«Ζω μέσα στο μυθιστόρημα, ειδικά όταν περπατώ στους δρόμους της πόλης».

Τι θα διαβάσει κανείς στο νέο σας βιβλίο, «Κρόνακα»; Η ερώτηση είναι κρίσιμη, φοβάμαι όμως ότι απευθύνεται στον αναγνώστη. Δεν το λέω ως ευφυολόγημα. Έχω μεγάλη αγωνία να μάθω τι διάβασε ο καθένας στην «Κρόνακα». Προσώρας, έχω λάβει πολύ συγκινητικά μηνύματα κι ένιωσα ότι το κείμενο έκανε τα πρώτα του βήματα, ότι είπε τα πρώτα του λόγια. Ελπίζω σύντομα να το ρίξει επίσης στο τραγούδι και τον χορό.

Πόσο παρεμβαίνει η δική σας ζωή και τα δικά σας βιώματα στις ιστορίες σας; Κοιτάξτε, η ζωή μου είναι οι ιστορίες μου. Προφανώς και δεν εννοώ μιαν πρόχειρη αυτοβιογραφία, μόνο ένα είδος επεξεργασίας του εαυτού, που θα μου επιτρέψει να διακρίνω στα ασήμαντα συμβάντα του βίου μου την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Έτσι κι αλλιώς, η εργασία μου σημαδεύει στην υπέρβαση των ορίων ανάμεσα σε τέχνη και ζωή –ή λόγο και σάρκα. Δεν με απασχολεί η μυθοπλασία ή η επινόηση, δεν έχω καν φαντασία. Με ενδιαφέρει η απεριόριστη συνάφεια ύλης και πνεύματος, η απόλυτη εναρμόνισή τους στον Εσταυρωμένο. Καταλαβαίνετε ότι μια τέτοια πορεία, αν τελεσφορήσει, θα απολήξει στην ευλαλία της σιωπής, στη μυστική μουσική των πραγμάτων.

Η σχέση σας με τη συγγραφή από πότε ξεκινά; Ίσως ανέκαθεν: Όταν δεν ήξερα γράμματα, γέμιζα διάφορα τετράδια με κάτι μουντζούρες που μοιάζουν με τα σημερινά μου ορνιθοσκαλίσματα. Αυτή η αγωνία να καλύψω τα κενά με οδήγησε στη ζωγραφική, αλλά τα παράτησα στα δώδεκα, όταν διάβασα την αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου. Ήταν ο προσανατολισμός μου. Μην ξεχνάτε ότι το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 1998. Πάνε είκοσι χρόνια.

Και πώς γράφετε κάθε φορά τις ιστορίες σας; Πού βρίσκεστε; Πώς είναι ο χώρος γύρω σας; Δείτε, λοιπόν, με αριθμούς τι τραβάω: Αφιερώνω 10–12 ώρες ημερησίως σε μελέτη, σημειώσεις, σχεδιάσματα και διορθώσεις, επί ένα εξάμηνο –αθροιστικά. Το άλλο εξάμηνο περνά στο κομπιούτερ, στο κείμενο καθαυτό. Σε 10 ώρες προκύπτουν περί τις 8 καλές σελίδες, ίσως και παραπάνω, αν έχω ρέντα. Για να γίνει αυτό, χρειάζομαι 3 καφέδες και 15 τσιγάρα. Μουσική δεν ακούω, ούτε πίνω αλκοόλ, τα αφήνω για το μπαρ ή για τις Κυριακές στην κουζίνα μου. Ο χώρος εργασίας είναι όλο το σπίτι, τα σύνεργα είναι παντού: γραφεία, χάρτες, πίνακες, βιβλία κ.λπ. Πιστέψτε με, ζω μέσα στο μυθιστόρημα, ειδικά όταν περπατώ στους δρόμους της πόλης.

Για ποιο λόγο γράφετε; Πάντα ίδια είναι η απάντησή μου σ’ αυτό, μόνο η διατύπωση αλλάζει, ανάλογα με τα κέφια. Κατά την παρούσα ψυχική μου κατάσταση, θα σας πω ότι γράφω για να γίνω νεκρός, δηλαδή ένας ελεύθερος άνθρωπος: θέλω να νοιάζομαι για τα πάντα, χωρίς να εξαρτώ τη χαρά μου από τίποτα. 

Κυριάκος Μαργαρίτης

Ο Κυριάκος Μαργαρίτης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1982. Παρακολούθησε σπουδές κλασικής και νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Γιωρκής ο Καρπασίτης», το 1998.

Την περίοδο 2001-2011 κυκλοφόρησαν 8 βιβλία του για παιδιά, το τελευταίο εκ των οποίων, με τίτλο «Τα τρύπια τείχη», τιμήθηκε με αναγραφή στον πίνακα White Ravens της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας του Μονάχου. Η συλλογή διηγημάτων «Μικροί ερωτικοί θρήνοι» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη στην Κύπρο το 2002 και ήταν η κυπριακή συμμετοχή για τη λογοτεχνία στη 12η Bienale Νέων Καλλιτεχνών από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο (Νάπολη, 2005).

Ανάμεσα 2006 και 2013 εκδόθηκαν 5 έργα αφηγηματικής μυθοπλασίας, όλα εισαγωγές σε ευρύτερους μυθιστορηματικούς κύκλους, το σώμα των οποίων έμεινε ανέκδοτο ή ανολοκλήρωτο. Τα άρθρα και τα δοκίμιά του, σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, εκκινούν από θέματα όπως η στρατιωτική ιστορία και η θεωρία του μυθιστορήματος, και επιχειρούν μιαν εκβολή στην οντολογία του προσώπου και την ησυχαστική γνωσιολογία της αγάπης.