Δεν είναι μόνο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, είναι ένα βιβλίο που μιλάει και για τον έρωτα, αλλά και για την πόλη που «πίστευε σε τρεις θεούς», τη Θεσσαλονίκη.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με την ιστορία των «Μαγεμένων», με τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης, τις συναγωγές στα παζάρια και τα χαμάμ της; Η ίδια η ιστορία της απαγωγής της «Στοάς των Ειδώλων», όπως ονομαζόταν το μνημείο, όταν την πληροφορήθηκα πριν από 7–8 χρόνια. Εντυπωσιάστηκα, κυρίως γιατί μου ήταν εντελώς άγνωστη –όπως συνεχίζει να είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων– και θύμωσα που το «κρύβαμε» σαν κάτι αμελητέο. Όταν αναζήτησα στο ίντερνετ το μνημείο, την ιστορία του και την ιστορία της απαγωγής, το ερωτεύτηκα, το λάτρεψα, το μελέτησα εξονυχιστικά. Η «Στοά των Ειδώλων» ή «Μαγεμένες» ή «Las Incantadas», όπως το αποκαλούσαν οι ισπανόφωνοι Εβραίοι της Σαλονίκης, όπως και η πόλη εκείνη την εποχή –μέσα του 19ου αιώνα– με ενέπνευσαν να γράψω το βιβλίο αυτό. Θεώρησα πως το όφειλα στην Ιστορία και στη γενέτειρα πόλη. Παρόλα αυτά, το βιβλίο δεν είναι μόνο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει και για τον έρωτα, αλλά και για την πόλη που «πίστευε σε τρεις θεούς», τη Θεσσαλονίκη.
Η Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα φαντάζει ιδιαίτερη και μαγευτική λόγω της πολυπολιτισμικότητάς της. Πιστεύετε ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία με τη σημερινή Θεσσαλονίκη; Ασφαλώς. Συνεχίζει να έχει ένα εντυπωσιακά όμορφο θαλάσσιο μέτωπο και πάρα πολλά μνημεία, ενθύμια από τρεις αυτοκρατορίες στις οποίες υπήρξε συμπρωτεύουσα. Συνεχίζει να είναι μαγευτική για τους επισκέπτες και άφιλη για τους κατοίκους της. Όπως συνέβαινε και τότε, η ζωή των ηρώων στο βιβλίο μου είναι σκληρή.
Ποια είναι η αγαπημένη σας φράση στο μυθιστόρημα; «Επιλέγει να την αφήσει να διαλέξει μόνη της» και αφορά τον Νταβίντ και την κόρη του την Αννίκα. Έτσι κι αλλιώς αυτό είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την ελευθερία σε όλες τις μορφές και επίπεδα.
Γιατί υπάρχει και ένας δεύτερος τίτλος στο εξώφυλλο; Σαν φόρος τιμής στους ισπανόφωνους Εβραίους της Σαλονίκης, μέσα σε μια συνοικία των οποίων υπήρχε το μνημείο.
Ποιο είναι το ζητούμενο κάθε φορά που ξεκινάτε να γράφετε ένα βιβλίο; Αυτή τη φορά; Είναι μια έντονα συναισθηματική διεργασία, είναι εικόνες και λέξεις που με κατακλύζουν, ένας έρωτας που με κάνει να θέλω να πέσω μέσα στη φωτιά και να καώ, είναι όνειρα, στιγμές, αιώνες, στο μυαλό μου κυκλοφορούν φράσεις που δεν έχω γράψει ακόμη… Νομίζω πως δύσκολα εκφράζεται με λέξεις. Αν προσπαθήσω να το εκλογικεύσω για να δώσω μια απάντηση, σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να μάθει ο κόσμος για την απαγωγή των «Μαγεμένων». Στο «Παλιά ασήμια» για την ανταλλαγή πληθυσμών. Αλλά νομίζω πως χάνει όταν το λέω έτσι…
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και συστήνετε με ενθουσιασμό; Το «Λίγη ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα (εκδ. Μεταίχμιο).
Πώς επιλέγετε βιβλία; Κυρίως από τον συγγραφέα. Υπάρχουν πολλοί που τους διαβάζω ανελλιπώς. Διαφορετικά, από αυτά που μου συστήνουν άνθρωποι που εμπιστεύομαι το αναγνωστικό τους κριτήριο.
Με ποιον ή ποια συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε; Με τον Καζαντζάκη. Αλλά δεν γίνεται…
Οι Μαγεμένες (Las Incantadas), Εκδόσεις Μεταίχμιο, Μάιος 2017, Επιμέλεια: Ειρήνη Χριστοπούλου, Σελίδες: 528
Μαίρη Κόντζογλου
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες σε τομείς που αντικείμενό τους έχουν την επικοινωνία (μάρκετινγκ, δημόσιες σχέσεις, οργάνωση εκδηλώσεων/συνεδρίων, εκδόσεις). Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας της εταιρείας «Εγνατία Οδός» Α.Ε. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου (2009), Χίλιες ζωές απόψε (2013), καθώς και την τριλογία Οι μεσημβρινοί της ζωής (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Στους ήλιους του έρωτα, Στα φεγγάρια της αλήθειας, Στη γη της αγάπης.