Το εμβληματικό κτίριο στο Καρνάγιο της Λεμεσού, ένα αριστούργημα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, μετατρέπεται σ’ έναν σύγχρονο χώρο τέχνης για να υποδεχθεί αρχές Ιουνίου την έκθεση του Cyprus Contemporary Art Center, με τίτλο «Casts of an Island 2024», σε επιμέλεια του συλλέκτη Νίκου Χρ. Παττίχη. Τα εγκαίνια της πιο σημαντικής ίσως έκθεσης σύγχρονης κυπριακής τέχνης που έγινε ποτέ, σηματοδοτούν την αναγέννηση του κτιρίου και την μεταμόρφωση του, μέσα από το νεοσύστατο πολιτιστικό ίδρυμα PSI Foundation, σε μια όαση έμπνευσης και καινοτομίας στην καρδιά της Λεμεσού.

Έναρξη έκθεσης: 02/06/2024

Tρίτη με Σάββατο 11:00 -13:00, 17:00¬ – 22:00 (οι ώρες μπορεί να διαφέρουν)

Tου Dimitri Ozerkov, Exhibition Commissioner εκ μέρους του PSI Foundation

Η Χαρουπιά

Αειθαλές δέντρο, η χαρουπιά μπορεί να φτάσει τα 10 μέτρα σε ύψος και έχει μια πλατιά, πυκνή κόμη. Καλλιεργείται ευρέως στην Κύπρο για τους εδώδιμους καρπούς της από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η χαρουπιά ανθίζει το καλοκαίρι και οι ώριμοι καρποί της φτάνουν μέχρι τα 30 εκατοστά σε μήκος και συλλέγονται πριν στεγνώσουν από τη ζέστη. Με υψηλή διατροφική αξία και γεμάτα ζάχαρη, τα χαρούπια χρησιμοποιούνταν ως ζωοτροφή, αλλά και σε καλλυντικά και φάρμακα. Είχαν επίσης ευρεία χρήση στην παραγωγή φιλμ τον 20ο αιώνα.

Οι σπόροι της χαρουπιάς χαρακτηρίζονται από τη σταθερότητα στο βάρος και το μέγεθός τους, για αυτό και στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν ως πρότυπη μονάδα μέτρησης μάζας, όγκου, έκτασης και αργότερα καθαρότητας μιας ουσίας. Η λέξη “καράτι”, μονάδα μέτρησης για τα κράματα χρυσού, προέρχεται από την ελληνική λέξη “κεράτιον”, που σημαίνει σπόρος χαρουπιάς.

Ως μεσογειακό φυτό, η χαρουπιά ήταν ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα του νησιού και συχνά αποκαλούνταν “Μαύρος Χρυσός της Κύπρου”. Η βρετανική κυβέρνηση κατασκεύασε αποθήκες για την αποθήκευση των χαρουπιών πριν από τη μεταφορά τους σε πλοία μέσω προβλητών. Το διεθνές εμπόριο χαρουπιών κατέρρευσε στην Κύπρο τη δεκαετία του 1960 λόγω πολιτικών αλλαγών και αστάθειας.

Η ιστορία της περιοχής

Η περιοχή Τσιφλικούδια βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του κέντρου της Λεμεσού. Σύμφωνα με ιστορικές αναφορές κατοικείτο από Τούρκους από την αρχή της Οθωμανικής κυριαρχίας στα τέλη του 16ου αιώνα. Αυτό φαίνεται και από το όνομα Τσιφλικούδια, το οποίο προέρχεται από την τουρκική λέξη çiftlik που σημαίνει ένα μεγάλο ιδιωτικό αγρόκτημα με γεωργικές εγκαταστάσεις, οικιστικά κτίρια και έναν μικρό οικισμό για τους χωρικούς. Ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου μεγάλου αγροκτήματος ονομαζόταν çiflikçi. Ο ιδιοκτήτης των Τσιφλικουδιών φέρεται να καλλιεργούσε καπνό, ενώ το χαρούπι παρέμενε ένα από τα κύρια παραδοσιακά προϊόντα που παράγονταν.

Νοτιότερα από τη Λεμεσό, στο Φασούρι, υπήρχε μια κοινότητα Τσερκέζων εποίκων. Εξαναγκασμένοι να αναγνωρίσουν τη ρωσική κυριαρχία στις περιοχές τους το 1829, ξεκίνησαν μια μακρά αντίσταση που διήρκεσε μέχρι το 1864 και κατέληξε στη μαζική τους έξοδο προς το νότο. Η κοινότητα στο Φασούρι λέγεται ότι αποδεκατίστηκε από την ελονοσία, και στη συνέχεια επαναδημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από τον David Slonim, ο οποίος έφτασε στην Κύπρο από την Παλαιστίνη με πτυχία μηχανικού και γεωπόνου. Κατάφερε να καλλιεργήσει την περιοχή – που αποτελούνταν κυρίως από έλη και μαστιζόταν από δυνατούς ανέμους – φυτεύοντας χιλιάδες ευκαλύπτους και κυπαρίσσια, τα οποία υπάρχουν ακόμα στην περιοχή. Λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τις ποικιλίες σουλτανίνας και ότι παρήγαγε εμπορικά γκρέιπφρουτ στην Κύπρο, ενώ τα πορτοκάλια που καλλιεργούσε εξάγονταν, σε μεγάλο βαθμό, στη Βρετανία.

Οι Ελληνοκύπριοι αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν στα Τσιφλικούδια τον 19ο αιώνα. Σταδιακά έγιναν η πλειοψηφία, ενώ ο πληθυσμός των Τουρκοκυπρίων μειώθηκε σημαντικά μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, καθώς πολλοί μετακόμισαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λεμεσού. Ωστόσο, τα Τσιφλικούδια παρέμειναν μια από τις τουρκοκυπριακές συνοικίες της Λεμεσού προτού οι Τουρκοκύπριοι εκτοπιστούν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Μετά το 1974, όλα τα δημοτικά σχολεία, τα γυμνάσια και τα λύκεια μετατράπηκαν σε ελληνοκυπριακά για να καλύψουν τις ανάγκες των προσφύγων Ελληνοκυπρίων που επανεγκαταστάθηκαν στην περιοχή.

Η βιομηχανική ανάπτυξη των Τσιφλικουδιών ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930. Εκεί δημιουργήθηκαν ναυπηγεία για τη συντήρηση ή την κατασκευή μικρών σκαφών. Επιπλέον, ιδρύθηκαν τα πρώτα οινοποιεία του νησιού, μεταξύ των οποίων: ΚΕΟ, ΛΟΕΛ, ΣΟΔΑΠ και ETKO. Ακολούθησαν εργαστήρια χειροτεχνίας και άλλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες λειτούργησαν κατά μήκος της ακτής. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η περιοχή ήταν πλήρως βιομηχανοποιημένη. Αυτό που σήμερα παραμένει μία από τις υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης αντιπροσωπεύει έναν τόπο σημαντικής βιομηχανικής κληρονομιάς στην αρχιτεκτονική της Κύπρου. Πολλά κτίρια ανακηρύχθηκαν διατηρητέα από την κυπριακή κυβέρνηση. Μετά την κατασκευή του Νέου Λιμανιού της Λεμεσού, η πόλη επεξεργάζεται σχέδια για την αναβάθμιση της περιοχής, αναζωογονώντας και εξωραΐζοντας το παραλιακό μέτωπο.

Ένα αριστούργημα του Μοντερνισμού

Σχέδια που φυλάσσονται στο Αρχείο της Λεμεσού παρουσιάζουν τις λεπτομέρειες της βιομηχανικής ανάπτυξης στα Τσιφλικούδια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ένα οικόπεδο κοντά στις εκβολές του ποταμού Γαρύλλη προτάθηκε για την κατασκευή αποθήκης χαρουπιών. Ο σχεδιασμός του νέου κτιρίου ανατέθηκε, από τον Συνεταιρισμό Διανομής Χαρουπιών Λεμεσού, στους Ανδρέα Παπαδόπουλο (1922-2009) πολιτικό μηχανικό και Φοίβο Πολυδωρίδη (1926-2019), αρχιτέκτονα. Μαζί διηύθυναν το τεχνικό γραφείο «Τέκτων». Η κατασκευή ανεγέρθηκε από τον εργολάβο Χρίστο Χριστίδη το 1961.

Μια τυπική αποθήκη χαρουπιών, κοντά στην ακτή, στην Κύπρο συνήθως αποτελείται από ένα ισόγειο, ορθογώνιο κτίριο. Αυτή η παράδοση ακολουθήθηκε και από το γραφείο «Τέκτων». Η βιομηχανική κατασκευή των 1.500 τ.μ. σχεδιάστηκε ως ένα καθαρά χρηστικό κτίριο, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από κομψότητα. Το οπλισμένο σκυρόδεμα ήταν ένα σχετικά νέο και ακριβό υλικό στην Κύπρο. Για να ελαχιστοποιήσει τη χρήση του, ο μηχανικός επέλεξε την παραβολική μορφή προκειμένου να μειώσει τα πλευρικά φορτία από τις στοίβες των τεμαχισμένων χαρουπιών. Η παράδοση των χαρουπιών στο κτίριο γινόταν μέσω του κεντρικού του άξονα.

Στην πλευρά της πρόσοψης του κτιρίου προσαρτάται ένας πύργος που στεγάζει έναν κατακόρυφο μεταφορέα για την πρώτη ύλη που περιβάλλεται από ένα κλιμακοστάσιο. Το υλικό φορτωνόταν σε ένα λάκκο στη βάση του πύργου και μεταφερόταν άμεσα στην κορυφή του. Εκεί, επαναφορτωνόταν σε μια αλυσίδα μεταφοράς που διέσχιζε ολόκληρη την άνω στοά, επιτρέποντας στο υλικό να διανέμεται φυσικά σε ολόκληρη την έκταση του κτιρίου κατά μήκος του κεντρικού του άξονα. Η στοίβα ξεκινούσε από το κέντρο και επεκτεινόταν μέχρι τους τοίχους. Το ημικυκλικό σχήμα του κτιρίου αντανακλά με επιτυχία το φυσικό σχήμα της στοίβας, με αποτέλεσμα ολόκληρος ο όγκος να γεμίζει σχεδόν χωρίς υπολείμματα. Οι πύλες στην κύρια και τις πλευρικές όψεις άνοιγαν μόνο κατά την εκφόρτωση. Ο εκλεπτυσμένος σκελετός του κτιρίου αποτελείται από 16 παραβολικά τόξα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Τα τόξα κατασκευάστηκαν επί τόπου και συναρμολογήθηκαν ανά ζεύγη στην τελική τους θέση με τη βοήθεια σκαλωσιών. Τα φέροντα τμήματα μεταξύ τους δημιουργήθηκαν από προκατασκευασμένες πλάκες σκυροδέματος. Η μορφή της κύριας πρόσοψης θυμίζει ένα ανεστραμμένο ελληνικό «ψ». Έτσι, ο Παπαδόπουλος δεν πέτυχε μόνο τη δημιουργία μιας ισχυρής και αντισεισμικής δομής, αλλά και μιας πρωτότυπης και όμορφης κατασκευής.

Ο μεγαλοπρεπής εσωτερικός χώρος, με κεντρικό ύψος 14 μέτρων, θυμίζει νεογοτθικό καθεδρικό ναό. Τα υπόστεγα του Luigi Nervi, καθώς και η Salina di Volterra έρχονται στο μυαλό όταν προσπαθεί κανείς να βρει αρχιτεκτονικά παραδείγματα για την αποθήκη στα Τσιφλικούδια. Άλλες αναφορές βρίσκονται στη γερμανική βιομηχανική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1940. Ωστόσο, το κτίριο του Παπαδόπουλου φέρει έναν μοναδικό χαρακτήρα που το καθιστά εξαιρετικό μνημείο του Κυπριακού Μοντέρνου Κινήματος.

Τα μέσα του 20ου αιώνα αποτέλεσαν καθοριστική στιγμή για την Κύπρο. Η χώρα γνώρισε σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές και στη συνέχεια την ανεξαρτητοποίησή της από τη Βρετανία το 1960. Το Μοντέρνο Κίνημα στην αρχιτεκτονική και ο Μπρουταλισμός, λειτούργησαν ως σύμβολο ελευθερίας και ραγδαίου εκσυγχρονισμού. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ανεγέρθηκαν πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που διαμόρφωσαν τις πόλεις της χώρας. Ο αρχιτέκτονας Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης (1920-1993), εξέχουσα μορφή του Κυπριακού Μοντερνισμού, διάσημος για την ποιητική απλότητα και καθαρότητα των κτιρίων του, ίσως γνώριζε την Αποθήκη Χαρουπιών. Ένα από τα σημαντικότερα κτίριά του, η εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα και του Αγίου Μακαρίου στη Λευκωσία (μέσα δεκαετίας 1970), εμβληματικό δείγμα της κυπριακής μοντέρνας αρχιτεκτονικής, ακολουθεί και αναπτύσσει περαιτέρω τη μηχανική πρόταση του Παπαδόπουλου που υλοποιήθηκε στην Αποθήκη Χαρουπιών. Όλα αυτά την καθιστούν ένα από τα σημαντικότερα μνημεία στην ιστορία του Κυπριακού Μοντέρνου Κινήματος.

Η περίοδος κατά την οποία το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ενεργά ήταν σύντομη, καθώς το εμπόριο χαρουπιών διακόπηκε λίγο μετά την ολοκλήρωσή του. Στα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως αποθήκη και βαθμιαία υπέστη τις φθορές των φυσικών φαινομένων. Το 2014, η Αποθήκη Χαρουπιών στη Λεμεσό συμπεριλήφθηκε στα 100 Εξέχοντα Έργα του Κυπριακού Μοντερνισμού. Το 2024, το μη κερδοσκοπικό PSI Foundation ιδρύθηκε στη Λεμεσό με αποστολή την υποστήριξη και ανάπτυξη της τέχνης στην Κύπρο με έμφαση στη σχέση της με την τεχνολογία, καθώς και τη μελέτη και διάσωση του κτιρίου της αποθήκης ως σημαντικού μνημείου βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.

Ανδρέας Παπαδόπουλος

Γιος αρτοποιού, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 12 Ιουνίου 1922. Φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Λεμεσού, όπου ξεχώρισε για τις επιδόσεις του, και έπειτα στην ηλικία των 17, μετακόμισε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο πόλεμος όμως τον έφερε πίσω στην Κύπρο. Η άπταιστη γνώση των αγγλικών, που είχε αποκτήσει από τα μαθητικά του χρόνια διαβάζοντας τον «Ιβανόη» του Walter Scott, του επέτρεψαν να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός εξ αποστάσεως στο Βρετανικό Ινστιτούτο Μηχανικής Τεχνολογίας του Λονδίνου. Απέκτησε το δίπλωμά του σε τέσσερα χρόνια και ξεκίνησε να εργάζεται ως τεχνικός βοηθός στο Τμήμα Δημοσίων Έργων στη Λεμεσό. Το 1946, η επιθυμία του για σπουδές τον έφερε ξανά στην Αθήνα, όπου πέρασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Μετά το δεύτερο πτυχίο του στην Υδραυλική και Διαχείριση Υδάτων, που απέκτησε το 1951, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως είχε σχεδιάσει.

Παρέμεινε στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός, συγκεκριμένα στον σχεδιασμό υδροηλεκτρικών και αρδευτικών συστημάτων για τα φράγματα στον Πηνειό της Ηλείας και στον Ταυρωπό. Ανέλαβε επίσης μια υδρολογική έρευνα και τον έλεγχο άρδευσης για μία σειρά νέων κατασκευών στον ποταμό Ευφράτη στο Ιράκ. Επιστρέφοντας στην Κύπρο το 1954, ξεκίνησε να αναλαμβάνει έργα στην πατρίδα του, όπου παρείχε συμβουλές και στο τοπικό Γραφείο Μηχανικών. Πέρα από τις γνώσεις του στην υδραυλική, η εμπειρία του απαιτούσε άριστη κατανόηση του οπλισμένου σκυροδέματος, του νέου και περιζήτητου υλικού των μεταπολεμικών κατασκευών. Ακολουθώντας τη βιβλιογραφία της εποχής του, συνέχισε την επιμόρφωσή του μέσα από τα βιβλία.

Ανδρέας Παπαδόπουλος

Στο γραφείο του είχε πάντα διαθέσιμες διάφορες δημοσιεύσεις, όπως το «Il Cemento Armato» του Luigi Santarella, το «The Fabric of Modern Buildings» του E. G. Warland, το «The Design of Shells» του Albin Chronowicz, και το «Barrel Vault Roofing» της Twisteel Reinforcement Ltd., το οποίο πραγματευόταν τη χρήση θόλων από οπλισμένο σκυρόδεμα.

«Έλληνας στην εθνικότητα, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των Κυπρίων», όπως αυτοπεριγραφόταν στα 30 του χρόνια, ξεκίνησε επίσης και την πολιτική του δράση στην Κύπρο, με στόχο την ανεξαρτησία του νησιού.

Τον Δεκέμβριο του 1956 συνελήφθη από τους Βρετανούς και φυλακίστηκε στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, όπου παρέμεινε μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1959. Ο φίλος και συνάδελφός του, αρχιτέκτονας Φοίβος Πολυδωρίδης, τον επισκεπτόταν συχνά και του μετέφερε σχέδια για υπολογισμούς και μελέτες, ώστε να συνεχίσουν να συνεργάζονται.

Ένα από τα πρώτα αποτελέσματα της συνεργασίας τους ήταν το εργοστάσιο της Coca-Cola στη Λεμεσό, το οποίο ανατέθηκε από ιδιώτη εργολάβο. Το συγκρότημα περιλάμβανε τον κύριο χώρο με την εντυπωσιακή καμάρα από οπλισμένο σκυρόδεμα, σχεδιασμένη από τον Παπαδόπουλο. Ονόμασαν το γραφείο τους «Τέκτων». Η αποθήκη χαρουπιών αποτέλεσε το αποκορύφωμα της συνεργασίας τους.

Φοίβος Πολυδωρίδης

Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, ο Παπαδόπουλος εξελέγη βουλευτής με το Πατριωτικό Μέτωπο στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού. Ωστόσο, πριν από την πρώτη συνεδρίαση της Βουλής, στις 16 Αυγούστου 1960, διορίστηκε Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων στην Κυβέρνηση του πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’.

Μετά την παραίτησή του στις 20 Απριλίου 1966, ο Παπαδόπουλος ανέλαβε το ρόλου Αρχιμηχανικού στο φράγμα της Γερμασόγειας, ένα σημαντικό χωμάτινο έργο ύψους 50 μέτρων κοντά στη Λεμεσό που ολοκληρώθηκε το 1968. Τα επόμενα χρόνια, ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό και την επίβλεψη έργων στην Κύπρο, το Σουδάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ο Παπαδόπουλος απεβίωσε στη Λεμεσό το 2009.

PSI Foundation

PSI Foundation

Με έδρα τη Λεμεσό, το PSI Foundation αναλαμβάνει ένα ταξίδι αλλαγής για να υποστηρίξει και να καλλιεργήσει το ακμάζον καλλιτεχνικό τοπίο της Κύπρου, αξιοποιώντας τη δύναμη της τεχνολογίας με στόχο να οδηγήσει τη δημιουργικότητα σε νέα ύψη.

Η αποστολή του είναι απλή αλλά σημαντική: Να υπερβεί τα παραδοσιακά όρια της τέχνης, προωθώντας την άψογη ενοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης με την επιστημονική εξερεύνηση. Στον πυρήνα των προσπαθειών του βρίσκεται η δέσμευση για την καλλιέργεια της δυναμικής σχέσης μεταξύ τέχνης και τεχνολογίας, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η δημιουργικότητα ανθεί παράλληλα με την πρωτοποριακή έρευνα και καινοτομία.

Κεντρικό στοιχείο του οράματός του είναι η καλλιέργεια διαλόγου μεταξύ της σύγχρονης τέχνης και της τεχνολογία, εισάγοντας πρωτοποριακές πρωτοβουλίες που διευρύνουν τα όρια και των δύο πεδίων. Μέσα από επιμελημένες εκθέσεις, συνεργατικά έργα και δημιουργικές συναντήσεις, προσπαθεί να αμφισβητήσει αντιλήψεις και να πυροδοτήσει συζητήσεις σχετικά με τη σύγκλιση τέχνης και τεχνολογίας, εμπνέοντας το κοινό να εξερευνήσει νέους τομείς δυνατοτήτων.

Στο πλαίσιο της αφοσίωσής του στην ανάδειξη του πλούσιου καλλιτεχνικού τοπίου της Κύπρου, το PSI Foundation υποστήριξε με υπερηφάνεια το Κυπριακό Εθνικό Περίπτερο στην 60η Μπιενάλε Βενετίας, παρουσιάζοντας την ευφυΐα και το ταλέντο της Κύπρου στη διεθνή σκηνή το 2024.

Τον Απρίλιο φιλοξένησε ένα networking event σε συνεργασία με την European Media Art Platform και το NeMe Art Center όπου συνάντησε εκπροσώπους 40 μη κυβερνητικών πολιτιστικών ιδρυμάτων της Κύπρου.

Το καλοκαίρι φιλοξενεί την έκθεση “Casts of an Island 2024”, μια μεγάλη έκθεση σύγχρονης κυπριακής τέχνης. Με την επιμέλεια του Νίκου Χρ. Παττίχη, χρηματοδοτείται από το PSI Foundation και λειτουργεί ως καταλύτης για διάλογο και προβληματισμό, ενθαρρύνοντας το κοινό να εξετάσει τις βαθιές επιπτώσεις της τεχνολογίας στο καλλιτεχνικό τοπίο και το αντίστροφο. Επιπλέον, η έκθεση αυτή στοχεύει να αναδείξει την ταυτότητα της κυπριακής τέχνης μέσα στο σύγχρονο γεωπολιτικό πλαίσιο. Επιδιώκει να φωτίσει την μοναδική πολιτιστική κληρονομιά και την καλλιτεχνική φωνή της Κύπρου μέσα στην πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου.

Πρόκειται για την πρώτη έκθεση που πραγματοποιεί το PSI στην πρώην Αποθήκη Χαρουπιών Λεμεσού. Προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να εξερευνήσετε το εσωτερικό αυτού του βιομηχανικού αριστουργήματος, δίνοντας νέα πνοή σε αυτό το αγαπημένο αρχιτεκτονικό στολίδι και πυροδοτώντας συζητήσεις για τη διατήρηση και την προσαρμοστική επανάχρησή του. Καθώς οι επισκέπτες θα διασχίζουν τον εκθεσιακό χώρο, καλούνται να προβληματιστούν πάνω στην ιστορική σημασία αυτής της εμβληματικής δομής και να οραματιστούν τον πιθανό ρόλο της στη διαμόρφωση του μελλοντικού πολιτιστικού τοπίου της Κύπρου.

Το PSI Foundation παρουσιάζει επίσης αρκετά αρχιτεκτονικά σχέδια που ανατέθηκαν ειδικά για την περίσταση, ως πρόσκληση σε διάλογο σχετικά με το μέλλον και τη πιθανή μεταμόρφωση του ιστορικού κτιρίου σε έναν σημαντικό πολιτιστικό κόμβο για την πόλη. Αυτά τα έργα λειτουργούν ως εννοιολογικά πλαίσια, προσφέροντας καινοτόμες ιδέες και οράματα για την προσαρμοστική επανάχρηση και αναζωογόνηση της παλιάς Αποθήκης Χαρουπιών Λεμεσού. Παρουσιάζοντας διαφορετικές αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις και σχεδιαστικές αντιλήψεις, το Ίδρυμα PSI ενθαρρύνει τον διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, προωθώντας ένα συλλογικό όραμα για το μέλλον αυτού του εμβληματικού χώρου.