στις 13 Σεπτεμεβρίου 2022» ανακοινώνουν η σύζυγός του Αν-Μαρί Μιεβίλ και οι παραγωγοί του. «Καμία επίσημη τελετή δεν θα λάβει χώρα. Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ πέθανε ήσυχα στην κατοικία του ανάμεσα στους στενούς του ανθρώπους. Θα αποτεφρωθεί» αναφέρει η σύντομη ανακοίνωση που διαβιβάστηκε στο AFP.
Ο Γκοντάρ ήταν ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες στον κόσμο, γνωστός για ταινίες κλασικές όπως οι «Με κομμένη την ανάσα» και «Περιφρόνηση», οι οποίες τάραξαν το κινηματογραφικό κατεστημένο και ενέπνευσαν εικονοκλάστες σκηνοθέτες δεκαετίες μετά την κορύφωση της καριέρας του στα χρόνια του 1960.
Γνωστός για το φαινομενικά αυτοσχεδιαστικό κινηματογραφικό του στιλ, αλλά και τον αλύγιστο ριζοσπαστισμό του, ο Γκοντάρ άφησε το σημάδι του στον γαλλικό κινηματογράφο με μια σειρά έντονα πολιτικοποιημένων ταινιών.
Οι ταινίες του ήρθαν σε ρήξη με τις καθιερωμένες συμβάσεις του γαλλικού σινεμά στα χρόνια του 1960 και βοήθησαν να δοθεί ώθηση σε έναν νέο τρόπο κινηματογράφησης, με την κάμερα στο χέρι, τη χρήση της τεχνικής jump cut και υπαρξιακούς διαλόγους.
Ο Γκοντάρ δεν ήταν μόνος στη δημιουργία του γαλλικού νέου κύματος (νουβέλ βαγκ), μια τιμή που μοιράζεται με τουλάχιστον μια δεκαριά συναδέλφους του, περιλαμβανομένων των Φρανσουά Τριφό και Ερίκ Ρομέρ, οι περισσότεροι από τους οποίους φίλοι από τη μοδάτη, μποέμικη Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα στο Παρίσι, στα τέλη των χρόνων του 1950.
Ωστόσο, έγινε το πρότυπο του κινήματος, που απέκτησε διαδόχους στην Ιαπωνία, στο Χόλιγουντ, ακόμα και στην τότε κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία καθώς και στη Βραζιλία.
«Του οφείλουμε πολλά» έγραψε ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Τζακ Λανγκ σε δήλωση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Γέμισε το σινεμά με ποίηση και φιλοσοφία. Η κοφτερή και μοναδική ματιά του του μας έκαναν να δούμε το αδιόρατο».
Ο Γκοντάρ ευτύχησε να ζήσει μια αναπάντεχη «αναγέννηση» της καριέρας του τα τελευταία χρόνια με ταινίες όπως το «Film Socialisme» και «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» (Adieu au langage), πειραματιζόμενος με την ψηφιακή τεχνολογία.
Γεννημένος στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου 1930 σε μια πλούσια γαλλοελβετική οικογένεια, ο πατέρας του ήταν γιατρός, η μητέρα του η κόρη του Ελβετού που ίδρυσε την τράπεζα Paribas, που ήταν τότε μια επιφανής επενδυτική τράπεζα. Μεγάλωσε και πήγε σχολείο στη Νιόν, μια πόλη στις όχθες της λίμνης της Γενεύης στην Ελβετία. Επιστρέφοντας στην Πόλη του Φωτός, το 1949, άρχισε να συχνάσει στους κύκλους διανοουμένων των «cine-clubs» που άνθισαν στη γαλλική πρωτεύουσα μεταπολεμικά.
«Μερικές φορές η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη. Οι ιστορίες της δίνουν μορφή» έλεγε.
«Στον κινηματογράφο όλα επιτρέπονται»
Το 1950, μαζί με τους Τρυφώ και Ριβέτ εκδίδει το περιοδικό Gazette du Cinema, γράφει για το σινεμά και παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με το θρυλικό περιοδικό Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ «Επιχείρηση Μπετόν» (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα ολοκληρώσει ακόμη τέσσερις ταινίες μικρού μήκους.
Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής – σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ – να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται».
Οι ταινιοκριτικοί του Cahiers du Cinema αποφάσισαν να φτιάξουν δικές τους ταινίες και να φέρουν μια επανάσταση στο μέσο, διότι ήταν δυσαρεστημένοι με την ποιότητα του γαλλικού κινηματογράφου εκείνη την εποχή. Αυτή η ομάδα ήταν η βάση της Νουβέλ Βαγκ. Το 1968, ο Γκοντάρ εγκατέλειψε τη Νουβέλ Βαγκ και ίδρυσε μαζί με τον Ζαν- Πιέρ Γκορέν την κινηματογραφική ομάδα Dziga Vertov Group, ονομασμένη από τον γνωστό Σοβιετικό σκηνοθέτη. Επρόκειτο για μια ομάδα πολιτικά ενεργών σκηνοθετών οι οποίοι ομαδικά και ανώνυμα δημιουργούσαν πειραματικές και πολιτικές ταινίες οι οποίες υποστήριζαν κινήματα όπως ο Μαοϊσμός και ο Μαρξισμός.
Πολλές ταινίες του Γκοντάρ αμφισβητούν και τους κώδικες του παραδοσιακού Χόλυγουντ μαζί με αυτές του Γαλλικού κινηματογράφου. Οι ταινίες του επίσης καταδεικνύουν τη γνώση του για την ιστορία του κινηματογράφου μέσω των αναφορών του σε παλαιότερες ταινίες. Επιπλέον οι ταινίες του συχνά αναφέρονται στον υπαρξισμό, μιας και ήταν μανιώδης αναγνώστης του υπαρξισμού και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας.
Η ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο γαλλικό νουβέλ βαγκ.
Από το 1966 ως το 1968, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ταινίες έντονα επηρεασμένες από τα πολιτικά γεγονότα της τρέχουσας δεκαετίας και τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα που αναδύθηκαν από τις ταραχές του Μάη του ’68.
Το 2002 σε ψηφοφορία κριτικών του κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound, του βρετανικού ινστιτούτου κινηματογράφου (BFI), κατετάγη τρίτος ανάμεσα στους δέκα καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Δέκα χρόνια αργότερα, το Sight & Sound ονόμασε την ταινία του «Με Κομμένη Την Ανάσα» την 13η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Στην ίδια ψηφοφορία, τρεις άλλες ταινίες του συμπεριλήφθηκαν στην λίστα των 50 καλύτερων ταινιών: «Η Περιφρόνηση», «Ο Τρελός Πιερό» και το «Histoire(s) du Cinema».
Λέγεται ότι έχει δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα σώματα κριτικής ανάλυσης από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το 2010 βραβεύτηκε με το Τιμητικό Όσκαρ, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων. Οι ταινίες του ενέπνευσαν πολλούς σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Σκορσέζε, Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Το 2015 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, το οποίο μοιράστηκε μαζί με ακόμα μία ταινία. To 2018 η ταινία του «Le Livre d’Image» κέρδισε το πρώτο βραβείο Ειδικού Χρυσού Φοίνικα.
Το 2021 σε ηλικία 90 ετών δηλώνει ότι αποφασίζει να πει αντίο στον κινηματογράφο αφού πρώτα ολοκληρώσει δύο νέες ταινίες με τίτλο «Scenario» και «Funny Wars». «Ολοκληρώνω τη ζωή μου στον κινηματογράφο, τη ζωή μου ως σκηνοθέτης, με αυτά τα δύο σενάρια και μετά θα πω «αντίο σινεμά» δήλωσε σε συνέντευξή του στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κεράλα στην Ινδία.
ΑΠΕ/ philenews