Ο Αραγκόν, μιλώντας κάποτε για τον Γιάννη Ρίτσο, είχε πει πως πρόκειται για τον μεγαλύτερο ζώντα ποιητή της Ελλάδας –400 εκδόσεις με μεταφράσεις ποιημάτων του, δεκάδες επανεκδόσεις, πολύ μεγάλες πωλήσεις σε όλο τον κόσμο. Η μοναχοκόρη του, συγγραφέας Έρη Ρίτσου, θυμάται για το ΦιλGood άγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή τους, μικρά και μεγάλα γεγονότα – συναισθήματα καλά φυλαγμένα στη ψυχή της για εκείνον που τόσο λάτρεψε.

Φωτο: Παναγιώτης Μάλλιαρης και προσωπικό αρχείο Έρης Ρίτσου

Στις ελάχιστες μέρες που ήρθε στην Αθήνα από το Καρλόβασι της Σάμου, εκεί όπου ζει ανάμεσα στα ζώα της, στα δέντρα, στα χωράφια και στη θάλασσα της καρδιάς της, συναντήθηκε με τους αναγνώστες της στην παρουσίαση του τελευταίου της βιβλίου, «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, αλλά και με θαυμαστές του πατέρα της, του ποιητή της «Ρωμιοσύνης», Γιάννη Ρίτσου, σε μία μεγάλη βραδιά που διοργανώθηκε στον «Ιανό» της οδού Σταδίου για εκείνον. Καθίσαμε κάπου ήσυχα –σ’ ένα μικρό café, χωρίς μουσική. «Πάντα είστε τόσο ευδιάθετη, κυρία Ρίτσου;», της είπα κάποια στιγμή. «Είμαι ευτυχισμένη έτσι όπως ζω», μου απάντησε.

Γιατί γράφετε; Είναι θέμα DNA; Είναι θέμα διασκέδασης. Είμαι συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, έχω άπειρο ελεύθερο χρόνο και γι’ αυτό γράφω. Ως χομπίστας. 

Με ιδιαίτερη αγάπη στα παιδικά… Απλώς τα παιδικά τελειώνουν πολύ πιο γρήγορα. Και επειδή είμαι τεμπέλης ως άνθρωπος, με βολεύουν, γιατί μέσα σ’ ένα Σαββατοκύριακο έχει γραφτεί το παραμυθάκι. Γενικά, δεν έχω κάποια προτίμηση –αν θα γράψω για ενήλικες ή για παιδιά. Ανάλογα με το τι όρεξη έχω κάθε φορά. Άλλωστε, για την κόρη μου, τη Λητώ, ξεκίνησα να γράφω. Το πρώτο παραμύθι που έγραψα, «Οι τρεις βασιλοπούλες», ήταν παραγγελία της κόρης μου. Το ένα έφερε το άλλο. Αλλιώς, εγώ δεν είχα κανένα σκοπό να εκδώσω βιβλίο. Έτυχε. 

Ποίηση πάντως δεν γράψατε ποτέ… Μόνο στις Απόκριες. Κάποια στιχάκια. 

Δεν κληρονομείται αυτό; Νομίζω είναι θέμα παραστάσεων. Απ’ την άλλη, θυμάμαι ότι πολλές φορές με τον μπαμπά κάναμε διάλογο με δεκαπεντασύλλαβο εν είδει άσκησης και για την πλάκα μας. 

Πότε συνέβαινε αυτό; Στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν ο μπαμπάς βρισκόταν στη Σάμο, σε κατ’ οίκον περιορισμό. Επειδή διαπιστώθηκε ότι είχε καρκίνο και δεν ήθελαν να πεθάνει σε στρατόπεδο, τον είχαν στείλει απ’ την Αθήνα στη Σάμο, κοντά μας, κι έτσι ζούσαμε συνεχώς μαζί εκείνη την εποχή. Ήταν η περίοδος που «χάρη» στη Δικτατορία έζησα μαζί με τον πατέρα μου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί συνήθως εκείνος ζούσε στην Αθήνα και ερχόταν στη Σάμο κάθε Πάσχα, Χριστούγεννα, καλοκαίρι ή πηγαίναμε εμείς τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. 
Αναπληρώθηκε τότε ο χαμένος χρόνος της απουσίας του που είχε προηγηθεί; Μέχρι τα 9 μου χρόνια ζούσαμε με τη μητέρα μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Και επειδή μπαινόβγαινε πολύς κόσμος στο σπίτι, κυρίως συγγενείς μας, κι εγώ ήμουνα το μοναδικό παιδί που κυκλοφορούσε, ήταν όλοι επάνω μου –είχα, λοιπόν, πολλούς «μπαμπάδες». Έτσι, δεν αισθάνθηκα έλλειψη πατρικής στοργής. Άλλωστε, κάθε φορά που ερχόταν ο μπαμπάς, ασχολιόταν πάρα πολύ μαζί μου. Δεν έχω παράπονο.

Τι είχε μέσα η βαλίτσα του όποτε ερχόταν στη Σάμο; Α, θησαυρούς! Την περίοδο εκείνη, στην ελληνική επαρχία δεν υπήρχαν πολυκαταστήματα ούτε μεγάλα μαγαζιά ρούχων –μια ράφτρα φρόντιζε γι’ αυτά. Κάθε φορά, λοιπόν, που ερχόταν ο μπαμπάς απ’ την Αθήνα, μου έφερνε έτοιμα ρούχα και παιχνίδια –κάτι κούκλες που ανοιγόκλειναν τα μάτια τους, μιλάμε για «θαύματα»! Κι έτσι περίμενα πώς και πώς να ‘ρθει ο μπαμπάς για να ανοίξουμε τη βαλίτσα και να πάρω τα φορεματάκια μου, τα παπουτσάκια μου, τα καινούρια μου παιχνίδια. 

Τότε γνωρίζατε ότι ο μπαμπάς σας γράφει ποιήματα; Το ήξερα. Και, για να πω την αλήθεια, ντρεπόμουνα και λιγάκι.

Ντρεπόσασταν; Ναι. Γιατί όλοι οι μπαμπάδες είχανε «κανονικές» δουλειές, μόνο ο δικός μου δεν είχε. 

Κι όταν τα άλλα παιδιά σας ρωτούσαν «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;», εσείς τι απαντούσατε; Έλεγα «είναι δημοσιογράφος και γράφει σε κάτι εφημερίδες στην Αθήνα που εσείς δεν τις ξέρετε». Δεν έλεγα ποτέ «είναι ποιητής».  

Σας διάβαζε ποιήματά του; Αργότερα, ναι. Όσο ήμουν έφηβη, στη διάρκεια της Δικτατορίας. Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα πολλά, και μάλλον μου φαινόντουσαν και ψιλοβαρετά αυτά που άκουγα. Του έλεγα όμως «μπαμπά, είναι πολύ ωραία». Θα σας πω μια ιστορία. Στη Λέρο, ο μπαμπάς είχε αποφασίσει να μάθει αγγλικά. Και μας είχε ζητήσει να του στέλνουμε αγγλικά βιβλία. Για να περνάνε εύκολα από τη λογοκρισία, μας είχε πει να του στέλνουμε της Άγκαθα Κρίστι, αστυνομικά. Είχε βάλει τότε πρόγραμμα να διαβάζει έναν αριθμό σελίδων, είχε δίπλα το λεξικό για να γράφει τις άγνωστες λέξεις και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, επαναλάμβανε όλες τις λέξεις που είχε μάθει και τις έλεγε απέξω. Εγώ έκανα αγγλικά από τα 9 μου χρόνια. Όταν ήρθε όμως στη Σάμο, διαπίστωσα πως διάβαζε Σαίξπηρ από το πρωτότυπο –κι είχα τρελαθεί από τη ζήλια μου, γιατί έλεγα «δεν είναι δυνατόν να τα καταλαβαίνει όλα αυτά ο μπαμπάς, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα που μαθαίνει αγγλικά». Πήρα, λοιπόν, τα τετράδιά του, εκεί όπου έγραφε το λεξιλόγιο, για να μάθω κι εγώ τις λέξεις που ήξερε ο μπαμπάς. Φυλλομετρώντας ένα τετράδιο, προς το τέλος, έπεσα επάνω στα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα οποία ο μπαμπάς, με τα νοσοκομεία, με τα πηγαινέλα, με όλα αυτά, τα είχε ξεχάσει εντελώς. Τα διάβασα και του είπα: «Α! Επιτέλους! Έγραψες και μερικά καλά ποιήματα!». «Για φέρε εδώ να δω», μου είπε. Τα είδε, τα θυμήθηκε, τα συμπλήρωσε, τα έστειλε στην Αθήνα κι από εκεί στο Παρίσι, στον Θεοδωράκη, όπου και μελοποιήθηκαν. 

Φοβόταν τον θάνατο, ιδιαίτερα τότε που διαπιστώθηκε ο καρκίνος; Όταν διαπιστώθηκε ο καρκίνος, πίστευε πως θα πεθάνει. Γι’ αυτό και έστειλε τη μητέρα μου από τη Σάμο στην Αθήνα, για να καταστρέψει άπειρα χειρόγραφά του, διότι, ως τελειομανής που ήταν, πίστευε πως δεν θα είχε χρόνο να τα επεξεργαστεί. Δεν ήθελε να πεθάνει και να μείνουν πίσω μη ολοκληρωμένα ποιήματά του. Πάντα το μέλημά του ήταν η ποίησή του. Ακόμη και μπροστά στον θάνατο –και γι’ αυτό το φρόντισε πρώτ’ απ’ όλα. 

Πότε καταλάβατε τη σπουδαιότητα του μπαμπά σας; Πάντοτε την ήξερα. Απλώς, στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, διαπίστωσα πως ο μπαμπάς μου δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, όπως τον είχα εγώ στο μυαλό μου. Όλοι μιλούσαν για εκείνον! Σκεφτείτε πως με τις απαγορεύσεις, με τη λογοκρισία, στο Καρλόβασι, όπου μέναμε, κανένας δεν αναφερόταν στον Ρίτσο, δεν ήμουνα για κανέναν «η κόρη του Ρίτσου» –για όλους ήμουνα «η κόρη της γιατρού», η οποία ήταν γνωστή σε όλους. Δεν είχα ιδέα τότε για το πόσο μεγάλος ποιητής ήταν ο μπαμπάς μου. 

Δεν το νιώσατε ποτέ στην πορεία της ζωής σας ως μία μεγάλη ευθύνη; Καθόλου. Δεν με απασχόλησε ποτέ αυτό. Και μάλιστα, για πολλά χρόνια συστηνόμουνα μόνο με το μικρό μου όνομα, για να μη θεωρήσει κανείς ότι πάω να κλέψω τις δάφνες του ονόματος.   

Αλήθεια, από πού βγαίνει το «Έρη»; Απ’ το «Λευτέρη». 

Πώς γίνεται αυτό; Θα σας εξηγήσω. Είμαι βαφτισμένη Ελευθερία, αλλά επειδή η μαμά μου ήθελε αγόρι, το «Έρη» μου το κόψανε απ’ το αρσενικό όνομα. Αντίθετα, ο μπαμπάς ήθελε πάντα κόρη –και ευτυχώς, γιατί αυτός με είπε «Έρη». Αλλιώς, θα με λέγανε «Ελευθερίτσα». Ή «Ρίτσα». Σκεφτείτε: Ρίτσα Ρίτσου. Τι φοβερή παρήχηση! (γελάει). Θυμάμαι που μια μέρα πήγα σπίτι, τους είπα «από δω και πέρα θα με λέτε Ρίτσα» και ο μπαμπάς μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό: «Τι λες, παιδάκι μου;», μου είπε (γελάει). 

Πώς έγραφε ο μπαμπάς σας; Δούλευε με τον ίδιο τρόπο που ένας τσαγκάρης ξυπνάει το πρωί και φτιάχνει σόλες. Σηκωνόταν κατά τις 8 το πρωί, καθόταν στο γραφείο του και έγραφε μέχρι να συμπληρώσει το οκτάωρο ή όση άλλη ώρα τον έπαιρνε. Αλλά το οκτάωρό του ήταν υποχρεωτικό «για να κάνει τη δουλειά του», έλεγε. Συνήθως, όμως, έγραφε μέχρι αργά το βράδυ. Τρώγαμε το μεσημέρι, έπεφτε για ύπνο για δυο ώρες, σηκωνόταν, πήγαινε οπωσδήποτε βόλτα στον παραλιακό για να δει τη δύση και μετά, γυρνώντας, συνέχιζε το γράψιμο μέχρι τις 2 ή 3 τα ξημερώματα. Δούλευε πάρα πολύ. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να κάθεται. Να σκίσει ποιήματά του δεν έσκιζε, τα κράταγε όλα, αλλά τα επεξεργαζόταν συνεχώς –έκανε πάρα πολλές αλλαγές, διορθώσεις, σβησίματα, κράταγε σημειώσεις δίπλα.  

Θα θέλατε να είχατε ζήσει περισσότερο χρόνο με τον μπαμπά σας; Όχι. Γιατί ήταν πολύ έντονη προσωπικότητα κι εγώ πολύ πεισματάρα. Κι όταν συγκρουόμασταν, συγκρουόμασταν άσχημα. Αν και ήταν σπάνιο το φαινόμενο. Μετά την εφηβεία μου, μιλούσαμε επί ίσοις όροις πια. Κουβεντιάζαμε πολλή ώρα μαζί, είχε γνώσεις για τα πάντα και για ό,τι τον ρώταγες είχε πάντα μία απάντηση να σου δώσει. Όλα αυτά, όμως, γίνονταν πολύ φυσικά. Δεν είπε ποτέ «έλα μωρέ, εσύ είσαι μικρή, δεν ξέρεις τι σου γίνεται». Ένιωθες πάντα ότι μιλάς με ένα συνομήλικό σου, ο οποίος έχει διαβάσει κάτι περισσότερο από σένα. Με βοήθησε πάρα πολύ με τα ερεθίσματα που μου έδινε. 

Είναι αλήθεια πως του άρεσε να γράφει ακούγοντας Μπαχ; Ναι, είχε λατρεία στον Μπαχ. Γενικά, λάτρευε τους δημιουργούς που είχαν αφήσει πίσω τους τεράστιο έργο. Γιατί πίστευε ότι είναι συνειδητοί εργάτες της τέχνης τους –όπως ήταν και ο ίδιος. Αισθανόταν συγγένεια μ’ αυτούς τους ανθρώπους που θεωρούσαν αυτό που κάνουν δουλειά τους και δεν κάθονταν να περιμένουν πότε θα τους χτυπήσει κατακούτελα η έμπνευση. Διότι πίστευε πως με την καθημερινή άσκηση προκαλείς την έμπνευση, άρα γράφεις ακόμα περισσότερο κι έτσι αποκτάς ακόμη μεγαλύτερη όρεξη για να γράψεις. 

Νομίζετε πως οι πολιτικές του πεποιθήσεις του στέρησαν πράγματα –ακόμα κι ένα Νόμπελ; Νομίζω πως οι πολιτικές του πεποιθήσεις του έδωσαν πράγματα. Δεν θα ήταν ο ποιητής που είναι αν δεν είχε αυτές τις πεποιθήσεις. Πιθανώς να ήταν ένας ωραιότατος λυρικός, ερωτικός ποιητής, αλλά δεν θα είχε γράψει ποτέ ένα μονόλογο όπως τον «Ορέστη». Άλλωστε, σαν άνθρωπος ήταν πολύ ευαίσθητος –από τα παιδικά του χρόνια. Απλώς, συναντώντας αυτή την ιδεολογία και γινόμενος κομμουνιστής, όλα αυτά που είχε σαν συναίσθημα τα είδε πια σαν μία βιωμένη θεωρία. Και αυτό τον ολοκλήρωσε –και ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Σε ό,τι αφορά στο Νόμπελ, νομίζω πως μεγαλύτερη αναγνώριση απ’ το να γράφουν ταυτόχρονα δέκα δοκτοράτα για το έργο σου σε άλλα τόσα ξένα πανεπιστήμια δεν υπάρχει. Μην ξεχνάτε επίσης πως Νόμπελ πήραν και άνθρωποι που ούτε καν το όνομά τους δεν θυμόμαστε σήμερα. Τον Ρίτσο, όμως, συνεχίζουν να τον διαβάζουν σε όλο τον κόσμο.

Είχε σχέση με άλλους ποιητές; Κατά καιρούς, με αρκετούς. Τα τελευταία χρόνια, αυτός με τον οποίο έκανε παρέα ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης, ο οποίος ερχόταν στο σπίτι μας και καθόταν με τις ώρες. 

Πώς εξέφραζε την ευαισθησία του ο Ρίτσος; Την έδειχνε καθημερινά. Στα μικρά πράγματα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Μπορεί να άκουγε το γατάκι που νιαούριζε απέξω απ’ το σπίτι μας και να παράταγε αυτό που έκανε, για να πάει να δει τι συμβαίνει και κλαίει το γατί. Ή, παρόλο που είχε πάθος με τη δουλειά του, θα ‘κλεινε τα χαρτιά του αν κάποιος φίλος του τον έπαιρνε τηλέφωνο και του ‘λεγε: «Γιάννη μου, έχω πρόβλημα».

Θυμάστε πώς γράφτηκε ο «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο»; Θυμάμαι πως εκείνο το καλοκαίρι του ’74 ήμασταν σαν τους πεθαμένους (συγκινείται). Βρισκόμασταν τότε, όλοι μαζί, στη Σάμο, πεσμένοι επάνω στο ραδιόφωνο, για να ακούσουμε τι γίνεται. Είχε μεταδοθεί, κάποια στιγμή, πως σκοτώθηκε ο Μακάριος. «Δεν είναι δυνατόν!», είχε πει ο μπαμπάς, «η Κύπρος χάνεται!». Ανατρεπόταν η δικτατορία στην Ελλάδα με τέτοιο τίμημα! (συγκινείται ξανά). Μετά ακούσαμε τη φωνή του Μακαρίου, είπαμε «ένα καλό έγινε», αλλά συνεχιζόταν η προδοσία επάνω στην προδοσία. Ήταν απίστευτα βαρύ όλο αυτό που συνέβαινε για τον μπαμπά, για όλους μας. Γιατί ο μπαμπάς λάτρευε την Κύπρο –έχοντας επισκεφθεί την Κύπρο, έχοντας γράψει τον «Αποχαιρετισμό» στον Γρηγόρη Αυξεντίου, έχοντας ανθρώπους φίλους του εκεί, έχοντας την απαγόρευση του να επισκεφθεί την Κύπρο τη δεκαετία του ’60, αφού δεν του έδιναν διαβατήριο, και το ‘χε καημό. Είχε ένα θαυμασμό προς τον αγωνιζόμενο λαό. Και επειδή οι Κύπριοι, όλα τους τα χρόνια, έδειξαν απίστευτη αγωνιστικότητα, απίστευτη δύναμη, ένα νησάκι τόσο δα, για τον μπαμπά αυτό ήταν που μέτραγε, αυτό τον συγκινούσε, αυτό τον συγκλόνιζε. Τότε, θυμάμαι, κάθισε κι έγραφε σε μία κατάσταση αλλόφρονα. Κάθε φορά, άλλωστε, που συνέβαινε ένα γεγονός στην ιστορία μας που τον συγκλόνιζε, κατέφευγε αμέσως σε έναν λαϊκό τρόπο έκφρασης, στον δεκαπεντασύλλαβο, στη δημοτική παράδοση, όπως είχε κάνει και με τον «Επιτάφιο». Έτσι γράφτηκε ο «Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο».  

Μετά τον θάνατο του μπαμπά σας, σε ποιες στιγμές σας έλειπε; Κυρίως όταν είχα ουσιαστικά προβλήματα και ήθελα να τα συζητήσω με κάποιον. Είχα τη μαμά μου, αλλά η μαμά μου ήταν πιο συναισθηματικός άνθρωπος. Ο μπαμπάς μου, παρότι ήταν και εκείνος πολύ συναισθηματικός, είχε και μία τετράγωνη λογική. Και μπορούσε να αναλύσει τις καταστάσεις και να σου δώσει πάντα μία σωστή κατεύθυνση. Αυτό μου έλειψε!

Ποια ήταν συνήθως η συμβουλή του; Δουλειά, δουλειά, δουλειά! Αυτό…

Πόσων χρόνων ήσασταν όταν πέθανε ο μπαμπάς σας; Ο μπαμπάς πέθανε το ’90, ήμουνα 35 χρονών. Δεν έφυγε ξαφνικά, ήταν ήδη άρρωστος. Αλλά, όσο και να σε προετοιμάζει ο άλλος, ποτέ δεν το πιστεύεις. Ή δεν θες να το πιστέψεις. Ήταν 81 ετών όταν έφυγε, αλλά και πάλι δεν το δέχεσαι εύκολα. Περνάς από διάφορες φάσεις. Θυμώνεις κιόλας. Λες «έφυγε και με παράτησε…». 

Θυμώσατε τότε; Ναι. Θύμωσα. Γιατί σκεφτόμουν «ο μπαμπάς μου θα φτάσει μέχρι τα 100». Μετά κλαις, θρηνείς, κι έπειτα λες πως έφυγε σαν φυσική παρουσία, αλλά μέσα μου θα είναι πάντα παρών… 

Ποια ήταν η τελευταία του κουβέντα; «Κλείσε την τηλεόραση»… Αυτό μου είχε πει. Ήταν η εποχή που άρχιζε η κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών και δεν ήθελε πια να βλέπει. 

Με ποια εικόνα του τον έχετε σήμερα στο μυαλό σας; …Α, ναι! (χαμογελάει). Με το μαγιό του στη θάλασσα! Του άρεσε πολύ η θάλασσα… Είχε τα χαρτιά του, το μολύβι του, έγραφε, βούταγε στο νερό, έβγαινε, ξαναέγραφε. Δεν τον είχα δει ποτέ ξαπλωμένο, ήταν πάντοτε όρθιος, έκανε βόλτες, κρατούσε το μπλοκάκι του και πάντοτε σημείωνε. 

Κολυμπούσε καλά; Πάρα πολύ! Και του άρεσε φοβερά να κολυμπάει. Του άρεσε πολύ επίσης να ζωγραφίζει, να παίζει πιάνο, να κοιτάζει τη δύση, να μαζεύει πέτρες από τη θάλασσα, να χορεύει…

Αλήθεια; Τι χόρευε; Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Εκτός από ζεϊμπέκικο. Ίσως γιατί ήταν πιο αριστοκρατική φυσιογνωμία. Χόρευε, όμως, εξαιρετικό χασάπικο, βαλς, ταγκό…

Σας χόρεψε ποτέ ένα ταγκό; Αμέ! Στον χορό του Δεκαπενταύγουστου στη Σάμο, με χόρευε πάντοτε ο μπαμπάς. 

Info: Το τελευταίο μυθιστόρημα της Έρης Ρίτσου, «Ο νεκρός δολοφονήθηκε», κυκλοφορεί, όπως και όλα τα βιβλία της κ. Ρίτσου, από τις εκδόσεις Κέδρος.