Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Πολ Όστερ, ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 77 ετών. 

Ο Όστερ, συγγραφέας 34 βιβλίων μεταξύ των οποίων και η περίφημη «Τριλογία της Νέας Υόρκης», πέθανε λόγω επιπλοκών από καρκίνο του πνεύμονα, επιβεβαίωσε στον Guardian η φίλη και συνάδελφός του συγγραφέας Τζάκι Λίντεν.

Έγινε γνωστός τη δεκαετία του 1980 με τη μεταμοντέρνα αναβίωση του νουάρ μυθιστορήματος και για την «υψηλά στυλιζαρισμένη, ιδιόρρυθμα αινιγματική μεταμοντερνιστική μυθοπλασία του, στην οποία οι αφηγητές σπανίως είναι αναξιόπιστοι και το θεμέλιο της πλοκής αλλάζει συνεχώς» έγραψε η μυθιστοριογράφος Τζόις Κάρολ Όουτς το 2010.

Οι ιστορίες του συχνά παίζουν με θέματα σύμπτωσης, τύχης και μοίρας. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του είναι οι ίδιοι συγγραφείς και το έργο του είναι αυτοαναφορικό, με χαρακτήρες από πρώιμα μυθιστορήματα να εμφανίζονται ξανά σε μεταγενέστερα.

Ο Πολ Μπέντζαμιν Όστερ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ στις 3 Φεβρουαρίου 1947. Ήταν µέλος της Αµερικανικής Ακαδηµίας Τεχνών και Γραµµάτων και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του είναι «Η Τριλογία της Νέας Υόρκης» (1987), «Το Παλάτι του Φεγγαριού» (1989), «Ο Ίλιγγος» (1994), «Το Βιβλίο των Ψευδαισθήσεων» (2002), «Αόρατος» (2009) και «4 3 2 1» (2017). Ήταν επίσης ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.

Γεννήθηκε από εβραίους γονείς πολωνικής καταγωγής, τον Σάμουελ και την Κουίνι. Πήγε σχολείο στο Μέιπλγουντ και αποφοίτησε από το Λύκειο Columbia High. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μετά το τέλος των σπουδών του και αφού μπάρκαρε για κάποιο χρονικό διάστημα με δεξαμενόπλοιο, πήγε στη Γαλλία όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη σύγχρονων Γάλλων ποιητών. Όλο αυτό το διάστημα έγραφε κυρίως ποιήματα, που όμως δεν κατάφερε να δημοσιεύσει. Το 1974 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και έπιασε δουλειά σ’ έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο, ως υπεύθυνος των μεταφράσεων από τα γαλλικά. Αυτή την εποχή δημοσιεύει ορισμένα από τα ποιήματά του και μεταφράσεις Γάλλων συγγραφέων, όπως των Στεφάν Μαλαρμέ και Ζοζέφ Ζουμπέρ.

Ήταν παντρεμένος με τη συγγραφέα Σίρι Χούστβεντ, από το 1981 έως τον θάνατό του. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η αναγνωρισμένη συγγραφέας Λίντια Ντέιβις. Ήταν πατέρας δύο παιδιών, του Ντάνιελ (με την Ντέιβις) και της Σόφι (με τη Χούστβεντ). Τον Απρίλιο του 2022, ο γιος Ντάνιελ, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Τον Μάρτιο του 2023, η Χούστβεντ αποκάλυψε ότι ο Όστερ λάμβανε θεραπεία για τον καρκίνο που είχε διαγνωστεί τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Baumgartner», που εστιάζει σε έναν χήρο εβδομηντάρη συγγραφέα, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023.

Πρόσφατα, με αφορμή το τελευταίο του έργο, ένα μυθιστόρημα για την αγάπη, τη μνήμη και το πένθος, δήλωσε στον Guardian, όταν ήδη είχε διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα: «Αυτό μάλλον θα είναι το τελευταίο μου βιβλίο». «Στον καθένα μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή το οτιδήποτε» λέει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. «Το γνωρίζεις εσύ, το γνωρίζω κι εγώ, όλοι το γνωρίζουμε – κι αν δεν το ξέρουν, τότε μάλλον δεν προσέχουν αρκετά».

Αλλά αυτό το γεγονός δεν πτόησε τον Όστερ. Δεν πίστευε στην έννοια του τέλους, αλλά στην εξέλιξη, στο γεγονός ότι το πένθος είναι μια συνθήκη που απλώς μαρτυρά την παρουσία της αγάπης, η οποία, όπως όταν σ’ ένα φυτό κόβει κανείς τα νεκρά μέλη, συνεχίζει να συντηρείται με καινούργια. «Κι αν αυτό είναι το τέλος» λέει ο συγγραφέας «αυτή η ανθρώπινη καλοσύνη που με συντροφεύει ως συγγραφέα, βρισκόμενος τώρα στον κύκλο των πιο κοντινών μου φίλων, ήδη το κάνει να αξίζει».

(Το «Μπαουμγκάρτνερ» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιοτον Σεπτέμβριο του 2024, σε μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη).

Του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Εταίρου από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες, τόσο για τον πεζό λόγο όσο και για την ποίηση. Το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάπουν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Το 2006 του απονεμήθηκε το βραβείο του Πρίγκιπα των Αστουριών για τη λογοτεχνία. Ήταν επίσης αντιπρόεδρος του Αμερικάνικου Κέντρου PEN (Pen American Centre).

Ο πολυγραφότατος και εμβληματικός μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος, όπως αναφέρουν οι NYT, συχνά περιγραφόταν ως «λογοτεχνικός σούπερ σταρ». Το βρετανικό Times Literary Supplement τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε ως «έναν από τους πιο θεαματικά εφευρετικούς συγγραφείς της Αμερικής».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η συγγραφική του ζωή ξεκίνησε σε ηλικία οκτώ ετών, όταν δεν μπόρεσε να πάρει έναν αυτόγραφο από τον ήρωα του μπέιζμπολ, Γουίλι Μέις, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του είχαν μαζί τους μολύβι. Από τότε, φρόντιζε να έχει παντού μαζί του ένα μολύβι. «Αν υπάρχει ένα μολύβι στην τσέπη σας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μια μέρα να μπείτε στον πειρασμό να αρχίσετε να το χρησιμοποιείτε» έγραψε σε δοκίμιο του 1995.

Καθώς έκανε πεζοπορία κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής κατασκήνωσης, σε ηλικία 14 ετών, ο Όστερ είχε δει ένα αγόρι να πεθαίνει ακαριαία χτυπημένο από κεραυνό–γεγονός που άλλαξε εντελώς τη ζωή του και που το σκεφτόταν κάθε μέρα. Έτσι η συγκυρία, έγινε επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη μυθοπλασία του.

Η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται το 1982, με τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Η επινόηση της μοναξιάς», ένα μυθιστόρημα για την απόμακρη σχέση του με τον πρόσφατα αποθανόντα πατέρα του. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Γυάλινη Πόλη», απορρίφθηκε από 17 εκδότες προτού εκδοθεί από έναν μικρό εκδοτικό οίκο στην Καλιφόρνια το 1985. Το βιβλίο αποτελεί τον πρώτο τόμο της διάσημης «Τριλογίας της Νέας Υόρκης». Ακολούθησαν τα «Φαντάσματα» και το «Κλειδωμένο Δωμάτιο», που συνθέτουν την Τριλογία η οποία έχει αναφερθεί ως ένα από τα 25 σημαντικότερα μυθιστορήματα της πόλης της Νέας Υόρκης των τελευταίων 100 ετών από τους New York Times.

Ταυτόχρονα, έγραψε αρκετά κινηματογραφικά σενάρια, μερικά από τα οποία σκηνοθέτησε.

Οι ιστορίες του φαίνονται ιστορίες μυστηρίου, αλλά δεν είναι απλές, αστυνομικές ιστορίες. Ο Όστερ χρησιμοποιούσε την αστυνομική ιστορία για να αναζητήσει υπαρξιακά θέματα και ερωτήσεις γύρω από την ταυτότητα, δημιουργώντας έτσι το δικό του μεταμοντέρνο στιλ γραφής. 

Η αναζήτηση της ταυτότητας απασχόλησε τον Όστερ και στα μετέπειτα μυθιστορήματά του. Στα επόμενα βιβλία του βλέπουμε επίσης ότι επικέντρωνε το βάρος του στο ρόλο των συμπτώσεων και των τυχαίων γεγονότων στη ζωή και επίσης σε ανθρώπους που βρίσκονται αναγκασμένοι να δουλέψουν για κάποιο μεγαλύτερο σχέδιο κάποιου αγνώστου, το οποίο σχέδιο δεν μπορούν να καταλάβουν επακριβώς.

Χαρισματικός αφηγητής, προικισμένος παραμυθάς, ο Όστερ γνώριζε όσο λίγοι πώς να φτιάχνει κόσμους πολυδιάστατους: καθημερινούς, γήινους, με έντονο το χρώμα της Νέας Υόρκης και ιδιαίτερα του Μπρούκλιν, κόσμους αμερικανικούς με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή όμως οικουμενικούς, παγκόσμιους, άμεσα αναγνωρίσιμους, πάνω απ’ όλα απρόσμενους, μυστηριακούς: σύμπαντα αλλόκοτων συμπτώσεων και ανατροπών, καθώς και προσώπων με ρευστή, φευγαλέα ταυτότητα, σχέσεις ανθρώπινες που δοκιμάζονται στον χρόνο, όπου τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης αναδιατυπώνονται αέναα, άλλοτε μέσα από το παράδοξο και άλλοτε μέσα από μια πολύ τρυφερή ματιά.

Με πληροφορίες από τον Guardian, τις εκδόσεις Μεταίχμιο και την Wikipedia