Η ερμηνεύτρια του νησιώτικου και παραδοσιακού τραγουδιού θέλει να κάνει τον κόσμο να διασκεδάζει.
Τυχαία την άκουσα – κοντά στο «Golden Sand Hotel», στον Καρφά της Χίου, όπου έμεινα το προηγούμενο σαββατοκύριακο, μέσα στο κέντρο του Καρατζά, η Λουλούδη τραγουδούσε ήδη τα καλύτερά της νησιώτικα ξεσηκώνοντας το κοινό (της), με τον Αργύρη Τζήκα στο κλαρίνο και τη φωνή της να διαπερνά το νερό της θάλασσας μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας, στον Τσεσμέ (την αρχαία Κρήνη), απέναντι: «Μ’ αγαπάς μωρό μου, φως μου / μ’ αγαπάς, δεν μ’ αγαπάς / αχ, μ’ αγαπάς…». Κάθισα (απρόσκλητος, ο μόνος «ξένος») ανάμεσα στους άγνωστούς μου νεόνυμφους διαπνέοντας το σπάνια αυθεντικό, γήινο μα και θαλασσινό τραγουδιστικό «θαύμα» μαζί -την γάργαρή της φωνή-, και την επόμενη μέρα την πήρα τηλέφωνο.
– Πώς ξεκινήσατε να τραγουδάτε; Πάντα τραγουδούσα. Έχω, άλλωστε, έναν αδελφό μουσικοσυνθέτη, ο οποίος παίζει και μπουζούκι, και πάντα βοηθούσα στο να ερμηνεύσω τα τραγούδια του, τα οποία τα έστελνε μετά σε κασέτες για να τα ακούνε μεγάλοι τραγουδιστές. Τραγουδούσα, επίσης, στο σπίτι, στα γλέντια μας, στις γιορτές, στις χαρές μας. Η πρώτη μου δημόσια επαφή με το τραγούδι έγινε, όμως, αφότου παντρεύτηκα, στα 19 μου, μέσω μιας χορωδίας, στο χωριό Θυμιανά της Χίου. Η μία χορωδία έφερε την άλλη, κι έτσι κάπως άρχισα να γίνομαι γνωστή – μετά ξεκίνησα να τραγουδώ σε γάμους, σε χοροεσπερίδες, σε γιορτές, σε ένα ξενοδοχείο, κ.λπ. Από τα 35 μου περίπου άρχισα πια να τραγουδώ και στα πανηγύρια.
– Γιατί δεν το τολμήσατε προηγουμένως; Ήταν αδύνατο να το κάνω, λόγω του ότι τα δύο μου παιδιά ήταν μικρά και τα πανηγύρια σε θέλουν να ξενυχτάς εκεί ως το πρωί – εγώ, όμως, προτιμούσα να αφοσιωθώ στην οικογένειά μου. Από τα πανηγύρια και μετά, με έμαθαν όλοι. Τα χαίρομαι! Διασκεδάζω κι εγώ μαζί με τον κόσμο!
– Σπουδάσατε κάτι σε σχέση με την μουσική; Τίποτα. Είμαι αυτοδίδακτη.
– Νομίζετε πως «αργήσατε» να βγείτε στα πανηγύρια; Θα έλεγα πως όλα έγιναν στη σωστή στιγμή, γιατί κι εγώ βγήκα μετά και πιο ώριμη φωνητικά αλλά και ως άνθρωπος, στις απαιτήσεις που έχουν τα πανηγύρια.
– Τι το διαφορετικό έχουν τα πανηγύρια στα νησιά από εκείνα της Στερεάς και της Βόρειας Ελλάδας; Η κύρια διαφορά είναι πως στα πανηγύρια της Πελοποννήσου π.χ. ο κόσμος χορεύει κυκλικά, ενώ εδώ, οι νησιώτες, χορεύουν σε ζευγάρια, δυο δυο. Μπορεί να χορέψει και μια παρέα σε κύκλο άμα θέλει, αλλά το παραδοσιακό θέλει τους χορευτές να χορεύουν σε ζευγάρια. Χορεύουμε συρτό, τσιφτετέλι μετά, παραδοσιακά, νησιώτικα πολλά, κι έπειτα πάλι το ίδιο.
– Με ποια από όσα τραγουδάτε γίνεται το μεγαλύτερο κέφι; Α, είναι πολλά! Τι να πρωτοθυμηθώ; «Ανατολή, ανατολή / του ήλιου ήσουνα πάντα για μένα», «Ένας Χιώτης καπετάνιος», «Όταν χαράζει στο Αιγαίο», «Κρίμα την αγάπη», «Κύμα το κύμα», «Το ταξίδι της αυγής», «Σαν το γρι-γρι», «Και να ‘δέναν τα καράβια», τα κλασικά «Ντάρι ντάρι», «Να σ’ αγαπώ ιντά ‘θελα», πολλά είναι τα τραγούδια…
– Το μεγαλύτερο κέφι σε ποιο πανηγύρι το έχετε ζήσει; Όλα τα πανηγύρια είναι γεμάτα από κέφι, μέχρι το ξημέρωμα – μπορεί να ξεκινήσουμε στις 11:00 η ώρα το βράδυ να τραγουδάμε για τον κόσμο και να το πάμε μέχρι τις 9:00 η ώρα το πρωί· με δυο τρεις χιλιάδες κόσμου από κάτω, που να μην φεύγει. Ειδικά τον Δεκαπενταύγουστο, τότε που έχουμε και τα μεγάλα πανηγύρια, γίνεται πολύ μεγάλο γλέντι. Όπως στο χωριό Νένητα, ένα μεγάλο Μαστιχοχώρι, στο Χαλκειός, στο Πυργί με τα ζωγραφιστά σπίτια, σε διάφορα…
– Δηλαδή, έχει συμβεί να τραγουδάτε σερί δέκα ώρες σε πανηγύρι; Βεβαίως! Πολλές φορές. Ο κόσμος όλος να είναι όρθιος, να διασκεδάζει, κι εμείς να τραγουδάμε συνεχώς όσο θέλει κι όσο αντέχει να χορεύει.
– Και με τι τραγούδια «γεμίζετε» ένα πρόγραμμα δέκα ωρών; Τα παραδοσιακά και τα νησιώτικα τραγούδια της Ελλάδας μπορούν να χωρέσουν και σε δέκα μέρες, όχι σε δέκα μόνο ώρες. Είναι τόσα πολλά, άγνωστα αρκετά στον πολύ κόσμο που ζει στις πόλεις. Λέμε, επίσης, παλιά λαϊκά τραγούδια, ζεϊμπέκικα, και μερικές φορές, όταν μας τα ζητήσουν, και μικρασιάτικα, όπως τον «Κατιφέ», τα «Χανουμάκια», το «Σε καινούργια βάρκα μπήκα», το «Τι σε μέλλει εσένανε», αλλά κυρίως νησιώτικα – αυτά θέλει ο κόσμος εδώ για να κάνει κέφι.
– Την ώρα που τραγουδάτε και βλέπετε τόσο κόσμο να χορεύει, πώς αισθάνεστε; Παίρνω ζωή! Χαίρομαι. Παρατηρώ συνέχεια τον κόσμο, αν διασκεδάζει, την αντίδρασή του, αν περνάει καλά, τι άλλο μπορεί να τους αρέσει για να τους ξεσηκώσει. Έχω και άγχος κάθε φορά, σας εξομολογούμαι.
– Νομίζω ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας σας το «οφείλετε» και στο ονοματεπώνυμό σας, που δεν υπάρχει περίπτωση να το ξεχάσει κανείς – τόσο ευφάνταστο και σπάνιο… (Γελάει). Σας ευχαριστώ! Το «Λουλούδη» ήταν το όνομα της γιαγιάς μου, η οποία καταγόταν από τα Αλάτσατα κι ήρθε εδώ πρόσφυγας. Ήταν σύνηθες όνομα το «Λουλούδη» στην Μικρά Ασία.
Ευχαριστούμε για την φιλοξενία στη Χίο και την συνεργασία την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, τον περιφερειάρχη, Κωνσταντίνο Μουτζούρη, τις Γωγώ και Μαίρη Αυγερινοπούλου, καθώς και τη Δήμητρα Μουτζούρη.
Ελεύθερα, 22.5.2022.