«Ας μείνει η πραγμάτωση του ονείρου τελευταία

πρώτα να γίνει το μηδέν και ο κανένας δύσκολοι σύντροφοι

μαζί τους να περάσουμε τ’ αόρατα ψέματα

για να δούμε προ του τέλους δεχτικά, την έλξη του κακού που μας δέρνει.

Σε περιμένω – νύχτα μέρα κι ανασαίνω

παράξενα κοντάκια γι’ ακίνητα βούρλα

ήχους μυρωδάτους που δοξάζουν τη γλίνα.

Αν μελλοντικοί ιστορικοί αποφανθούν, ότι στην εποχή μας,

ο πλανήτης έγινε τεράστιος απόπατος και θρύψαλα στα οικόπεδα

θα έχουν λάθος.

Θα είναι οπωσδήποτε παιδιά των τωρινών βασανιστών του εδάφους

θα σκουπίζουν το λίπος από τα χείλη τους,

πάνω στις κεντημένες πετσέτες του παππού

θα έχουν κέρδος – απ’ το χοντρό το έντερο του παρελθόντος

και θα κρύβονται καλλυντικά, κάτω απ’ τη σκληρή επιφάνεια των λέξεων {…}».

(«Θεριστές», Ηλίας Κωνσταντίνου «Ποιήματα», σελ. 101, από την ποιητική συλλογή «Κυπριακές Ηθογραφίες», Λεμεσός 1991).

Περπατούσα στη Σόλωνος της Αθήνας, τις προάλλες, όταν τον «ανακάλυψα». Στο βιβλιοπωλείο (και Εκδόσεις) «Βακχικόν», στο νούμερο 110, ένα μικρό ισόγειο ανάμεσα σε διάσπαρτες ανακαινίσεις πολυκατοικιών που ήδη σφύζουν από τουριστικο-εκμεταλλεύσεις στην κατάμεστη από ξένους Αθήνα που ξαναζεί ημέρες 2004 – μέρες ασυδοσίας, μέρες παχειών αγελάδων· ο κύκλος που περιστράφηκε και θα επιστρέψει μαθηματικά, κάποια στιγμή, πάλι στην ανέχεια λόγω των νέων δανείων.

Αλλά ο Ηλίας Κωνσταντίνου βρέθηκε -ω, του θαύματος-, ως «ξένος» σε ένα ξένο περιβάλλον, να με περιμένει σε ένα ράφι. Επέμενε ο υπάλληλος – τον εμπιστεύτηκα. Βγαίνοντας, στάθηκα στο πεζοδρόμιο της κάψας των 42 βαθμών του Ιουλίου και κοντοστάθηκα – τι αριστουργήματα ήταν αυτά! Ντράπηκα που δεν γνώριζα την ύπαρξή του, περισσότερο ντράπηκα που δεν τον ήξερε η χώρα του ή η πόλη του -η Λεμεσός-, ή που αμέλησε να τον γνωρίσει και να τον αναγάγει στο βάθρο του, όπως θα του όφειλε – υποθέτω πως άγνωστος θα παρέμενε αν δεν τον «σύστηνε» στο κοινό ο Λευτέρης Παπαλεοντίου που υπογράφει την συνολική επιμέλεια αυτής της έκδοσης των ποιητικών του συλλογών, τα οποία άλλοτε τύπωνε στη Λεμεσό κι άλλοτε στη Λευκωσία.

Ωμός, τρυφερός, οξύς, ερωτικός, σαρκαστικός, είρων, αιρετικός, σκοτεινός και φωτεινός, βαθιά σεξουαλικός και ειλικρινής χωρίς ποτέ να γίνεται χυδαίος, αλλά υπέροχα ηδονικός, συμφιλιωμένος με το κυπριακό του περιβάλλον και ποτέ σνομπάροντας την καταγωγή των λέξεων που επέλεξε σε κάποια ποιήματά του να χρησιμοποιεί, ο Ηλίας Κωνσταντίνου -επιτρέψτε μου να είμαι βέβαιος γι’ αυτό- είναι ένας από τους σημαντικότερους -και ο πλέον αδικημένος- σύγχρονος Κύπριος ποιητής.

«Να καώ στο φως ν’ ανοίξω φύλλο

να ρίξω ψίχουλα για τα πουλιά να γίνουν σώμα

να στάξω μάννα από τη στάχτη μου, στεγνός ονειροπότης.

Να γίνω αμήν κι εφτάπατο γκαρσόνι στην αγία

νύχτα που αφρόδισε καιρό ο χάρος να μας πάρει

στο παρελθόν και να σταθούν τα πόδια μας στο ρεύμα

στην κίνηση του ποταμού στρατού των φιλημάτων.

Να φέρω αυγή απ’ το βαθύ σκοτάδι να με αλλάξει

φωνή να δείξει το αίμα μου κι ο λόγος μου δεντρό

να τρέξω σαν το θυμιατό και μεθυσμένο αστέρι

που εξέμεινε στον γαλανό – παραμύθι αλλόκοτο.

Ν’ ανοίξω αυλάκι να χαθώ ποτίζοντας φουντάνες

παιδί να στέκω να σε βρω νόμισμα του νερού

μόνο έτσι να παντρέψουμε το χάδι με το αλάτι

και η πληγή να πεταχτεί -αυτούσια- στο στόμα του Θεού».

Ο Ηλίας Κωνσταντίνου, ο άλλοτε ιδιοκτήτης -για τους γνώστες- του βιβλιοπωλείου «Αμοργός», στη Λεμεσό, αυτοσυστήνεται ως εξής σε μία από τις ποιητικές του συλλογές, τις συγκεντρωμένες σε αυτό τον συλλογικό τόμο με τίτλο «Ποιήματα» (εμπεριέχει τις εξής ποιητικές του συλλογές: «Αρσενικός χαλκός»-1984, «Γράμματα της ώρας»-1986, «Κυπριακές ηθογραφίες»-1991, «Τα αυτοκρατορικά»-1996, μεταθανάτια έκδοση), τον έναν από τους δύο, με τον δεύτερο, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγους μήνες, τον Φεβρουάριο του 2023, να εμπεριέχει τα «ανέκδοτα ποιήματα» του ποιητή: «Εγεννήθηκε στη Λεμεσό το 1957. Έζησε έξω από την πόλη, δίπλα στη θάλασσα, ως το 1972. Από τότε, μέχρι το 1982, έζησε στο Λονδίνο όπου εσπούδασε, χωρίς την απαιτούμενη διάθεση, με αποτέλεσμα ένα δίπλωμα ανθρωπιστικών σπουδών με μια ιδιαιτερότητα στο θέατρο. Το 1976 ερωτεύτηκε καθοριστικά. Μετά τις σπουδές του έκαμε διάφορες δουλειές – η πλέον σημαντική, φωτιστής σε δισκοθήκη. Έγραψε γύρω στα 30 ποιήματα στα αγγλικά. Από το 1982 έκαμε πολλές φορές τη διαδρομή Λεμεσού-Αθηνών για να επανεγκατασταθεί στη Λεμεσό, τον Φεβρουάριο του 1984. Από τότε ζει κοντά στο κέντρο της πόλης. Τα τελευταία τρία χρόνια εργάζεται ως βιβλιοπώλης. Εξακολουθεί να γράφει ποιήματα».

Προσπαθώντας να αντλήσω πληροφορίες γι’ αυτό τον «άγνωστο» σπουδαίο Κύπριο ποιητή -σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει για εκείνον στο διαδίκτυο, πέρα από κάποια σκόρπια βιογραφικά του στοιχεία στην Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια και στην «Πολυγνώση»-, βρήκα ένα μικρό σημείωμα του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου από το blog του στη Lifo, που με μία παράγραφό του περιγράφει αυτό ακριβώς που νιώσαμε όλοι όσοι ξαφνικά ανασύραμε από το βυθό της αφάνειας αυτό το διαμάντι του Λόγου: «Για μένα, αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς νεότερους ποιητές που γράφουν στα ελληνικά. Μάλλον έγραφαν. Πέθανε στα 37 από aids, το 2000, χωρίς κανείς να τον έχει αναφέρει ποτέ στην Ελλάδα – ούτε στην Κύπρο, πλην δύο σύντομων αναφορών. Έγραψε σε παράξενα, μικτά, ιδιωματικά ελληνικά, με πολύ από Κύπρο και τις μεγάλες ανάσες της beat ποίησης, με την οποία κάπως συγγενεύει, ως προς την τόλμη του βίου και την άκρα ειλικρίνεια. Παίρνει τις λέξεις και τις χτυπάει κάτω σα χταπόδια – μεγάλη απόλαυση. Και μιλά για την σεξουαλική πράξη με τόση ένταση και λυρισμό ταυτόχρονα, που στην Ελλάδα μόνο στον Καβάφη έχω δει κάτι ανάλογο. Για να μην πάμε στους ανυπέρβλητους αρχαίους λυρικούς. Έντονα πολιτικός, υπέρμαχος της “κυπριακότητας” πριν γίνει μόδα, μοναχικός αν και κατάγεται από πολλών τα λόγια (όπως ήταν π.χ. ο Σπάνιας ή ο Γκόρπας), πέρα από φραγμούς (σεξουαλικούς ή γλωσσικούς), ακολουθεί σα πέστροφα το ποτάμι της συνείδησης, ανάποδα, προς τις πηγές, τη μάνα του και τον πατέρα του. Την Κύπρο. Πόσο κρίμα που πέθανε άγνωστος. Σας συστήνω θερμότατα να τον γνωρίσετε, έστω αργά». Επαυξάνω!

«Είμαι σιωπηλός εγώ σαν την γη.

Οι λέξεις έν’ όπλα φονικά λέω τες, να φύουσιν.

Είμαι μούρμουρος εγώ σαν το νερό.

Οι λέξεις έν’ ζώνες ζωντανές

ό,τι λέω τυλίομαι το.

Ό,τι λέω γίνομαι.

Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό

περνούν, βρίσκουν την σκέψη σου, χτίζουν

μες στον αέρα.

Ό,τι λέω σιωπά.

Οι λέξεις – μια συνεχής ανάληψη

μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως στον ήλιο».

(«Γενέθλια», Ηλίας Κωνσταντίνου «Ποιήματα», σελ. 40, από την ποιητική συλλογή «Αρσενικός χαλκός», Λεμεσός 1984).