Η Υφυπουργός Πολιτισμού συμμετείχε σε ημερίδα στην έδρα του ΟΗΕ, στη Γενεύη, για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως ανθρώπινο δικαίωμα

Σε διαθεματική ημερίδα στη Γενεύη με θέμα την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα συμμετείχε την Παρασκευή η Υφυπουργός Πολιτισμού Λίνα Κασσιανίδου.

Η ημερίδα διοργανώθηκε μετά από πρόσκληση από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μετείχαν αντιπρόσωποι κρατών-μελών στον διεθνή οργανισμό, ακαδημαϊκοί, εκπρόσωποι πολιτιστικών φορέων και άλλων διεθνών οργανισμών, με κύριο στόχο να εξεταστούν και να προωθηθούν τα εργαλεία για την προστασία, την αποκατάσταση και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς προωθώντας τον καθολικό σεβασμό των πολιτιστικών δικαιωμάτων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έγκριση του πρώτου ψηφίσματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, επετεύχθη μετά από πρωτοβουλία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Υφυπουργός, σε παρέμβασή της, ανάφερε πως η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως κατοχυρώνεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε διάφορα άλλα διεθνή κείμενα, δεν αποτελεί απλώς πολιτιστική επιταγή, αλλά ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.

«Το πλούσιο ψηφιδωτό της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, σε όλες τις μορφές της, αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας και ποικιλομορφίας» είπε. Ωστόσο, πρόσθεσε η Υφυπουργός, η πολιτιστική κληρονομιά απειλείται όλο και περισσότερο, όχι μόνο από τη φθορά του χρόνου, αλλά και από τις ένοπλες συγκρούσεις, τις φυσικές καταστροφές, αλλά και λόγω της επέλασης της παγκοσμιοποίησης.

Σύμφωνα με το ψήφισμα 49/7 των ΗΕ, στόχος είναι να επιβεβαιώσουμε τη δέσμευσή μας για την προστασία της πολιτιστικής  κληρονομιάς, αλλά και να βελτιώσουμε και να αναπτύξουμε εργαλεία για τη διάδοση μιας προσέγγισης που βασίζεται στο αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, συμπλήρωσε η Λίνα Κασσιανίδου.

Αναφερόμενη στη διαίρεση της Κύπρου, τόνισε ότι αυτή «συνεχίζει να επηρεάζει το δικαίωμα πρόσβασης και απόλαυσης της πολιτιστικής κληρονομιάς». «Από το 1974, ανεκτίμητης αξίας κυπριακές αρχαιότητες από το κατεχόμενο τμήμα έχουν βεβηλωθεί ή διακινούνται παράνομα από αρχαιοκάπηλους» ανέφερε.

«Ο αγώνας για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων μνημείων, τον εντοπισμό και τον επαναπατρισμό των απολεσθέντων αρχαίων αντικειμένων και θρησκευτικών κειμηλίων δεν ήταν ποτέ εύκολος», επισήμανε επίσης, εκφράζοντας τη βούληση της Κυπριακής Δημοκρατίας να σταθεί αρωγός σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις σε σχέση με την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνθήκες κρίσης.

Σύμφωνα με την ίδια, σε περιπτώσεις κρίσης τα εργαλεία πρέπει να περιλαμβάνουν μηχανισμούς ταχείας αντίδρασης και παρέμβασης για την ανάκτηση και αποκατάσταση των κατεστραμμένων μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και την επιστροφή των κλεμμένων πολιτιστικών αντικειμένων.

Επιπλέον, πρόσθεσε, πρέπει να προωθηθεί η ανάπτυξη πλατφόρμας διεθνούς συνεργασίας, διευκολύνοντας την ανταλλαγή γνώσεων και πόρων μεταξύ των εθνών και των επαγγελματιών της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Κλείνοντας, η Υφυπουργός υπογράμμισε πως είναι καθήκον «να διασφαλίσουμε ότι η προστασία, η αποκατάσταση και η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν θα θεωρείται απλώς προαιρετική, αλλά ως απαραίτητο ανθρώπινο δικαίωμα».

«Τα εργαλεία που αναπτύσσουμε δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν μόνο τις πρακτικές πτυχές της διατήρησης, αλλά πρέπει επίσης να συμπυκνώνουν το πνεύμα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, του σεβασμού της διαφορετικότητας και της ανυποχώρητης υπεράσπισης των πολιτιστικών δικαιωμάτων» κατέληξε η Υφυπουργός Πολιτισμού.