Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έγινε σκηνοθέτης για μη γίνει… εγκληματίας και πιστεύει ότι η τέχνη του θεάτρου απαιτεί κάθε φορά υπέρβαση των ορίων.

Στην Κύπρο είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τη δουλειά του το 2017 και το 2018 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, με τους Επτά επί Θήβας και τον Αγαμέμνονα. Αυτή τη φορά, έμεινε για 2,5 μήνες στο νησί προκειμένου να υπογράψει την πρώτη του κυπριακή παραγωγή, τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ για λογαριασμό του ΘΟΚ. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έχει παρελθόν τόσο μ’ αυτό το έργο όσο και γενικότερα με τον Σαίξπηρ. Η πορεία του προδίδει την ιδιαίτερη προτίμηση που επιδεικνύει στα κλασικά έργα, τα οποία βρίσκει πιο ενδιαφέροντα και προκλητικά: από Μάρλοου, Μαριβώ, Τσέχωφ, Μπίχνερ, Μπέκετ, Ζενέ, μέχρι Αισχύλο, Σοφοκλή, Αριστοφάνη, αλλά και Καζαντζάκη ή Κάφκα. Ο «Καίσαρας» του λιθουανικού θεάτρου, που εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, έχει σκηνοθετήσει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων η Φιλανδία, η Σουηδία, η Πολωνία, η Σλοβενία, η Κροατία- αλλά και οι Νήσοι Φερόες. Πλέον, παίρνει σειρά κι η Κύπρος όπου συνδιαλλέγεται με μια τραγωδία για την ερημιά της ανθρώπινης ψυχής, τη φύση της εξουσίας, τις έννοιες της ηθικής και του δικαίου, καθώς και για τον κραταιό ρόλο της αγάπης.

– Ποια είναι η βασική επιδίωξη όταν καταπιάνεται κανείς με τα μεγάλα κλασικά έργα; Ανεξάρτητα με το αν δουλεύω μ’ ένα έργο της κλασικής δραματουργίας ή όχι, ακόμα κι όταν ανεβάζω ένα δικό μου έργο, πάντα μ’ ενδιαφέρει να κάνω μια καλή και συν-κινητική παράσταση. Μάλιστα, μια παράσταση που θα προκαλέσει συναισθήματα πρώτα απ’ όλα, που θα μετακινήσει τον θεατή συναισθηματικά, που θα προκαλέσει μια μετατόπιση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Ποτέ δεν ξεκινώ σκεπτόμενος ότι τώρα θα κάνω μια πολιτική ή προβοκατόρικη ή σύγχρονη παράσταση. Αυτό δεν είναι το πρώτο ζητούμενο, αλλά το αποτέλεσμα. Προτιμώ, λοιπόν, τα κλασικά κείμενα γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, νιώθω μεγαλύτερη σιγουριά ότι μπορώ ν’ αγγίξω την καρδιά των ανθρώπων. Έχω συνειδητοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια, ότι αν θέλεις να μιλήσεις για κάτι που αφορά τους σημερινούς, τους σύγχρονους ανθρώπους, καλυτέρα να μιλήσεις για κάτι διαχρονικό, για το αιώνιο. Ακούγεται παράδοξο; Ίσως, αλλά όχι για μένα.

– Ποια είναι τα στοιχεία που προσδίδουν την ιδιαίτερη ποιότητα στο σαιξπηρικό έργο; Τα βασικά ανθρώπινα πάθη∙ τα πιο πρωτόγονα, αλλά όμορφα πάθη, κοινά σε όλους μας, σε ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Η βαθιά κατανόηση των διαφορετικών παθών που όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε, ανεξάρτητα από τις εθνικές, θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες διαφορές που κάποτε μας χωρίζουν.

– Είναι ο Σαίξπηρ επίκαιρος ή εμείς έχουμε την ανάγκη να τον επικαιροποιούμε; Ποιος είμαι εγώ, ποιοι είμαστε εμείς που θα κάνουμε καλύτερο, που θα «βελτιώσουμε» τον Σαίξπηρ; Δεν είναι ο Σαίξπηρ που χρειάζεται εκσυγχρονισμό, επικαιροποίηση∙ εμείς χρειάζεται να… επαναπροσδιορίσουμε, να ξανασκύψουμε στα πράγματα και να εμβαθύνουμε για να φτάσουμε το ηθικό και αισθητικό επίπεδο των πανανθρώπινων και διαχρονικών θεμάτων που πραγματεύεται η δραματουργία του Σαίξπηρ.

– Ποια όψη του έργου επιχειρείτε να αναδείξετε εντονότερα; Το μη αναστρέψιμο, το αναπότρεπτο.

– Πώς το εννοείτε αυτό; Η πράξη γενναιοδωρίας του Ληρ να μοιράσει τον κόσμο που δημιούργησε, πηγάζει από εγωιστικά κίνητρα. Πίσω από τη γενναιοδωρία του, από τα δώρα του, κρύβεται στην πραγματικότητα η προσδοκία ενός αντίδωρου κι αυτό είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό ανθρώπινο λάθος. Όπως όταν δίνουμε το δώρο της ζωής στα παιδιά μας με την ελπίδα ότι θα πάρουμε κάτι πίσω, την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους. Όταν βλέπουμε τα παιδιά μας σαν τα όργανα που θα μας προσφέρουν ανακούφιση, μπαίνουμε σ’ ένα ολέθριο μονοπάτι που δεν έχει επιστροφή.

– Υπάρχει «ιδανικό ανέβασμα»; Σίγουρα όχι, ποτέ και πουθενά. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι απόπειρες να διαβάσουμε και να σχολιάσουμε τα μεγάλα κλασικά έργα, με όση ειλικρίνεια και σοφία διαθέτουμε. Είναι σα να πηγαίνεις να κατακτήσεις τον Νέο Κόσμο χωρίς να εμπιστεύεσαι την πυξίδα σου, όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος. Η παράσταση τελικά είναι το ημερολόγιο που καταγράψαμε τις εντυπώσεις απ’ τις περιπλανήσεις μας και τις περιπέτειες σ’ αυτόν τον «Νέο Κόσμο», ή τον «Xαμένο Kόσμο». Και τις μοιραζόμαστε με τους θεατές.

– Λέγεται ότι ο ρόλος του Ληρ είναι το «Έβερεστ της υποκριτικής», η υπέρτατη πρόκληση για έναν ηθοποιό. Συμφωνείτε; Συγχωρέστε με, αλλά σύμφωνα με τη δική μου οπτική, όχι μόνο ο ρόλος του Ληρ, αλλά κάθε ρόλος σ’ αυτό το έργο ανάγεται στο «Έβερεστ της υποκριτικής». Αρνούμαι -δεν το έκανα ποτέ- να «στήσω» μια παράσταση βασιζόμενος σ’ ένα ρόλο, σ’ έναν πρωταγωνιστή. Για μένα πρωταγωνιστής είναι το σύνολο ηθοποιών της παράστασης. Το θέατρο είναι συνδημιουργία. Ισχύει το «όλοι για έναν κι ένας για όλους». Στη σκηνή κάθε ρόλος και ηθοποιός είναι σημαντικός.

– Ποιος είναι ο δικός σας Ληρ; Πιο από τα χαρακτηριστικά του θεωρείτε ότι μας αφορά περισσότερο; Θα μπορούσα ν’ απαντήσω αυτή την ερώτηση, αν έπαιζα εγώ το ρόλο του Ληρ. Ήμουν τυχερός, είχα την τιμή και τη χαρά να συνεργαστώ με έναν πολύ ξεχωριστό ηθοποιό, τον Βαρνάβα Κυριαζή. Η γνωριμία μου με τον Βαρνάβα και η συνεργασία μας στις δοκιμές τροφοδότησε τη φαντασία μου κι άνοιξε νέες προοπτικές στη σύλληψη του Ληρ. Η προσωπικότητα του Βαρνάβα μ’ έκανε ακόμα και ν’ αναθεωρήσω πράγματα που θεωρούσα ότι γνωρίζω για τον Ληρ. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, όχι μόνο ο Βαρνάβας προσέγγισε τον Ληρ, αλλά κι ο Ληρ πλησίασε κι «έκλεψε» απ’ τον Βαρνάβα.

– Πώς κύλησε η συνεργασία με τον πρωταγωνιστή σας; Ο Βαρνάβας έχει έναν μαγικό τρόπο, μια γενναιοδωρία να μην ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους συναδέλφους του. Αυτή είναι η δύναμή του, πέρα από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και τη μεγάλη του εμπειρία. Θα μπορούσα να πω ότι ο Βαρνάβας είναι παράδειγμα ηθοποιού που λάμπει πάνω στη σκηνή φωτίζοντας και τους συναδέλφους του.

– Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από αυτή την πρώτη εμπειρία με το κυπριακό θέατρο; Πέρασα 2,5 μήνες με αυτούς τους ανθρώπους, με ενέπνευσαν αλλά ένιωσα και μια θαλπωρή ανθρώπινη. Οι ηθοποιοί κι οι συνεργάτες μου ήταν αληθινά φιλόξενοι. Όταν θα φύγω, με όλη μου την καρδιά θα πω: μακάρι να ξαναβρεθούμε! Η ζωή είναι μεγάλη…

– Είναι επιπλέον πρόκληση για σας να εργάζεστε σε άγνωστο περιβάλλον και με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχατε συνεργαστεί στο παρελθόν; Βεβαίως! Γι’ αυτό το επιδιώκω σε όλη μου τη ζωή. Και το απολαμβάνω.

– Ποιες είναι οι βασικότερες διαφορές που έχετε εντοπίσει σε σχέση με τη θεατρική πραγματικότητα στην Ελλάδα, όπου δραστηριοποιείστε τα τελευταία χρόνια; Δουλεύοντας σε διαφορετικές χώρες, δεν ψάχνω τις διαφορές· αναζητώ ό,τι ενώνει τους ανθρώπους.

– Νιώθετε να υπάρχει ένα αόρατο νήμα που να συνδέει όλες τις σκηνοθετικές δουλειές σας; Δεν ξέρω. Αυτή είναι μια ερώτηση για τους θεωρητικούς του θεάτρου. Μέχρι σήμερα είχα τη χαρά να σκηνοθετήσω περίπου 60 παραγωγές σε πολύ διαφορετικές χώρες του κόσμου, με ηθοποιούς αλλά και θεατές που ανήκουν σε διαφορετικές κουλτούρες. Εντούτοις, κατά ένα παράξενο τρόπο, σε κάθε νέο τόπο που βρίσκομαι για να σκηνοθετήσω νιώθω σα να συνεχίζω να κάνω την ίδια -τη μία και μοναδική παράσταση της ζωής μου. 

– Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σας; Μεγάλωσα στο Βίλνιους, την πρωτεύουσα της Λιθουανίας, τότε κατεχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Εκείνη την εποχή υπήρχε εγκληματικότητα στην πόλη μας και, όταν ήμουν έφηβος, η μητέρα μου προσπάθησε να οργανώσει τη ζωή μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έχω ελεύθερο χρόνο μετά το σχολείο. Γι’ αυτό, με κατηύθυνε σ’ έναν ερασιτεχνικό θίασο για εφήβους. Παρεμπιπτόντως, εκεί συναντήθηκα με τον μελλοντικό μου συνεργάτη, τον συνθέτη της παράστασης του «Βασιλιά Λήρ» Μαρτύνας Μπιαλομπζέσκις. Στο ερασιτεχνικό θέατρο υπήρχαν και μερικά πανέμορφα κορίτσια- μιλώντας από την οπτική ενός έφηβου- γεγονός που το έκανε ακόμα πιο ελκυστικό για ένα νεαρό αγόρι. Έτσι, σ’ αυτή την ερασιτεχνική ομάδα έμπλεξα με το Θέατρο, το αγάπησα και με αρκετό αυτοσαρκασμό θα πω ότι δεν έγινα εγκληματίας (γέλια) ή τελοσπάντων δεν έμπλεξα με κακές παρέες, όπως φοβόταν η μητέρα μου.

– Ήταν τότε που καταλάβατε τον προορισμό σας; Αργότερα, τελειώνοντας το σχολείο, εγκατέλειψα το παιδικό μου όνειρο να γίνω ορνιθολόγος κι αγόρασα ένα εισιτήριο για τη Μόσχα να δώσω εξετάσεις στο GITIS, τη σημαντικότερη θεατρική ακαδημία της Σοβιετικής Ένωσης. Κι εκεί, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, μπήκα στην καλύτερη τάξη, στο τμήμα σκηνοθεσίας του Αντρέι Γκοντσάρωφ. Το γεγονός ότι ήμουν στην τάξη του και πήρα το δίπλωμα του σκηνοθέτη απ’ αυτόν, μού άνοιξε πολλές πόρτες στη μετα-σοβιετική Λιθουανία. Εκεί ξεκίνησα την καριέρα μου ως σκηνοθέτης στα 22 μου μόλις χρόνια, το 1989. Έπειτα, είχα την τύχη να πάω στην Ιαπωνία και να σπουδάσω θέατρο υπό την επίβλεψη του μεγάλου Ιάπωνα δασκάλου, του ιδιοφυή Ταντάσι Σουζούκι. Συνοψίζοντας, βρέθηκα στο θέατρο χάρη στη μητέρα μου και την ευχαριστώ γι’ αυτό το δώρο!

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό ρίσκο που έχετε πάρει μέχρι τώρα; Σας ευχαριστώ για άλλη μια δύσκολη ερώτηση! Τι να πω; Σε κάθε πρόβα πρέπει να είσαι έτοιμος να ρισκάρεις για να ξεπεράσεις τα όριά σου. Το θέατρο, η τέχνη του θεάτρου, απαιτεί από μας να υπερβαίνουμε κάθε φορά τα όριά μας. Δύσκολο να πω ποιο είναι το μεγαλύτερο ή το μικρότερο ρίσκο. Αν αναλύσουμε πώς αναπνέουμε, θα πνιγούμε. Το ρίσκο είναι μέρος της ζωής μας. Είναι ζωή.

– Ποια είναι η κυριότερη επιρροή σας ως σκηνοθέτης; Τρεις μεγάλοι Δάσκαλοι: ο Λιθουανός Έιμουντας Νεκρόσιους, ο Ρώσος Αντρέι Γκοντσάρωφ, ο Ιάπωνας Ταντάσι Σουζούκι.

– Υπήρξε η τέχνη ευεργετική για τη ζωή σας; Τι να σας πω; Το θέατρο είναι ο τρόπος της ζωής μου, κυριολεκτικά.

– Ποιες παθογένειες του θεάτρου θα θέλατε να εξαλείψετε πρώτα αν είχατε τη δυνατότητα; Πιστεύω ότι οι παθογένειες στο θέατρο πηγάζουν από το πολιτικό προσωπικό της κάθε χώρας, επειδή η τέχνη του θεάτρου, κατά τη δική τους οπτική, δεν είναι κερδοφόρα. Το θέατρο θα ευημερούσε αν οι άνθρωποι που το εποπτεύουν ήταν πιο χορτασμένοι και πιο πνευματικοί, πιο καλλιεργημένοι.

– Πιστεύετε ότι το θέατρο συντονίζεται έγκαιρα με τον κοινωνικό παλμό; Ναι, βέβαια. Το θέατρο είναι η τέχνη που συμβαίνει εδώ και τώρα. Κι ο ηθοποιός κι ο θεατής συνυπάρχουν στο ίδιο εδώ και στο ίδιο τώρα.

– Ποιες άλλοτε αδιαπραγμάτευτες αρχές σας σε σχέση με το θέατρο έχετε αναθεωρήσει; Ίσως μόνο θα μπορούσα να αναφέρω το αίσθημα που έχω πως το να κάνεις σήμερα θέατρο είναι πιο καίριο κι επιτακτικό από ποτέ.

– Γιατί το λέτε αυτό; Ξέρετε, είμαστε πια πολλοί οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον μικρό πλανήτη. Όταν βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα λεωφορείο ασφυκτικά γεμάτο που τρέχει, αναπόφευκτα αρχίζουμε να τσαλαπατάμε ο ένας τον άλλο ή και να σπρώχνουμε. Αρχίζουμε να ενοχλούμαστε, να εκνευριζόμαστε με τους άλλους, να μαλώνουμε, να κάνουμε φασαρία χωρίς κάποιον πραγματικά σοβαρό λόγο. Τις συνέπειες του υπερπληθυσμού τις βιώνουμε οδυνηρά τα τελευταία χρόνια. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναμάθουμε και να εμβαθύνουμε στην τέχνη της συνύπαρξης. Της συνύπαρξης με τον Άλλο, με όλα τα έμβια όντα του πλανήτη. Πιστεύω ότι το θέατρο στις μέρες μας αποκτά νέα σημασία και δύναμη γιατί, περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, είναι η τέχνη της συνύπαρξης!

– Ποια προϋπόθεση θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη για να πορευτεί κανείς στον χώρο αυτό; Το θέατρο βασίζεται στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω πολύ απλά: Ο ποιητής έχει τη μοναξιά του, ένα κομμάτι χαρτί και το μολύβι του. Ο ζωγράφος έχει τον καμβά και το πινέλο του. Εμείς, οι άνθρωποι του θεάτρου έχουμε μονάχα ο ένας τον άλλο. Το όργανο της τέχνης του θεάτρου είναι ο άνθρωπος. Πώς μπορείς να κάνεις θέατρο χωρίς ν’ αγαπάς και να σέβεσαι τον άνθρωπο; Υπάρχει λοιπόν μόνος ένας βασικός κανόνας στο θέατρο: «χωρίς εμένα δεν υπάρχεις και χωρίς εσένα δεν υπάρχω». Και δεν εννοώ μόνο την επικοινωνία, την επαφή των ηθοποιών στις δοκιμές και στην παράσταση, αλλά και την επικοινωνία ηθοποιών και θεατών.

– Ποιο είναι το πρωταρχικό συστατικό στην τέχνη με την οποία καταπιάνεστε; Μια ανθρωπιστική ηθική. Οι ιδέες, η ποίηση, οι εικόνες πρέπει να περνούν μέσα από το φίλτρο αυτής της ηθικής. Κι εμείς, οι άνθρωποι του θεάτρου πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο τι προτείνουμε, τι προσφέρουμε ο ένας στον άλλο και στον θεατή. Στις μέρες μας όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει –ελπίζω, δηλαδή- πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε με το περιβάλλον, ότι χρειάζεται να το σεβόμαστε και να το προστατεύουμε. Το ίδιο θα πρέπει να κάνουμε και με τις ψυχές των ανθρώπων. Να μην πετάμε τα σκουπίδια μας, να τις σεβόμαστε και να τις φροντίζουμε.

– Πιστεύετε ότι το κλίμα της τελευταίας διετίας περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα αδιέξοδα της ανθρωπότητας; Η τελευταία διετία δεν ανέδειξε, κατά τη γνώμη μου, τίποτα που να εμπνέει ομορφιά, παρά μόνο φόβο και παράνοια. Κατά κάποιο τρόπο έκανε εμφανές προς τα πού οδηγούν τον κόσμο. Είναι μια περίοδος αποπροσανατολιστική, υστερική. Στο θέατρο αναδείχτηκαν μεν κάποιες παθογένειες κι έγιναν προσπάθειες να θεραπευτούν, αλλά… Δεν ξεχνάω επίσης ότι στην αρχή αυτής της περιόδου υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι το live-streaming θα υποκαταστήσει το θέατρο. Μια ηλίθια ιδέα. Το θέατρο είναι άνθρωποι μαζί, όχι ο καθένας μπροστά στην οθόνη του. Ειρωνικά, η πανδημία απέδειξε ότι αυτό το ανθρώπινο φαινόμενο, το θέατρο, είναι αναντικατάστατο. Η οθόνη ποτέ δε θα μπορέσει να υποκαταστήσει τη ζωντανή -και, ναι, θνησιγενή!- τέχνη του θεάτρου.

– Πού αποδίδετε τη ροπή της κοινωνίας προς την πόλωση; Θα μετέφραζα αυτό που λέτε με μία σανσκριτική λέξη: Σαμσάρα (Sasāra). Σας υπενθυμίζω την εικόνα του λευκού κήτους που καταδιώκει το μαύρο και αντιστρόφως. Θυμάστε το γνωστό σύμβολο του βουδισμού; Δεν έχει τέλος, απλά εξελίσσεται, μεταμορφώνεται αέναα. Συγχωρέστε με που ίσως γίνομαι πολιτικά μη ορθός, αλλά ακόμα κι ο χάρτης της διχοτομημένης Λευκωσίας μου θυμίζει αυτό το σύμβολο.

INFO: Ο «Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ κάθε Παρασκευή & Σάββατο στις 8.30μ.μ. και Κυριακή στις 6μ.μ. 77772717 , thoc.org.cy