Μαρίας Καντ, (Καντωνίδου): “Stanza”, εκδόσεις Gutenberg, 2021.

Ομολογώ πως δεν είχα διαβάσει στο παρελθόν ποίηση της Μαρίας Καντ, (Καντωνίδου) παρόλο που στο διαδίκτυο απαντάται πληθώρα ποιημάτων της. Ωστόσο, η αρκετά ογκώδης ποιητική συλλογή της, “Stanza”, είναι το πρώτο εκδομένο έργο της. Έχω εντυπωσιαστεί από την πολυποικιλότητα των θεματικών της οριζόντων, αλλά και από τον πλουραλισμό των υφολογικών και στιλιστικών της προσεγγίσεων. Αξιοσημείωτη θεωρώ επίσης τη διακειμενικότητα πολλών ποιημάτων της.

Η ποίηση της Μ.Κ. χαρακτηρίζεται από πανδαισία χρωμάτων, εικόνων και συλλογισμών. Διακρίνεται ακόμη για την πλούσια φαντασία και την ευρηματική εικονοποιία της, που αφυπνίζουν και ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη. Παρατήρησα ακόμη ότι σχεδόν κατά κανόνα, σε όλες οι κατακλείδες των ποιημάτων της Μ.Κ., αφήνεται στον αναγνώστη το περιθώριο, η δυνατότητα, η ευχέρεια, να ταξιδέψει περαιτέρω τη σκέψη του, να δώσει περαιτέρω προεκτάσεις και ερμηνείες σε αυτό που μόλις διάβασε. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ πως η γεύση του ημιτελούς είναι η επίγευση της αναγνωστικής ελευθερίας: «Από τα μάτια σου τρέχουνε χρώματα και βάφουν / τους απέναντι τοίχους, τα περβάζια και τα κιγκλιδώματα. / Περαστικοί και ουρανοί αυτοκινήτων επιστρέφουν κατάστικτοι. / Έχει αέρα». (σελ. 48) 

 Συχνά στην ποίηση της Μ.Κ. συνυφαίνεται το σουρεαλιστικό με το αλληγορικό στοιχείο, έτσι που τα μηνύματα και τα νοήματα της καθίστανται δύσβατα. Ομολογώ πως δεν μπόρεσα να «ξεκλειδώσω» αρκετά ποιήματα στο βιβλίο. Με την ίδια συχνότητα της σύζευξης σουρεαλισμού – αλληγορίας, στη συλλογή απαντώνται αμφισημίες και πολυσημίες. Όλα αυτά πιστεύω ότι συνθέτουν ένα μυστηριακό πνεύμα για το σύνολο της ποίησης της Μ.Κ.

Πίσω από τους στίχους της έχει κανείς την αίσθηση ότι ελλοχεύει ή παρεπιδημεί μια αλληγορία. Οι εικόνες και τα πράγματα υπονοούν ανθρώπινες σχέσεις, ανθρώπινες ιστορίες και συμπεριφορές. Από εδώ απορρέουν συναισθήματα. Συναισθήματα ρίγους, τέρψης, ανάτασης, αγαλλίασης αλλά και πόνου, λύπης ή σαγήνης και δέους μαζί: «Αργότερα θα μάθω / πως το πρόσωπο του δράματος / είναι η πόρτα και όχι ο τοίχος… / …πόρτα πολύτροπη… / …να εύχεσαι να’ ναι γερός ο τοίχος και οι αρχαίοι χτιστάδες του και οι κρυφοί μεντεσέδες του, χωρίς αυτούς δεν θα ‘χες ρήματα να κλίνεις». (σελ. 120)

Ειδικά στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, η ποιήτρια αντλεί τα σύμβολά της από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Η ποίησή της είναι γεμάτη από αγάλματα, κίονες, θεούς και ημίθεους της ελληνικής μυθολογίας. Μπορεί ωστόσο οι συμβολισμοί της να είναι αρχαιοελληνικοί, αλλά οι προβληματισμοί της είναι σύγχρονοι: «…τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά, να λες, / τι τα φτενά τους δόρατα, τι τα καλοθρεμμένα / ουτ’ ένας αίας καταγής, ουτ’ ένας τεύκρος κάτω, / τέτοιοι ψηλοί αστράγαλοι εμένα με λιγώνουν». (σελ. 19)

Το αρχαιοελληνικό ένδοξο παρελθόν προβάλλει διάφανα μαζί με το σύγχρονο πολυδαίδαλο ελληνικό στοιχείο. Συνδετικός κρίκος ένας αέναος δημιουργικός οίστρος, η οικοδόμηση έργων, ιδεών και κάλλους: «Χα! Συνεχίζεις λοιπόν. / Ένας χτίστης ο ίδιος, ένα χτίσμα ο ίδιος, / που μέσα του σκάβει που μέσα του τάζει,… / /..Στο πάτωμα σβησμένες καύτρες και γυαλόχαρτα. / Και μια μικρή αναστάτωση για τους θεούς σου». (σελ. 22)

Θεωρώ ότι όλα τα ποιήματα και όλα τα πεζοτράγουδα της συλλογής έχουν εικαστική διάσταση, ζωγραφική ή φωτογραφική. Ενίοτε η εικόνα αποτελεί ερέθισμα για το ποίημα και άλλοτε συνιστά μια απεικόνιση της ιδέας ή του συναισθήματος που καταγράφηκαν με λέξεις. Συχνά, ερωτισμός και εικονοποιία συνταξιδεύουν: «Εν πάση περιπτώσει, / στα ντεκ υπάρχουν βανίλια, πηδάλια και πρύμνες, / πιθανότατα δε και μια σκούρα καταιγίδα στην ακρούλα, / σίγουρα, πάντως, μια αρμαθιά κλειδιά οξειδωμένα / και το στόμα σου. / Λούφαξε κύμα, θα πει». (σελ. 44)

Συνήθως, οι στίχοι της Μ.Κ. είναι αναλυτικοί, επαγωγικοί, ενίοτε και αφηγηματικοί. Υπάρχουν όμως και στιγμές ιδιαίτερης συμπύκνωσης και αποφθεγματικότητας: «Τόσο τρυφεροί μεταξύ μας. / Τόσο καιόμενοι βάτοι». (σελ. 65) Εδώ θαρρώ υμνείται και η αυτοθυσιαστική αξία του έρωτα. Έρως, που σημαίνει και προσφορά εαυτού στον άλλο.

Υπογραμμίζω ξανά την άποψή μου ότι η εικονοποιία είναι το κύριο δομικό υλικό στην ποίηση της Μ.Κ. Απάνω σε αυτό το υλικό στηρίζονται όλα τα άλλα, η αισθητική υπέρβαση, ο νοηματικός φόρτος, το συναισθηματικό ρίγος: «Πλάνο με ομπρέλα θαλάσσης από μετάξι και δίμιτο. / Και φασκιωμένο κοντάρι αγγέλου. / Κάτω της, γύρω της, μέσα της, / τα κορμιά μας πανέτοιμα». (σελ. 93)

Η έφεση στην ανατροπή των καθιερωμένων, των τετριμμένων, των συνηθισμένων, σκέψεων και προβληματισμών, πάντοτε παράγει ενδιαφέρον αισθητικό αποτέλεσμα. Οι πλείστοι δημιουργοί τη μνήμη πραγματεύονται, όχι τη λήθη, πόσο δεν μάλλον τη λειτουργική χρησιμότητα της τελευταίας: «Γρηγορότερη από την ωφέλιμη μνήμη σου, / η ωφέλιμη λήθη σου – πιο αρτιμελής, πιο αθυρόστομη». (σελ. 104)

Στα πολλές καλές στιγμές του βιβλίου συγκαταλέγω και κάποια διαλογικά μέρη, γεμάτα με υπαινιγμούς, σαρκασμούς, σκωπτική αλλά και φιλοσοφική διάθεση. Και στο αχνό φόντο να προβάλλει ένας έρως νηφάλιος, γνώστης και γνωστικός: «-Το τασάκι θέλει τις γόπες του, λέει. / – Και τις στάχτες του, λέω. / Το κενό να γεμίσει, λέει. / Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω». (σελ. 72)

Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι η Μ.Κ. γράφει ποίηση του έρωτα, πεπερασμένου και μη, αλλά και της μοναξιάς που είναι, ούτως ή άλλως, παρούσα ή ωσεί παρούσα. Γράφει ακόμη ποίηση της μνήμης, της νοσταλγίας, της αφοσίωσης και της αγάπης.

g.frangos@cytanet.com.cy

Ελεύθερα, 20.2.2022