Αποστολή: Βρυξέλλες

Το Βραβείο Κοινού LUX, η ευρωπαϊκή ατζέντα, η «παρεξηγήσιμη» εγγύτητα και θεμελιώδη δικαιώματα που τίθενται ξανά εν αμφιβόλω.

Με τα καλλιτεχνικά κριτήρια να μην υποτιμούνται απαραίτητα, το Ευρωπαϊκό Κινηματογραφικό Βραβείο Κοινού LUX είθισται να αποτυπώνει τα «έντονα γράμματα» της ευρωπαϊκής ατζέντας της περιόδου. Ο θεσμός, που το Ευρωκοινοβούλιο θέσπισε το 2007 και προσπαθεί συνεχώς να τον εξελίσσει και να τον καταξιώσει, δεν θα μπορούσε να απέχει από τα «καυτά ζητήματα» που απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες, μαζί με τις ανάλογες πολιτικές.

Εκτός από το γεγονός ότι φέτος για πρώτη φορά αυξήθηκαν οι υποφήφιες ταινίες από τρεις σε πέντε, σε μια προσπάθεια να αποτυπωθεί η άνθιση του ευρωπαϊκού σινεμά, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού το Ευρωκοινοβούλιο διοργάνωσε και ειδική τελετή για την απονομή –που μέχρι τώρα αποδιδόταν παράλληλα στο πλαίσιο μιας προγραμματισμένης Ολομέλειας. Και μάλιστα στις Βρυξέλλες, αντί για το Στραβούργο.

Από το 2020 και τη μετατροπή του πλέον σε βραβείο κοινού, ο θεσμός απολαμβάνει την πιο στενή εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αλλά και τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του δικτύου Europa Cinemas. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην εκδήλωση στη βελγική πρωτεύουσα παρέστησαν και μίλησαν τόσο ο Πρόεδρος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ο Ιρλανδός παραγωγός Μάικ Ντάουνι, όσο και ο Διευθύνων Σύμβουλος, ο Ολλανδός παραγωγός Ματάις Βούτερ Κνολ. Ο πρώτος έχει μάλιστα και την ιδιότητα του Επίτιμου Προέδρου της επιτροπής επιλογής του Βραβείου Κοινού LUX.

Ο νικητής αναδεικνύεται από έναν συνδυασμό ψήφων κατά 50% από το κοινό και κατά 50% από τα μέλη Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υποβλήθηκαν 45000 βαθμολογίες στη σχετική πλατφόρμα, αριθμός ρεκόρ στη σύντομη ιστορία της νέας διαδικασίας. Το υπόλοιπο μισό αποτέλεσμα διαμόρφωσαν οι ψήφοι των 360 από τους 705 ευρωβουλευτές. Μπορεί αυτή η εκτεταμένη «αποχή» να αφήνει μια φευγαλέα αίσθηση υποεκτίμησης του βραβείου από τον ίδιο τον θεσμοθέτη του, δεν παύει όμως η όλη διαδικασία να λειτουργεί ως λυδία λίθος για την ανίχνευση των ροπών της νέας ατζέντας της ΕΕ. Ούτως ή άλλως, ο θεσμός αποσκοπεί στην ανάδειξη ταινιών που συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση πάνω σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.

Υπό αυτό το πρίσμα, στις εγκαταστάσεις του ευρωκοινοβουλίου τα προγνωστικά για τον τελικό νικητή είχαν αρχίσει να αποτυπώνονται αρκετές ώρες πριν την απονομή. Ισχύει φυσικά και το αντίστροφο: γνωρίζοντας εδώ και μέρες τον νικητή, οι υψηλά ιστάμενοι είχαν το περιθώριο να στρέψουν τη συζήτηση στην ημερίδα που προηγήθηκε, στις συζητήσεις αλλά και στις παρεμβάσεις τους, πάνω στο «καυτό» θέμα των πτυχών του συμπεριληπτικού τρόπου ζωής που ευαγγελίζεται η Ένωση, πάνω στις δράσεις κατά των διακρίσεων και των στερεοτύπων, καθώς επίσης κατά της παραπληροφόρησης και του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πάνελ της πρωινής συζήτησης με θέμα «Η πρόκληση των διακρίσεων σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία» βρέθηκε μεταξύ άλλων η Ιρλανδή ευρωβουλεύτρια Μαρία Γουόλς, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΕΚ, καθώς επίσης ακτιβίστρια και ανοιχτά ομοφυλόφιλη και η ίδια.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το μεταναστευτικό δεν βρίσκεται πλέον και τόσο ψηλά όσο νομίζουμε στην ευρωπαϊκή ατζέντα ή τουλάχιστον η συζήτηση γύρω από αυτό. Η Ευρώπη, ο «τόπος ελπίδας» όπως τη χαρακτήρισε η αντιπρόεδρος του ΕΚ Έβελιν Ρέγκνερ, προτιμά να το κρύβει κάτω από το χαλί. Με σπαραγμό ή αδιαφορία, μικρή σημασία έχει τη στιγμή που βυθίζεσαι στον πάτο της Μεσογείου. Ακόμη και για το δράμα του ουκρανικού λαού δινόταν η αίσθηση ότι έχει κάπως καταλαγιάσει το ενδιαφέρον.

Οι τρεις από τις πέντε υποψήφιες ταινίες, άλλωστε, το «Close» του Λούκας Ντοντ, οι «Μέρες Ξηρασίας» του Εμίν Αλπέρ και το «Will-o’-the-Wisp» του Ζοάο Πέντρο Ροντρίγκες εκκινούν ή περιφέρονται γύρω από τη προαναφερθείσα θεματική. Όμως καμία δεν το κάνει πιο χαρακτηριστικά αυτό από την ταινία που έλαβε τελικά και το βραβείο για το 2023: το «Close». Πάντως, το μεγάλο προνόμιο του LUX δεν είναι η διάκριση καθαυτή αλλά η ευκαιρία που δίνεται στις υποψήφιες ταινίες να υποτιτλιστούν στις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ και να προσεγγίσουν το ευρύ κοινό μέσω των 500 και πλέον δωρεάν προβολών σε όλη την επικράτεια. Υπό αυτή την έννοια, οι τρεις προαναφερθείσες ταινίες, καθώς και οι ταινίες «Οι Ροδακινιές του Αλκαράς» της Κάρλα Σιμόν και «Το Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Έστλουντ, έχουν ήδη θριαμβεύσει. Κι αν μιλάμε από καλλιτεχνικής σκοπιάς, δικαίως.

«Οι ταινίες αυτές φωτίζουν τις ανησυχίες των καιρών μας και εμπνέουν θετική αλλαγή και δράση. Μέσα από τη δύναμη της αφήγησης, μάς ενώνουν και θίγουν το ζήτημα της ελεύθερης έκφρασης, της αξιοπρέπειας και του αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας και της διαφθοράς» ανέφερε σχετικά η Πρόεδρος του σώματος Ρομπέρτα Μετσόλα. «Έτσι, μας θυμίζουν ότι ο κόσμος μας, όσο διεκδικεί ακόμη τη δικαιοσύνη και την ισότητα, δεν έχει τελειοποιηθεί». Από την πλευρά της, η Αυστριακή αντιπρόεδρος Έβελιν Ρέγκνερ, υπεύθυνη για το LUX, δεν έπαψε να επαναλαμβάνει πόσο σημαντικό και ισχυρό εργαλείο για τη δημοκρατία είναι ο κινηματογράφος και να επισημαίνει τον θεμελιώδη ρόλο που έχει παίξει ο πολιτισμός στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Σε κάθε περίπτωση, την πιο τολμηρά πολιτική παρέμβαση ενώπιον του Ημικυκλίου έκανε ο Τούρκος σκηνοθέτης Εμίν Αλπέρ, ενθαρρυμένος και από την εμπορική επιτυχία που γνώρισε η ταινία του στην Τουρκία. Ο Αλπέρ άσκησε δημόσια μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο κριτική στην «κλιμακούμενη απολυταρχία» στην πατρίδα του. «Η κρατική προπαγάνδα έχει τεράστια δύναμη» σημείωσε κι έκανε λόγο για έναν πολιτικό εφιάλτη που εκδηλώνεται με την καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Επεσήμανε επιπλέον ότι είναι παγκόσμιο φαινόμενο να βλέπουμε διεφθαρμένες απολυταρχικές φιγούρες να γίνονται πολύ δημοφιλείς, της Ευρώπης μη εξαιρουμένης. Στην έκκλησή του, υπογράμμισε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα γιατί το μέλλον για την Τουρκία και την Ευρώπη προδιαγράφεται ζοφερό και θεμελιώδη κεκτημένα δικαιώματα θα τεθούν σε κίνδυνο.

Ο μεγάλος νικητής, Λούκας Ντοντ, στην επίσημη ομιλία του ενώπιον του Ημικυκλίου χειροκροτήθηκε όταν εξέφρασε τη στήριξη των συντελεστών του «Close» στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παραπέμψει την Ουγγαρία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, αλλά και όταν ζήτησε από την Κομισιόν να αναλάβει ανάλογη δράση και εναντίον της Ιταλίας και της πρωθυπουργού Μελόνι.

Να ξεμάθουμε τα στερεότυπα

Ο αποθαρρυντικός κόμπος στο λαιμό του υπερταλαντούχου και συμπαθούς 32χρονου Βέλγου σκηνοθέτη Λούκας Ντοντ όταν ρωτήθηκε πώς αισθάνεται για το γεγονός ότι η προβολή της ταινίας του διακόπηκε στη Σόφια και τη Βάρνα, είπε πολλά. Την ερώτηση απηύθυνε ένας συντονιστής φεστιβάλ από τη Βουλγαρία στη διάσκεψη τύπου μετά την απονομή. «Νομίζω ότι ένιωσα ένα είδος ευθύνης για την ασφάλεια των θεατών που πήγαν να δουν την ταινία μου» παραδέχτηκε ο Ντοντ αρκετή ώρα αργότερα, όταν ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του.

Πώς όμως μια ταινία που αναφέρεται στην αθώα τρυφερότητα και τη στενή φιλία μεταξύ δύο αγοριών έφτασε να λοιδορείται από φανατικούς υποκινητές ομοφοβικών ξεσπασμάτων;

«Τα περιστατικά αυτά μάς έκαναν να αναλογιστούμε τη ριζοσπαστικότητα της ταινίας μας, κάτι που αρχικά δεν είχαμε στο μυαλό μας» είχε πει προηγουμένως ο Ντοντ. «Πάντα τη θεωρούσα μια τρυφερή και ήπια ταινία, αλλά προφανώς τελικά πυροδοτεί και θυμό. Γι’ αυτό βρίσκω απίστευτα θεραπευτικό το να παραλαμβάνω σήμερα αυτό το βραβείο εκ μέρους τόσων πολλών εκπροσώπων του ευρωπαϊκού κοινού». Ο ίδιος πρόσθεσε πως «το γεγονός ότι τόσοι πολλοί Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον κινηματογράφο μας, το θεωρώ μεγάλο κίνητρο για να επιστρέψουμε τώρα στο γραφείο μας και να καθίσουμε εκεί για τρία χρόνια και απλώς να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον πριν γράψουμε, προτού προσπαθήσουμε να φτιάξουμε ξανά μια γέφυρα επικοινωνίας με το κοινό και να πούμε κάτι ενδιαφέρον σε όλους σας».

Με τον Λούκας Ντοντ φανερά ταραγμένο, να δυσκολεύεται να αρθώσει λέξη, στον Βούλγαρο επισκέπτη είχε απαντήσει ο συν-σεναριογράφος του «Close» Άντζελο Τάισενς. «Ριζοσπαστικό είναι να προσπαθείς να μιλήσεις για πράγματα για τα οποία συχνά δεν βρίσκεις λόγια» είπε, τονίζοντας ο φόβος και η απόρριψη των στοιχείων που ενώνουν τους ανθρώπους, είτε πρόκειται για τη φιλία, είτε για την οικειότητα, είτε για τον έρωτα,  συχνά οδηγεί στη βία. «Νομίζω ότι αυτό που άγγιξε η ταινία μας είναι το κοινό συναίσθημα ότι δεν μπορούμε πάντα να εκφράσουμε το πώς νιώθουμε, επειδή υπάρχει μια κοινωνία που μάς ελέγχει και μας υποδεικνύει να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με συγκεκριμένους τρόπους. Μέσω της αφήγησης, μπορούμε να θέσουμε ερωτήματα και να προσκαλέσουμε ευγενικά τους ανθρώπους να ξεμάθουν τα στερεότυπα. Τα παιδιά ξέρουν απλώς ότι μεγαλώνουν και αισθάνονται την πίεση μιας κοινωνίας γύρω τους, μαθαίνοντας να θωρακίζονται αντί να είναι ευάλωτα. Πιστεύω λοιπόν ότι η ευαλωτότητα είναι κατά κάποιον τρόπο μια υπερδύναμη που πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά».

Όταν ο Λούκας Ντοντ ανέκτησε την ψυχραιμία του, ήταν λάβρος. «Κατάλαβα πρόσφατα ότι η αφετηρία και για τις δύο ταινίες που έχω κάνει ήταν πάντα ο θυμός. Ένας θυμός απέναντι σε κάτι που νιώθαμε ότι δεν ήταν σωστό. Όταν όμως δημιουργούμε προσπαθούμε να μην παρασυρόμαστε από τον θυμό, αλλά να βρισκόμαστε στη βάση της σκέψης ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι καλοί και χρειάζεται να δούμε την ευρύτερη εικόνα αντί να αντιδράμε με βία ή επιθετικότητα. Φυσικά θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το άδικο, αλλά ελπίζουμε ότι αυτό το καταφέρνουμε με κομψό και τρυφερό τρόπο. Έχω κατανοήσει πια πόσο ριζοσπαστική μπορεί να είναι η τρυφερότητα, όπως και η ανάγκη να είσαι πολιτικός σε κάθε έκφανση της ζωής σου.»

Στη δική του παρέμβαση, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Μάικ Ντάουνι εξέφρασε την άποψη ότι η διοργάνωση περνά το μήνυμα πως ο κινηματογράφος είναι πραγματικά ζωντανός και ότι η η Ευρώπη είναι ο μοχλός της παγκόσμιας δημιουργικότητας και της πολιτιστικής βιομηχανίας. Αναφερόμενος στις ταινίες, είπε ότι κομίζουν φρέσκες, έξυπνες και προοδευτικές ιδέες στη δημόσια συζήτηση, σε έναν κόσμο όπου μετά την πανδημία χρειάζεται να ξαναχτίσουμε την κινηματογραφική μας κουλτούρα. «Αυτή η διαδικασία είναι μια ψήφος υπέρ της δημοκρατίας, της πολυφωνίας και της διαφορετικότητας στην Ευρώπη. Και περνά το μήνυμα ότι λέμε όχι στο μίσος. «Δεν χρειαζόμαστε το μίσος σας. Δεν είναι μέρος της ευρωπαϊκής ιδέας και είναι υπέροχο που αυτό εκφράστηκε στο Ημικύκλιο του Ευρωκοινοβουλίου».

Σε κατοπινή του παρέμβαση, ο Ντάουνι τόνισε ότι ίσως δεν πρέπει να δίνουμε τόση δύναμη στους μισάνθρωπους, γιατί αποτελούν απλώς μια μειοψηφία. Οι παριστάμενοι συμφώνησαν τονίζοντας ότι πράγματι οι άνθρωποι που κραυγάζουν συνήθως είναι οι πιο ορατοί. «Κι εμείς με τις ταινίες μας υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι δεν πρέπει να δίνουμε βάση σε φανατικούς και σε υποκινητές μίσους, αλλά στους ανθρώπους που αναζητούν τον εαυτό τους και προσπαθούν για το καλύτερο» είπε καταληκτικά ο Λούκας Ντοντ.

Ελεύθερα, 9.7.2023