Μήδεια του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη.

Θα ξεκινήσω με γκρίνια και για πολλοστή φορά θα σταθώ στη χρήση μικροφώνων κεφαλής, ειδικά στο αρχαίο δράμα, όπου πλέον αισθάνομαι ότι πλέον έχω επιλέξει οριστικά στρατόπεδο –αν υπάρχει- και τάσσομαι τελεσίδικα και ανεπίστρεπτα με τους… αρνητές. Πείτε με λουδίτη, οπισθοδρομικό, πείτε με και αδυσώπητο απέναντι στην πρακτική και φυσική ανάγκη των ηθοποιών να προστατέψουν το κυριότερο όργανό τους, τη φωνή, κατά τη διάρκεια μιας εξουθενωτικής περιοδείας.

Αλλά, ρε παιδί μου, το μυαλό μου κολλάει. Η προσοχή μου αναζητεί την εστία της ομιλίας, οι «ηλεκτρικές» φωνές με βραχυκυκλώνουν. Συχνά χάνω τον ειρμό μου και κατά κανόνα μού παίρνει αρκετό χρόνο μέχρι να συνηθίσω και να «μπω» στην παράσταση. Αν θέλαμε ν’ ακούμε τους θεατρικούς διαλόγους από ηχεία, καθόμασταν και σπίτι μας και βλέπαμε τις παραστάσεις μέσα από την οθόνη, όπως απρόθυμα πράτταμε κατά την τραυματική περίοδο των lockdown. Το θέατρο για να είναι Θ-Ε-Α-Τ-Ρ-Ο πρέπει να είναι ζωντανό. Να το βιώνεις με όλες σου τις αισθήσεις.

Τώρα που τα (ξανα)είπα και ξαλάφρωσα, ας περάσουμε στο δια ταύτα. Οι σκηνοθετικές ικανότητες της Λέας Μαλένη δοκιμάστηκαν αρκετές φορές στην κυπριακή θεατρική κονίστρα με λαμπρά αποτελέσματα. Είναι ένας θεατράνθρωπος εργασιομανής, προσηλωμένος, σχολαστικός, παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό δεν έχει την ανάγκη ν’ αποδείξει τίποτα σε κανένα, παρά μόνο να υπηρετήσει την τέχνη της. Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία της. Δεν ξέρω πόσο καταπονητικό είναι αυτό για τους συνεργάτες της, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και συνήθως η Λέα φέρνει τον σκοπό αυτόν εις πέρας.

Στην Ελλάδα έχει στο ενεργητικό της μια συνεργασία με το Εθνικό πριν από 16-17 χρόνια, σε μια συλλογική παραγωγή με βάση τις δέκα εντολές. Ακούσαμε πρόσφατα την μπαρουτοκαπνισμένη πρωταγωνίστρια Μαρία Κίτσου, η οποία σχεδόν την… επέβαλε στον Μάρκο Τάγαρη, να στάζει μέλι τόσο για τη συνεργασία με την Κύπρια σκηνοθέτρια όσο και για το αποτέλεσμα της δουλειάς της. Κατά συνέπεια, αν μη τι άλλο, όσοι παρακολουθούν τη Λέα Μαλένη εδώ και δύο δεκαετίες ανυπομονούσαν να δουν από κοντά στην Κύπρο τη νέα της δουλειά με τη Μήδεια του Ευριπίδη, με την οποία επί της ουσίας συστήθηκε και στο ιδιότροπο, φιλόψογο ελλαδικό ακροατήριο. Η Μήδεια περιόδευσε στην Ελλάδα σ’ ένα ακόμη «θερμό» και εξαιρετικά ανταγωνιστικό καλοκαίρι για το αρχαίο δράμα και ανταπεξήλθε.

Η παραγωγή γέμισε βέβαια τη φαρέτρα της σκηνοθέτριας με πανίσχυρα «όπλα». Και δεν εννοώ μόνο τους επτά πρώτης γραμμής ηθοποιούς που ανέλεβαν τους κύριους ρόλους, ή τις έξι εναρμονισμένες ερμηνεύτριες του Χορού. Τα πιο «βαριά χαρτιά» δεν ήταν στη σκηνή: Θέμης Καραμουρατίδης στη μουσική, Γιώργος Γαβαλάς στα εσχατολογικά σκηνικά, Kλαιρ Μπρέισγουελ στα διαχρονικά κοστούμια, Φρόσω Κορρού στην κίνηση. Θα μπορούσα να προσθέσω και την αρυτίδωτη μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, που αποδείχτηκε για μια φορά ακόμη ότι η προσαρμογή της εκφοράς και η καθοδήγηση της ερμηνείας πρέπει να έπεται της βαθιάς μελέτης της ρυθμολογίας του κειμένου.

Η Λέα Μαλένη αξιοποίησε τις δυνατότητες και πορεύτηκε με πλάνο και με την αυτοπεποίθηση της μελέτης. Η παράσταση είχε πρόταση, διαυγή ανάγνωση, επιμελή διδασκαλία ρόλων, χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι εδώ δεν μιλάμε για χαρακτήρες, αλλά για μορφές. Και κυρίως ότι το παν είναι ο λόγος. Φιλοδοξία της δεν ήταν εκών άκων να συμμετέχει στη συζήτηση που ξεκίνησε σχεδόν μισό αιώνα πριν για το αν η ποικιλία επιλογών και προτάσεων και η ανάγκη για πρωτοτυπία ή εντυπωσιασμό έχει κορέσει την ανάγνωση του αρχαίου δράματος στη σύγχρονη εποχή.

Όλο και συχνότερα, άλλωστε, βλέπουμε το μουσειακό ενδεδυμένο με την προβειά του αβανγκαρντισμού. Οι γραμμές είναι λεπτές και συχνά και υποκειμενικές. Οπότε το στοίχημα είναι το σκηνικό αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα συντονισμένο και μεστωμένο συναπάντημα δημιουργικών δυνάμεων κι όχι ένα σύμφυρμα καλών προθέσεων ή μια επίδειξη τεχνικής/ καλλιτεχνικής αυθάδειας.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ίσως τον δραματικότερο των δραματικών ρόλων στο ωμότερο, αντιφατικότερο και ταυτόχρονα συνθετότερο έργο της αρχαίας γραμματείας. Παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνει μερικές από τις πιο μισογυνιστικές ατάκες, η πλοκή και η φύση του είναι η απόλυτη απόδειξη ότι ο Ευριπίδης κάθε άλλο παρά σεξιστής ήταν- μάλλον φεμινιστής.

Οπωσδήποτε, θα ήταν σφάλμα για τον καλλιτέχνη αλλά και τον θεατή να επιχειρήσει να εκλογικεύσει τις πράξεις της Μήδειας- κι όχι μόνο με τους σημερινούς όρους. Δύσκολα μπορεί να συλλάβει κι ακόμη περισσότερο να δικαιολογήσει ο ανθρώπινος νους την παιδοκτονία. Αν και είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για μια μονοσήμαντη, απονενοημένη ενέργεια αυτοκαταστροφής, αλλά συμπυκνώνει τη γυναικεία τραγωδία μέσα σε μια σειρά από συγκρούσεις: ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, ηθικές, συνειδησιακές.

Η Μαρία Κίτσου, μέσα από μια Μήδεια άγρια, ενστιγματική, βάρβαρη, θεήλατη, μια εκδικητική καταστρεπτική δύναμη κάθε ανθρώπινου δεσμού, αποτυπώνει αυτούς τους πυκνούς συνειρμούς. Η ερμηνεία της είναι μια κλιμακούμενη αναζήτηση του τιτάνιου δραματικού μεγέθους. Ο Φάνης Μουρατίδης, η φωνή του οποίου είναι η μόνη που μοιάζει να βγαίνει αναλλοίωτη από τα ηχεία, ανταποκρίνεται στον ρόλο του προπέτη και ωφελιμιστή Ιάσονα καθώς κυλάει στον απόλυτο σπαραγμό, μέσα από τις συνέπειες των πράξεών του. Ελένη Καστάνη, Θοδωρής Κατσαφάδος, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Λαέρτης Μαλκότσης και Αλμπέρτο Φάις, είναι βαρύτιμες, καλειδοσκοπικές ψηφίδες στο παζλ μιας πρότασης όπου δεν περισσεύει τίποτα.

Η δουλειά του Θέμη Καραμουρατίδη φάνηκε περισσότερο στα εξαιρετικά χορικά, που παρέπεμπαν σε όπερα δωματίου. Η λειτουργία του Χορού ήταν μεγάλη κατάκτηση, σε αισθητικό, συμβολικό, δραματουργικό αλλά και πρακτικό επίπεδο. Η καλοκουρδισμένη, ομόψυχη εξάδα δημιουργούσε τους διαδρόμους διέλευσης με τις σανίδες πάνω από τις λάσπες και τ’ αποκαΐδια, που πικρά και εφιαλτικά παρέπεμπαν στην τραγωδία μιας παρατημένης, βλάσφημης χώρας.

Ελεύθερα, 24.9.2023