Ο 35χρονος Κύπριος ηθοποιός, είναι αυτή τη στιγμή ο πιο πολυσυζητημένος (και περιζήτητος) καλλιτέχνης σε Κύπρο και Ελλάδα, λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στην τηλεοπτική σειρά «Άγιος Παΐσιος, από τα Φάρασα στον Ουρανό».

Μόλις έχει επιστρέψει από την παιδική χαρά, στο πάρκο της Αθαλάσσας, όπου βρισκόταν με τα δύο του παιδιά, τη Δάφνη, τεσσάρων ετών, και τον Κίμωνα, δυόμιση ετών· εκεί όπου έπαιξαν, δοκίμασαν παγωτό βανίλια και φράουλα, ξάπλωσαν στο γρασίδι και είδαν τις πάπιες – τον ακούω χαρούμενο· πώς να μην είναι άλλωστε πρωταγωνιστώντας στην πρώτη σε θεαματικότητα σειρά, αυτή τη στιγμή, σε Κύπρο και Ελλάδα; Ή μήπως δεν είναι αυτά τα κριτήρια της καλής -και απολύτως ήρεμης- διάθεσης στη χροιά της φωνής του Προκόπη;

– Το έχεις συνειδητοποιήσει ότι όλοι -σε Κύπρο και Ελλάδα- μιλάνε για τη σειρά «Άγιος Παΐσιος, από τα Φάρασα στον Ουρανό» – στην οποία εσύ υποδύεσαι το κεντρικό πρόσωπο; Το έχω συνειδητοποιήσει και αυτό είναι κάτι που χαροποιεί όλους όσοι δουλέψαμε στην συγκεκριμένη σειρά, που έχει ως στόχο να παρουσιάσει -όσο γίνεται πιο σωστά-, τη ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος αγιοποιήθηκε και επηρέασε τις ζωές εκατομμύρια άλλων συνανθρώπων του – και συνεχίζει να επηρεάζει ακόμη. Η σειρά αυτή φτιάχτηκε με πολύ κόπο, μεγάλο επαγγελματισμό και πολλή αγάπη, από όλους τους δημιουργούς και όλους όσοι συμμετείχαν σ’ αυτήν. 

– Τι τεχνικές -ή αναφορές δικές σου- χρησιμοποίησες, προκειμένου να είσαι πειστικός ως «Άγιος»; Οι τεχνικές ενός ηθοποιού, αναλόγως των συνεργασιών του, των σπουδών του και της όποιας πορείας είχε ή έχει, καθορίζουν και τον τρόπο που ενσαρκώνει τους ρόλους του. Αυτό που έπρεπε να καταφέρω προσωπικά, ήταν να βρεθώ σε μια ηρεμία, σε μια γαλήνη, η οποία θα μου προσέφερε το εφόδιο ώστε να καταφέρω να φτάσω την πνευματικότητα του προσώπου αυτού που επρόκειτο να υποδυθώ – σε τρεις ηλικίες μάλιστα: Τον «έφηβο» Αρσένιο, τον ενήλικα Αρσένιο και τον Αρσένιο ο οποίος, αμέσως μετά την στρατιωτική του θητεία, μπαίνει στο Άγιον Όρος. Κάτω από αυτή τη συνθήκη και γνωρίζοντας τον βίο του προσώπου αυτού -που από οκτώ ετών ήταν απολύτως συνειδητοποιημένος στο τι ήθελε να κάνει στη ζωή του- έπρεπε να καταφέρω να αποβάλω τα «καθημερινά», ούτως ώστε να κατανοήσω το εύρος της πνευματικότητας και της ψυχικής γαλήνης του συγκεκριμένου προσώπου. 

– Ανέτρεξες και σε θρησκευτικές αναφορές δικές σου, ή τις οικογένειάς σου, από τα χρόνια κιόλας που μεγάλωνες, ως παιδί και ως έφηβος, στον Αρακαπά; Φυσικά! Ό,τι είχα μέσα στην ψυχή μου, ως ένα παιδί που μεγάλωνε σε ένα χωριό της Κύπρου, τον Αρακαπά, προσπάθησα να τα ανασύρω και να τα επαναφέρω στη μνήμη μου. Δεν μπορώ να πω πως είμαι ένας άνθρωπος που είμαι σε άμεση επαφή με την εκκλησία και τα θεία, ωστόσο θα σου έλεγα -με πάσα βεβαιότητα πια- ότι υπάρχει προσωπική ανάγκη, πολλές φορές πλέον, να έρχομαι σε επαφή με τον Θεό ή να αναζητώ το Θεό, ζητώντας στήριξη και βοήθεια. Έχω πολύ όμορφες παιδικές μνήμες, του εκκλησιασμού μου π.χ. στην Παναγία την Ιαματική, τις οποίες «έφερα» στο σήμερα αναζητώντας και «πλησιάζοντας» τον Άγιο. Προσέγγισα, επίσης, μελετώντας, ανθρώπους που τον έζησαν, Πατέρες που συνυπήρξαν μαζί Του – μιλάμε, άλλωστε, για μία σύγχρονη προσωπικότητα η οποία «κοιμήθηκε» το 1994 και αγιοποιήθηκε το 2015· ένας Άγιος της εποχής μας, που πολύς κόσμος βρέθηκε κοντά Του. Σκεφτείτε πως ο γείτονάς μου, εδώ στην Αγλαντζιά όπου μένω, μεσοτοιχία με εμένα, ο κύριος Αντώνης, ιεροψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, Τον είχε γνωρίσει και μιλήσαμε για την εμπειρία που είχε μ’ Αυτόν. ​

– ​Επηρέασε και τη δική σου προσωπικότητα; Σκεφτόσουν διαφορετικά αφότου τον υποδύθηκες; Μελετώντας τον Άγιο Παΐσιο, ένιωσα να επηρεάζεται, σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος ζωής μου. Μέσα στην καθημερινότητά μου αντιλαμβάνομαι πως ανασύρω τις στιγμές που αισθάνθηκα μελετώντας τον και να επηρεάζομαι θετικά ως άνθρωπος – λέω, για παράδειγμα, «Προκόπη σε αυτό το σημείο, δεν μίλησες ωραία» ή «Προκόπη, εδώ έπρεπε να δείξεις μεγαλύτερη υπομονή»· αυτά δεν τα είχα παλιά. Στο δηλώνω με ευθύτητα και απόλυτη βεβαιότητα: Όποιος μελετήσει τον Άγιο Παΐσιο, δεν μπορεί να τον αφήσει ανεπηρέαστο· είναι μία προσωπικότητα που έγινε θυσία και μία τεράστια αγκαλιά για κάθε πονεμένο και κάθε έναν που αναζητά αγάπη και βοήθεια. Ο Άγιος Παΐσιος με επηρέασε και με επηρεάζει ακόμα – και θα ‘θελα να με επηρεάζει περισσότερο σε ό,τι αφορά στη δική μου στάση ζωής απέναντι στους ανθρώπους, απέναντι στη φύση, κι απέναντι στα ζώα. 

– Μου ανέφερες πριν πως εκείνος, μόλις οκτώ ετών, ήταν απολύτως συνειδητοποιημένος στο τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. Εσύ, πόσων ετών ήσουν όταν αποφάσισες πως η υποκριτική θα ήταν το μέλλον σου;  Πήγαινα στο Γυμνάσιο, πρέπει να ήμουν 13-14 ετών, όταν είπα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Όταν εμφανίστηκα μπροστά σε κόσμο, στα πλαίσια του θεατρικού ομίλου του σχολείου μου και από τη συμμετοχή μου στους Παγκύπριους Σχολικούς Αγώνες Θεάτρου, είπα πως αυτό θέλω να είναι το μέλλον μου επαγγελματικά. 

– Οι γονείς σου είχαν σχέση με κάτι καλλιτεχνικό; Ουδεμία σχέση. Ο πατέρας μου είναι μηχανικός αυτοκινήτων και η μητέρα μου νοικοκυρά. Προέρχομαι από μία λαϊκή πολύτεκνη οικογένεια· ο δε παππούς μου ήταν κτηνοτρόφος. Όταν, λοιπόν, ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, πέρα από την ανησυχία -την οποία ευλόγως είχαν για το τι μέλλει γενέσθαι-, με στήριξαν απίστευτα στο να ακολουθήσω το όνειρό μου. Και νιώθω πως η στήριξη που είχα απ’ αυτούς -την οποία κάθε γονιός πρέπει να δίνει στο παιδί του- τους δικαιώνει· και είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Είμαστε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια, στηρίζουμε πολύ ο ένας τον άλλον, και η οικογένειά μου αποτελεί το παράδειγμά μου στη δημιουργία και της δικής μου οικογένειας με την Μαρίνα (σ.σ. η σύζυγός του, Μαρίνα Μανδρή) αλλά και στον τρόπο που θα αντιμετωπίσουμε, μεγαλώνοντας, και τα δικά μας παιδιά. 

– Τα οικογενειακά λαϊκά σου βιώματα πώς σε επηρέασαν στην πορεία της ζωής σου; Δεν με επηρέασαν απλώς· με καθόρισαν. Μεγάλωσα μέσα σε ένα πλαίσιο απλότητας, με συγκεκριμένες αρχές -του σεβασμού και της αγάπης- και έχοντας καθημερινή και πολύωρη επαφή με τη φύση. Οι γονείς μου -στο λέω και συγκινούμαι- δεν με μεγάλωσαν με κριτήριο του τι θα αποκτήσουμε, αλλά με βάση το τι είδους άνθρωποι θα γίνουμε στη ζωή μας. 

– Ακόμη και σήμερα δεν σε αφορά η ύλη – τα χρήματα π.χ.; Αν σου έλεγα πως δεν με αφορούν θα ήταν ψέματα, γιατί στην εποχή που ζούμε παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην καθημερινότητα του ανθρώπου, καθώς μαστίζεται από συνεχή και μεγάλα έξοδα. Ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις. Ωστόσο, αυτό που ακολουθώ και με τα δικά μου παιδιά -και, ευτυχώς, σε αυτό συμφωνεί και η Μαρίνα-, είναι πρώτα και κύρια να δημιουργούμε Ανθρώπους και ύστερα οτιδήποτε άλλο. Οπότε, μέσα από την Ανθρωπιά, ας καταφέρουν μετά τα πάντα· αλλά η πηγή τους και η αφετηρία τους να είναι ο Άνθρωπος. Δεν με ενδιαφέρει να καταφέρουν κάτι «σημαντικό» στη ζωή τους αν είναι να το πετύχουν μέσα από μεθόδους απάνθρωπες, βίαιες και αθέμιτες· το απεύχομαι να συμβεί.

– Σκέφτηκες πόσο διαφορετικός θα ήταν ο τρόπος σκέψης σου και τα βιώματά σου αν έφευγες από τον Αρακαπά στα Γυμνασιακά σου χρόνια και μένατε με την οικογένειά σου στη Λευκωσία π.χ.; Όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά…Μιλάς με έναν άνθρωπο ο οποίος σχολάνοντας από το Περιφερειακό Δημοτικό σχολείο της Ιαματικής, όπου φοιτούσα για 12 χρόνια και άλλα 2-3 στην προδημοτική, που στεγαζόταν στο ίδιο σχολείο, έπαιζε στα βουνά, σκαρφαλώνοντας σε δέντρα, «μιλώντας» με τα πουλιά, ξαπλώνοντας στις βουνοπλαγιές και στο χορτάρι και κάνοντας παρέα με ζώα· κάτω δε από το σπίτι μου, η συγχωριανή μου, η κυρία Ελένη, είχε μια μάντρα, και θυμάμαι ότι θήλαζα τα ερίφια με το μπιμπερό. Αν αυτού του είδους η ζωή δεν μπορεί να καθορίσει απολύτως και σαρωτικά την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τις αξίες ενός μικρού παιδιού, τότε ποια άλλη ζωή μπορεί να το κάνει αυτό; Η επαφή μου με τους ανθρώπους του χωριού, τη φύση του χωριού και την ελευθερία -ιδού η σημαντικότερη λέξη- είναι εκείνα που με καθόρισαν ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο κυρίως. 

– Είναι αλήθεια πως ήθελες να γίνεις πυροσβέστης, όσο φοιτούσες στο δημοτικό σχολείο; Αχ, τι μου «ξύπνησες» τώρα…Ναι, σωστά σου τα είπαν, ως παιδί ήθελα να γίνω πυροσβέστης και κτηνίατρος – και τα δύο αυτά, όπως καταλαβαίνεις από αυτά που σου ανέφερα πιο πριν, λόγω της αγάπης μου για τη γη και του πάθους μου να παρατηρώ τα ζώα. Ο Αρακαπάς πια είναι καμένος – και αυτό είναι κάτι που μου προκαλεί απίστευτο πόνο! Δυστυχώς, το χωριό όπου ζούσα και ήθελα να γίνω στον τόπο του πυροσβέστης για να το προσέχω, στα 34 μου χρόνια είχα αυτή τη δυστυχή εμπειρία τού να δω τα βουνά του καμένα, να μην έχει μείνει τίποτα, να ‘ναι όλα στάχτες. Ο λόγος που ήθελα να γίνω πυροσβέστης ήταν για να μην δω ποτέ μου καμένο τον Αρακαπά. Αλλά τον είδα…

– Οφείλω πάντως να σου πω -χωρίς να σε ξέρω και χωρίς να έχουμε ξαναμιλήσει- πως μου «μεταφέρεις» ηρεμία και πραότητα όσο μιλάμε – κατά κάποιο τρόπο, χαίρομαι να σε ακούω! Ανέκαθεν έτσι ήταν ο χαρακτήρας σου; Είμαι ένας άνθρωπος που όταν βρεθεί υπό πίεση -κι αυτό είναι ένα καθημερινό φαινόμενο του σύγχρονου τρόπου ζωής, σα να τρέχουμε συνεχώς να προλάβουμε κάτι- δεν έχει ηρεμία. Και καταλαβαίνω πως αυτή η μη ηρεμία μου μού προκαλεί πάρα πολλά αρνητικά – και προσωπικά, αλλά και προς όσους είναι γύρω μου. Προσπαθώ πάντως να αναζητώ κάθε μέρα, με πολλούς τρόπους, εκείνη την ηρεμία που να με κάνει και να προσεγγίζω τους ανθρώπους όμορφα, αλλά και να βιώνω εγώ ο ίδιος κάτι ψυχικά ωραιότερο· μέσα στα πλαίσια της ευγένειας και του σεβασμού. 

– ​Υπήρξαν φορές που δεν σε σεβάστηκαν; Πολλές. Και στην καθημερινότητά μου και στο θέατρο. Ήταν πολλές οι φορές εκείνες που ένιωσα είτε να προσβάλλομαι είτε κάποιος να μου συμπεριφέρεται με αγένεια – μπορώ μάλιστα να σου πω πως στο θέατρο ήταν οι λιγότερες φορές που εισέπραξα κάτι τέτοιο. Είμαι πολύ συνειδητοποιημένος στο τι γίνεται στον κόσμο μας, αλλά περισσότερο συνειδητοποιημένος στο τι δεν θέλω να γίνεται στον κόσμο γι’ αυτό και, από όποια θέση βρεθώ, θέλω να μπορώ να το αποτρέπω. 

– Γελάς εύκολα, Προκόπη; Γίνεσαι καθόλου «η ψυχή της παρέας»; Ω, πολύ! (γελάει). Αυτό μπορούν να στο πιστοποιήσουν άνθρωποι με τους οποίους κάνω παρέα. Και γελώ πολύ και κάνω και τους άλλους να γελάνε. Μου αρέσει να γελάνε οι άνθρωποι! Στο χωριό, παλαιότερα, ήμουν ο «καραγκιόζης» της παρέας (γελάει).  

– Εξήγησέ μου κάτι: Αφότου τελείωσες με τις σπουδές σου στο Εθνικό Θέατρο το 2010, και έχοντας συνεργαστεί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, με τον Κωνσταντίνο Ρήγο, με το Εθνικό -σε σπουδαίες παραστάσεις, με σκηνοθέτες τον Νίκο Καραθάνο, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Τάκη Τζαμαργιά, τον Γιάννη Κακλέα κ.α.- γιατί αποφάσισες να επιστρέψεις στην Κύπρο; Ο λόγος που δεν παρέμεινα στην Αθήνα ήταν η Μνημονιακή δυσμενής και δυσχερής κατάσταση στην οποία έμπαινε ο ελληνικός λαός, που με τρόμαζε πολύ, αλλά και μία μεγαλύτερη ανάγκη που με ωθούσε να επιστρέψω στον τόπο μου, είτε για να ολοκληρώσω κάποια κεφάλαια που έτρεχαν στη ζωή μου, είτε από ένστικτο, είτε από μια βαθύτερη ανάγκη επιστροφής. Δεν το μετάνιωσα. Ερχόμενος στην Κύπρο, ευτύχησα να κάνω σπουδαίες συνεργασίες, στον ΘΟΚ και στο Ελεύθερο θέατρο ενώ, από την άλλη, οι «πόρτες» στην Αθήνα που ίσως να περίμενα να κλείσουν, δεν έκλεισαν.   

– Είσαι έτοιμος πια, λόγω ίσως και της μεγάλης απήχησης που έχει η σειρά, να επιστρέψεις στην Αθήνα; Για την επόμενη χρονιά, έχω μια πολύ όμορφη πρόταση από την Αθήνα, για την οποία έχω τη στήριξη και της συζύγου μου, επιστρέφοντας ανά βδομάδα, πολύ συχνά πάντως, στην Κύπρο, και στην οικογένειά μου. Είναι μία πρόταση, από τις σημαντικότερες που είχα μέχρι τώρα, για την οποία θα μιλήσω όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Εύχομαι να πάνε όλα καλά. 

– Πλέον γίνεσαι διάσημος, Προκόπη…Πώς σου ακούγεται αυτή η λέξη;  Μόνο ως ευθύνη! Τι είναι ο «διάσημος»; Πώς γίνεται κάποιος «διάσημος»; Μη ωφελώντας το κοινωνικό σύνολο; Όχι, δεν την θέλω τέτοια «διασημότητα»! Αυτό που προσωπικά επιθυμώ, είναι να συνεχίσω με το ίδιο πάθος, την ίδια όρεξη, με υγεία, να προσφέρω μέσα από το θέατρο, το σινεμά και την τηλεόραση, ό,τι πιστεύω πως ετάχθηκα για να προσφέρω μέσα από την Τέχνη και τον Πολιτισμό, που δίνει στους ανθρώπους τα μικρά εκείνα εναύσματα, τις μικρές αφορμές, για να γίνονται Άνθρωποι και όχι «μικρά» κι ασήμαντα ανθρωπάκια χωρίς αξίες και αρχές.  

Ελεύθερα, 6.3.2022.