Μια συνάντηση στη Λεμεσό με τον διάσημο ελληνικής καταγωγής διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, ο οποίος μοιράζεται εντυπώσεις, σκέψεις, εικόνες και εμπειρίες μιας συναρπαστικής καλλιτεχνικής διαδρομής.
Με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ στο ενεργητικό του και πολλές άλλες διακρίσεις, είναι σήμερα ένας από τους πιο καταξιωμένους διευθυντές φωτογραφίας στον πλανήτη. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει σχεδόν 50 ταινίες στις οποίες συνεργάστηκε με περίβλεπτους σκηνοθέτες (Τζέιμς Μάνγκολντ, Αλεξάντερ Πέιν, Βιμ Βέντερς, Όλιβερ Στόουν, Γκορ Βερμπίνσκι, Τζορτζ Κλούνεϊ κ.π.ά) αλλά και πολλούς από τους σπουδαιότερους και πλέον προβεβλημένους ηθοποιούς. Χωρίς να έχει γυρίσει την πλάτη στο Χόλιγουντ, τα τελευταία χρόνια ο Φαίδων Παπαμιχαήλ επιλέγει να συμμετέχει σε πιο μετρημένες και ανθρώπινες παραγωγές και προτιμά να περνά περισσότερο χρόνο στην Ελλάδα. Άσβεστη παραμένει η δίψα του ν’ ανακαλύπτει καινούρια μέρη, αφού άλλωστε αυτό ήταν που τον ώθησε σε μια επιλογή επαγγέλματος που είναι περισσότερο επιλογή τρόπου ζωής. Στην Κύπρο βρέθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο στο πλαίσιο του Cyprus Film Days.
– Ποιες οι εντυπώσεις σας από την πρώτη επίσκεψη στην Κύπρο; Θετικές πέρα από κάθε προσδοκία. Έχω πολλούς φίλους Κύπριους, ένας εκ των οποίων είναι ο Χάρης Ζαμπαρλούκος με τον οποίο γνωριζόμαστε εδώ και 25 χρόνια. Πάντα ήθελα να έρθω κι η αρχική ιδέα ήταν να έρθουμε φέτος με τον Χάρη και να κάνουμε και masterclass μαζί, αλλά δεσμεύεται σε γύρισμα στην Ταϊλάνδη. Οπωσδήποτε θα ξανάρθω, οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ φιλόξενοι. Είχα την ευκαιρία να περπατήσω στη Λεμεσό κι όσο πρόλαβα και στη Λευκωσία. Πάντα μ’ ενδιαφέρει να κοιτάζω τριγύρω όταν επισκέπτομαι έναν τόπο.
– Ποια γνώμη σχηματίσατε για το νησί ως πιθανό προορισμό γυρισμάτων; Κανονικά, είναι ένα πολύ καλό location. Υπάρχει η υποδομή για να φέρεις μια μεγάλη παραγωγή, υπάρχουν αμέτρητα ξενοδοχεία, ήλιος, βουνά, θάλασσα, μοιάζει με την Καλιφόρνια. Είναι σαν ένα τεράστιο στούντιο. Θα ήταν μια απίθανη ευκαιρία για μια τέτοια μικρή χώρα αν κατάφερνε να εξειδικευτεί, αν αποκτούσε την τεχνογνωσία και ανέπτυσσε ένα ελκυστικό και win- win πρόγραμμα φορολογικών κινήτρων. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ήρθαν να γυριστούν αρκετές ταινίες και φέτος περιμένουμε κι άλλες. Θα μπορούσε να αναπτυχθεί κι από κυπριακή εταιρεία μια διεθνής υπηρεσία παραγωγής. Παράλληλα, θα ειδικευτούν και οι νέοι που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με τη βιομηχανία του σινεμά. Στη σχολή μαθαίνει κανείς τα βασικά. Από εκεί και πέρα, πρέπει να πας στο γύρισμα, να δεις, να πράξεις. Δεν είναι μια θεωρητική ενασχόληση. Για να έχει νόημα αυτό, βέβαια, πρέπει να πηγαίνει παράλληλα με την ανάπτυξη και του εγχώριου σινεμά.
– Τα τελευταία χρόνια βλέπετε όλο και πιο θερμά το ενδεχόμενο επιστροφής στα πάτρια εδάφη. Τι σας ελκύει; Όσο πιο πολύ μπορώ, μένω πια με την οικογένειά μου στην Ευρώπη. Συνήθως ζω μεταξύ Αθήνας και Τιφλίδας, επειδή η γυναίκα μου είναι από τη Γεωργία. Έχω και σπίτι στην Πελοπόννησο, στο Λεωνίδιο. Αυτή την περίοδο σκηνοθετώ μια ταινία που γυρίστηκε το 2020 στο Λαγονήσι. Θα την έχω τελειώσει μέχρι του χρόνου τον Ιούνιο κι είναι συμπαραγωγή Ελλάδας, Γεωργίας και Αλβανίας. Μ’ ενδιαφέρει να δουλεύω σε τέτοια μέρη. Βεβαίως, εξακολουθώ να κάνω στο Χόλιγουντ κάποιες μεγάλες ταινίες, όμως έφτασα πια σε μια ηλικία που επιθυμώ να γυρίσω σπίτι, στην πατρίδα μου, αλλά και να δουλεύω κιόλας.
– Γενικότερα, με ποια κριτήρια επιλέγετε πλέον τις δουλειές που κάνετε; Πιστεύω ότι το μέλλον του σινεμά αλλάζει. Αυτή τη στιγμή δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω ταινίες με εξωφρενικό μπάτζετ, όπως αυτές με υπερήρωες. Έχω κάνει αρκετές εμπορικές ταινίες και ταινίες δράσης, όμως τελικά δεν μου δίνουν τόση ευχαρίστηση όσο οι πιο μικρές παραγωγές, τα ανθρώπινα δράματα. Μ’ ενδιαφέρει ο ηθοποιός, η δραματουργία, η ερμηνεία. Όχι τόσο το τεχνικό μέρος, το μέγεθος της παραγωγής ή το πόσα λεφτά θα βγάλω. Προτιμώ να βγάλω λιγότερα λεφτά και να μπορώ να έχω την ελευθερία να επιλέξω. Δεν είμαι πλέον σ’ εκείνο το στάδιο της καριέρας μου όπου θα πάω να δουλέψω σε οποιαδήποτε ταινία. Προτιμώ πλέον να δουλεύω με σκηνοθέτες που μου αρέσουν και τους ξέρω, με σενάρια που με συναρπάζουν, με καλούς ηθοποιούς και φυσικά ρόλο παίζει ο τρόπος ζωής μου τη συγκεκριμένη περίοδο.
– Τι ήταν αυτό που σας έλκυσε στο πρότζεκτ του καινούριου Ιντιάνα Τζόουνς, που αναμένεται το 2023; Οπωσδήποτε ο σκηνοθέτης, Τζέιμς Μάνγκολντ, ο οποίος είναι ένας από τους τακτικούς μου συνεργάτες. Επίσης, η ιδέα ότι θα πήγαινα σ’ έναν τόπο όπου δεν είχα ξαναπάει. Αυτή τη φορά πήγαμε για γυρίσματα στη Σικελία και το Μαρόκο. Αυτό ήταν πάντοτε ένα μεγάλο κίνητρο για μένα: να επισκέπτομαι και ν’ ανακαλύπτω καινούρια μέρη.
– Ήταν αυτός ένας από τους λόγους που ακολουθήσατε επαγγελματικά αυτόν τον δρόμο; Ο κυριότερος. Τα ταξίδια είναι μέρος αυτής της δουλειάς. Διαφορετικά, θα ήμουν σήμερα ένας σχεδιαστής, ή ένας ζωγράφος ή ένας αρχιτέκτονας. Αυτές είναι πολύ ωραίες δουλειές, αλλά απαιτούν να βρίσκεσαι όλη μέρα σ’ ένα στούνιο και να σχεδιάζεις. Ήμουν καλός στο σχέδιο και μου άρεσε πολύ, αλλά αποφάσισα να κάνω μια επιλογή τρόπου ζωής. Δυσκολευόμουν να φανταστώ τον εαυτό μου κλεισμένο σε συγκεκριμένο χώρο καθημερινά και ν’ ακολουθώ την ίδια ρουτίνα, όσο ενδιαφέρον κι αν είναι το αντικείμενο. Έτσι, έγινα διευθυντής φωτογραφίας και τελικά έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Είναι φανταστικό.
– Ξεκινήσατε ως απλός φωτογράφος. Θυμάστε την ακριβή στιγμή μετάβασης στην κινηματογράφηση; Ήταν η πρώτη φορά που πήρα στα χέρια μου μια κάμερα –μια Super 8. Κι ορκίζομαι ότι γοητεύτηκα κατακλυσμιαία. Συνέβη κάτι μαγικό, ήταν μια απόκοσμη σύνδεση.
– Τελικά, υπάρχει μια ιδιαίτερη ποιότητα από κινηματογραφικής σκοπιάς στο πολυθρύλητο «ελληνικό φως»; Ε, ναι. Υπάρχει ένα ειδικό φως στην Ελλάδα, που έχει τόσο ήλιο και θάλασσα. Είναι πολύ ωραίο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι πιο δύσκολο να το τιθασεύσει κανείς.
– Εσείς τι φως προτιμάτε; Αυτό εξαρτάται από την ταινία. Μου αρέσει κι όταν έχει ομίχλη κι είναι σκοτεινά, μου αρέσει η ποιότητα του ήλιου. Πάντως, όπου υπάρχει θάλασσα και φύση, είναι όμορφα. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα.
– Τι σας έλκυσε στη γεωργιανή ταινία «Brighton 4th», που προβλήθηκε και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες- Κύπρος 2022; Είχα γνωρίσει τον σκηνοθέτη Λεβάν Κογκουασβίλι, μου άρεσε η προηγούμενη ταινία του που είχα δει στο Κάρλοβι Βάρι όταν ήμουν μέλος της Κριτικής Επιτροπής. Μου άρεσε και το σενάριο, όπως και το γεγονός ότι θα γυριζόταν στη Νέα Υόρκη. Ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό κι όχι να αποτυπώσει απλώς μια γεωργιανή ιστορία. Η ταινία αφορά τους Γεωργιανούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη. Έζησα κι εγώ στη Νέα Υόρκη αλλά δεν είχα πάει ποτέ στο Μπράιτον Μπιτς του Μπρούκλιν, που το αποκαλούν και «Μικρή Ρωσία». Μοιάζει βγαλμένο από τη δεκαετία του ’80. Ένας τελείως άλλος κόσμος. Αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρκετοί από τους συμμετέχοντες δεν ήταν ηθοποιοί αλλά πραγματικοί Γεωργιανοί εργαζόμενοι. Ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Είναι σημαντικό για μένα να ξεσκάω λίγο από το Χόλιγουντ κάνοντας μια τέτοια ταινία. Είναι πραγματικά αναζωογονητικό.
– Γιατί αποφεύγετε πια τα πολύ εμπορικά πρότζεκτ; Συμμετέχω όσο πάει όλο και λιγότερο. Θα συνεχίσω βεβαίως να δουλεύω με σκηνοθέτες όπως ο Τζέιμς Μάνγκολντ ή ο Αλεξάντερ Πέιν. Μπορεί κάποια στιγμή να βαρεθώ να ταξιδεύω ή να κάνω ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού. Δεν θα πω ποτέ «πάει τελείωσε το Χόλιγουντ για μένα». Έχω σπίτι εκεί, παρόλο που πήγα μόνο δύο εβδομάδες φέτος, τα Χριστούγεννα. Προτιμώ να περνώ τον χρόνο μου σκηνοθετώντας διαφημίσεις στην Ελλάδα, που θέλουν μικρό γύρισμα. Αυτό με διευκολύνει γιατί μπορώ να περιμένω. Γνωρίζω λ.χ. ότι η επόμενη ταινία που θα γυρίσω ξεκινά τον Φεβρουάριο. Έτσι από τον Απρίλιο μέχρι τον Φεβρουάριο δεν έχω δεσμεύσεις κι έχω την ευελιξία να περιμένω και να έχω τη βάση μου στην Ευρώπη κοντά στην οικογένειά μου, στην Ελλάδα ή τη Γεωργία. Εξάλλου, έχω και τη μητέρα μου που μένει μόνιμα στο Λεωνίδιο. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι κλείνω οριστικά την πόρτα στο Χόλιγουντ. Απλώς αποφεύγω τις πολύ ακριβές παραγωγές με τα εξεζητημένα οπτικά εφέ.
– Η νέα ταινία με τον Ιντιάνα Τζόουνς δεν εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία; Όχι τόσο. Είναι μια περιπέτεια, γυρισμένη σε πραγματικές τοποθεσίες, όπου χτίσαμε και μερικά σκηνικά. Είναι ο Χάρισον Φορντ που ερμηνεύει έναν συνταξιούχο πλέον καθηγητή αρχαιολογίας, πλαισιωμένο από απίθανους ηθοποιούς.
– Τι άλλο επιτρέπεται να πούμε γι’ αυτή την ταινία; Τίποτα, δυστυχώς. Κι αυτά που είπα είναι πολλά.
– Έχετε συνεργαστεί με δεκάδες αστέρες πρώτης γραμμής του Χόλιγουντ και πολλούς σκηνοθέτες. Επιδιώκετε αυτή την ποικιλία; Εντάξει, τους ηθοποιούς δεν τους διαλέγω εγώ έτσι κι αλλιώς. Με κάποιους, όπως τον Κρίστιαν Μπέιλ, θα ήθελα πολύ να ξαναδουλέψω. Οτιδήποτε κι αν έπαιζε θα ήταν κίνητρο για μένα να συμμετέχω. Είναι εκπληκτικός καλλιτέχνης. Το 2018 πήρε 20 κιλά για να υποδυθεί τον Ντικ Τσένι στο «Vice» και τον επόμενο χρόνο χωρούσε στο κόκπιτ ενός Ford GT40 στο «Ford Vs Ferrari». Οπωσδήποτε έχει και η ποικιλία τη χάρη της. Έχει ενδιαφέρον κάπου- κάπου να δοκιμάζεις με κάποιον άλλο σκηνοθέτη. Ας πούμε, ο Γιάνους Καμίνσκι προτιμά να δουλεύει σχεδόν αποκλειστικά με τον Σπίλμπεργκ. Για μένα μια αλλαγή έχει πάντα ενδιαφέρον γιατί δημιουργεί μια διαφορετική διάδραση κι έναν καινούριο δημιουργικό διάλογο. Αν έκανα μόνο ταινίες του Μάνγκολντ σε όλη τη ζωή μου, δεν θα το απολάμβανα.
– Τι είναι αυτό που απολαμβάνετε επαγγελματικά σ’ έναν ηθοποιό; Η ερμηνεία, η συνεργασιμότητα, τα φυσικά του χαρακτηριστικά ή ο τρόπος που σας φέρεται εκτός πλατό; Είναι όλα αυτά μαζί. Εμένα μου αρέσει κι ο τρόπος που μεταμορφώνεται ένας ηθοποιός. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Μπέιλ που ανέφερα ή ο Χοακίν Φίνιξ. Είναι ηθοποιοί- δημιουργοί. Μπορούν να κάνουν τόσα πολλά με το σώμα και το πρόσωπο. Μεταμορφώνονται στους χαρακτήρες που υποδύονται. Είναι πάντα εμπνευστικό να συνεργάζεσαι με σπουδαίους καλλιτέχνες.
– Πόσο έχει αλλάξει η δουλειά σας στην πορεία αυτή των 35 ετών; Όχι και τόσο πολύ στην ουσία της. Οι αλλαγές είναι τεχνικές που απλώς έχουν κάνει τη δουλειά μας πιο εύκολη, με ψηφιακές κάμερες και LED φώτα που είναι πιο ελαφριά και αλλάζουν χρώμα. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, που είναι να κάνεις μια καλή ταινία, να τραβήξεις ένα ωραίο πλάνο, να αιχμαλωτίσεις την ερμηνεία των ηθοποιών. Δεν πρέπει να επιτρέψεις στην ευκολία να σε επηρεάσει. Τα δικά μου στάνταρ παραμένουν σταθερά. Δεν δίνω σημασία στο τεχνικό κομμάτι όσο στην ποιότητα που αποδίδεται, στο πώς θα πεις την ιστορία καλύτερα. Δεν είμαι τεχνικός τύπος. Ξέρω πώς να το κάνω αλλά προτιμώ να εστιάζω στην υπόθεση, τους ηθοποιούς, τις ερμηνείες, τις κινήσεις της κάμερας. Προτιμώ ακόμη να κάνω rail shots και dolly moves, αποφεύγω τα τηλεχειριζόμενα με drones και τέτοια. Δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα καινούρια παιχνίδια και δεν τα χρησιμοποιώ.
– Είστε ο τύπος του κινηματογραφιστή που θέλει να έχει την κάμερα συνέχεια στα χέρια; Ναι. Θεωρώ ότι άλλο είναι να κάθεσαι μπροστά σ’ ένα μόνιτορ κι άλλο να βαστάς ο ίδιος την κάμερα. Είναι διαφορετική η αλληλεπίδραση με τους ηθοποιούς. Χειρίζομαι πάντα την κάμερα επειδή το μυαλό μου δουλεύει διαφορετικά.
– Πώς δουλεύει το μυαλό σας; Χρειάζομαι την εικόνα και σκέφτομαι ότι η μόνη μου πραγματικότητα συμπυκνώνεται μέσα στο συγκεκριμένο κάδρο. Ό,τι συμβαίνει έξω απ’ αυτό δεν με αφορά.
– Ποια η άποψή σας για το ελληνικό σινεμά; Ως μέλος της Ένωσης Ελλήνων Κινηματογραφιστών (GSC) έχω δει όλες τις ελληνικές ταινίες που γυρίζονται από Έλληνες κινηματογραφιστές. Είναι κάπου 17 ταινίες τον χρόνο. Είναι επίσης και το Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών του Λος Άντζελες, όπου προβάλλονται ελληνικές και κυπριακές ταινίες. Έχω πολύ καλή σχέση με αρκετούς συναδέλφους στην Ελλάδα, όπως τον Θύμιο Μπακατάκη που έκανε τον «Κυνόδοντα» και τον Χρήστο Καραμάνη που έκανε το «Suntan».
– Γιατί επιμένετε στην άποψη ότι ο διευθυντής φωτογραφίας δεν πρέπει να αναγνωρίζεται; Προτιμώ να μην έχω το δικό μου, αναγνωρίσιμο στιλ. Η φωτογραφία υπηρετεί την αφήγηση κι ο auter είναι ο σκηνοθέτης. Ακόμη και να μη γνωρίζει ο ίδιος τι θέλει ακριβώς ή πώς πρέπει να γυρίσω ένα πλάνο, η δουλειά μου είναι να του δείξω αυτό που εγώ νομίζω ότι χρειάζεται. Δεν θέλω ο κόσμος να με αναγνωρίζει σε μια ταινία. Θέλω να νιώθει ότι είναι ταινία του σκηνοθέτη. Αν δείτε ταινίες που κινηματογράφησα, όπως το «Sideways», το «Weatherman», το «Ford vs Ferrari», το «Nebraska», είναι όλες διαφορετικές μεταξύ τους, δεν αφήνω κάπου κάποια σφραγίδα. Εξάλλου βαριέμαι να επαναλαμβάνομαι.
– Υπάρχει η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης «κλέβει» τη δόξα από τον διευθυντή φωτογραφίας. Σε κάποιες περιπτώσεις λ.χ. παίρνει τα εύσημα ο ίδιος για ένα ωραίο πλάνο… Εκείνοι που γνωρίζουν, αναγνωρίζουν. Εξαρτάται κι από τον σκηνοθέτη βεβαίως. Ο Μπερτολούτσι ήξερε ακριβώς τι θέλει κι ετοίμαζε από πριν τις εικόνες, το framing κι έτσι o Βιτόριο Στοράρο έκανε τελικά μόνο το φως. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ κι ο Κρις Νόλαν επίσης κοντρολάρουν το κάδρο. Άλλοι λιγότερο, άλλοι είναι πιο συνεργάσιμοι. Εξαρτάται από τον σκηνοθέτη και πώς θέλει να δουλέψει με τον διευθυντή φωτογραφίας. Υπάρχουν μερικοί που σε αφήνουν τελείως ελεύθερο. Προσωπικά, προτιμώ να έχω σκηνοθέτη κάποιον με άποψη και να μην πρέπει να του τα δίνω εγώ όλα. Αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει πια. Προτιμώ να έχω κάποιον με αυτογνωσία κι έλεγχο της αισθητικής του, που δεν τ’ αφήνει όλα στον διευθυντή φωτογραφίας. Έχω επίγνωση των σκηνοθετών, του στυλ και της οπτικής τους γλώσσας και το ζητούμενο είναι πάντα να συνδέσουμε τους χαρακτήρες ώστε ν’ αλληλοεπιδρούν υποστηριζόμενοι από τη δραματουργία.
– Έχετε σκηνοθετήσει και έξι ταινίες. Νιώθετε να συγκρούονται στην περίπτωση αυτή οι δύο ιδιότητές σας; Απολαμβάνω τη σκηνοθεσία όσο απολαμβάνω και τη διεύθυνση φωτογραφίας. Δεν θέλω να είμαι μόνο σκηνοθέτης, κυρίως γιατί δεν θα δούλευα σε τόσο πολλές ταινίες. Κανονικά, σ’ έναν σκηνοθέτη παίρνει 2-3 χρόνια να ολοκληρώσει μια ταινία. Εγώ θέλω να κάνω κάτι κάθε χρόνο. Ως προς τη διαδικασία της δουλειάς, αυτοί οι δύο έχουν πολλές ομοιότητες στο πώς λειτουργούν στο γύρισμα. Αυτό που δεν απολαμβάνω καθόλου στη σκηνοθεσία είναι το πριν, όλη αυτή την προετοιμασία, την εξεύρεση χρηματοδότησης, την παραγωγή και μετά τη διανομή, την προώθηση, τον οικονομικό σχεδιασμό. Είναι λίγο άχαρο όλο αυτό. Ενώ, ως διευθυντή φωτογραφίας, απλώς μου τηλεφωνούν και μου λένε «έχουμε γύρισμα από τότε μέχρι τότε» και ξέρω ακριβώς πόσο καιρό θα είμαι απασχολημένος και πόσο θα πληρωθώ γι’ αυτό. Έτσι, μπορώ να προγραμματίσω τις διακοπές μου στην Ελλάδα το καλοκαίρι και να έχω και κάποια λεφτά στην τράπεζα.
– Στις ταινίες που σκηνοθετείτε προτιμάτε να κάνετε ο ίδιος την κινηματογράφηση ή να συνεργάζεστε με άλλους; Προτιμώ να έχω κάποιον αλλά με την προϋπόθεση να είναι καλός. Όπως είναι λ.χ. ο Άκης Κωνσταντακόπουλος με τον οποίο συνεργαστήκαμε στην επερχόμενη ταινία μου «Light Falls». Το ιδανικό θα ήταν να έχω έναν σπουδαίο διεθνούς εμβέλειας διευθυντή φωτογραφίας όπως τον Εμμανουέλ Λουμπέσκι. Δεν μου έχει τύχει ακόμη. Ή να είχα κάποιον σαν τον Χάρη Ζαμπαρλούκο και να άφηνα το κομμάτι της κινηματογράφησης πλήρως σ’ αυτόν, με το κεφάλι ήσυχο. Με τον φίλο μου τον Χάρη έχουμε πει να κάνουμε κάποια στιγμή κάτι μαζί. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να κάνουμε μια ταινία στην Κύπρο, αν μας δώσει κάποιος ένα καλό σενάριο.
– Θα παρομοιάζατε τη σχέση σκηνοθέτη- διευθυντή φωτογραφίας μ’ έναν γάμο με ημερομηνία λήξης; Ναι. Δεν είναι πάντοτε εύκολη αυτή η σχέση. Σημασία έχει η όποια αντιπαράθεση να είναι δημιουργική. Είναι δύσκολο πράγμα να κάνεις ταινίες. Δεν είναι για τον οποιονδήποτε. Σε καταβάλει σωματικά και πνευματικά, ειδικά στα μεγάλα γυρίσματα. Περνάς με κάποιον περισσότερο χρόνο μαζί απ’ ότι με τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Είναι ουσιώδες να υπάρχει καλό κλίμα. Νιώθω κι εγώ πιο ελεύθερος δημιουργικά. Αν είναι τοξικό και εριστικό, θα υποφέρουμε όλοι.
– Απολαμβάνετε τις σκηνές καταιγιστικής δράσης, σε μια ταινία όπως ας πούμε στο «Knight and Day» που κινηματογραφήσατε το 2010; Είναι δύσκολο αλλά και άχαρο να γυρίζεις επικίνδυνες σκηνές με τεχνικές απαιτήσεις, όπου συνέχεια τρέχουν και δεν υπάρχει διάλογος. Ή σκηνές δράσης με πλάνα που αλλάζουν ταχύτατα κι ο θεατής δεν προλαβαίνει να τα δει. Προτιμώ πιο αργές και δραματικές ταινίες, χωρίς πολύ δράση τέτοιου είδους. Τα cuts του ενός δευτερολέπτου δεν τα ευχαριστιέσαι ούτε ως εικόνα ούτε ως σύνθεση. Το δεξιοτεχνικό είναι να αφομοιώνεις την ερμηνεία και τους χαρακτήρες. Και το «Ford vs Ferrari» έχει δράση, αλλά έχει και κάμποσα κοντινά στον Κρίστιαν Μπέιλ. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ιντιάνα Τζόουνς. Μια ταινία δράσης είναι καλή όταν εμφανίζεται και αναπτύσσεται κι ο χαρακτήρας.
Ελεύθερα, 8.5.2022