Με τον Κώστα γνωριστήκαμε όσο πηγαινοερχόμουν στις φυλακές Κορυδαλλού για κάποια σεμινάρια «καταστολής-σωφρονιστικής», για τη Νομική Σχολή Αθηνών – ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειάς του· τον μπαμπά του τον έλεγαν Γιώργο και τη μάνα του Κούλα.

Καθισμένοι σ’ ένα πεζούλι, ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία του – περίπου σαν ξαλάφρωμα, σαν μια ανθρώπινη εξομολόγηση άφεσης αμαρτιών. Πως ο μπαμπάς του ξεκίνησε να χτυπάει τη μητέρα του όταν εκείνη του έλεγε ότι δεν είχαν να φάνε. Πως όταν εκείνος προσπαθούσε να επέμβει για να την προστατεύσει, ο πατέρας του άρχιζε να χτυπάει και τον ίδιο, τον κλοτσούσε για να απομακρυνθεί, μετά τον γρονθοκοπούσε στο πρόσωπο και σε πολλά σημεία του σώματός του, ματώνοντάς τον. «Μέχρι να γίνει το κακό εγώ έσκυβα το κεφάλι και έτρωγα ξύλο. Τον παρακαλούσα να μην κάνει κακό στη μητέρα μας, του έλεγα “σταμάτα, είναι η μάνα μου, θα την σκοτώσεις!”, αλλά αυτός συνέχιζε. Φοβόμουν μην πάθει κανένα κακό η μάνα μου που τόσο πολύ αγαπούσα. Τη λάτρευα… Όταν εκείνη πέθανε, εγώ θόλωσα, χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μου, ήμουν μόνος μου στον κόσμο, έφυγε ο άνθρωπος στον οποίο είχα την μεγαλύτερη αδυναμία…». Ο Κώστας σπάνια απευθυνόταν για βοήθεια στους γείτονες ή σε ανθρώπους που τους επισκέπτονταν για να τους δώσουν ρούχα και τρόφιμα, αφού ήθελε -όσο γινόταν- να προστατεύσει, όπως μου εξηγούσε, την αξιοπρέπεια της οικογένειας του. Οι άλλοι όμως;

Η μητέρα του είχε πεθάνει μία περίπου εβδομάδα προτού ο ίδιος οδηγηθεί στο φόνο του πατέρα του. Η νευρική ανορεξία από την οποία έπασχε τον τελευταίο καιρό η Κούλα -συνδυασμένη με βαριάς μορφής κατάθλιψη- την είχαν κάνει να διατηρεί ελάχιστη ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά της, και να υπομένει όλες τις δυσκολίες χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για να τις αντιμετωπίσει. Όταν πέθανε, ζύγιζε μόλις 35 κιλά.

«Πίστευα πως τα πράγματα θα αλλάξουν. Όπως, συνήθως, άλλαζαν έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα έντασης», θα μου έλεγε ο Κώστας. «Αλλά χειροτέρευαν. Απευθύνθηκα κάποτε, απελπισμένος όπως ήμουν, σε έναν παπά που και εκείνη εμπιστευόταν και γνώριζε την ιστορία μας, αλλά δεν έκανε τίποτα ουσιαστικά επειδή φοβόταν “μην μπλέξει”. Μου είπε να έχω πίστη. Πίστη είχα – κουράγιο άλλο δεν είχα πια…».

Το έγκλημα έγινε μία βδομάδα μετά. Ο Κώστας πήγε στην κουζίνα και παίρνοντας από εκεί 2-3 μαχαίρια τα έστρεψε στον πατέρα του– οι λάμες έσπασαν μέσα στο σώμα του. Στο σπίτι βρέθηκε ιδιόγραφο σημείωμα του πατροκτόνου- το οποίο, σύμφωνα με τις αρχές, έγραψε, γιατί ίσως να σκέφτηκε μετά τη δολοφονία να αυτοκτονήσει-, στο οποίο έγραφε: «Δεν θέλω άλλο τη ζωή. Υπεύθυνος για το θάνατο της μητέρας μου είναι ο πατέρας μου…».

«Θέλω να ξέρετε ότι εγώ δεν είχα σκοπό να σκοτώσω τον πατέρα μου», μου είχε πει. «Πήγα να του ζητήσω βοήθεια. Του είπα να μου δώσει το βιβλιάριο υγείας για τα χάπια μου, αλλά εκείνος δεν μου το έδινε. Από τα εννιά μου χρόνια υποφέρω από κρίσεις επιληψίας, λόγω των χτυπημάτων του ίδιου στο κεφάλι μου. Μου είπε: “δεν σου δίνω τίποτα. Να πεθάνεις, όπως πέθανε η μητέρα σου!”. Τον παρακάλεσα να μη μιλάει έτσι για εκείνη· τότε με χτύπησε με μπαστούνι στο κεφάλι και μετά με γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Θόλωσα, δεν ήξερα τι να κάνω, πονούσα. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα, δεν ξέρω τι έγινε. Βγήκα στο πεζοδρόμιο, κάλεσα εγώ ο ίδιος την αστυνομία, κάθισα στο πεζούλι κι έκλαιγα…».

Ιστορίες σαν αυτή του Κώστα υπάρχουν δεκάδες – αντί το πέρασμα των χρόνων και η δημοσιοποίησή ορισμένων από αυτών να κάνουν τα κλειστά στόματα να ανοίξουν, παρέμεναν ερμητικά κλειστά· «η κοινωνία», τα «μην μπλέκεις», «φταίει κι εκείνη», «δεν βρήκαν στήριξη από τους δικούς τους, εμείς γιατί να ανακατευτούμε;», γίνονται ένα αδιάλυτο κουβάρι δικαιολογιών για όσους αποποιούνται αυτού του είδους τις ευθύνες.

Τότε δεν ήξερα αν στην πραγματικότητα ο Κώστας ήταν ο φονιάς ή ο σκοτωμένος. Το θύμα ή ο θύτης. Αν το λάθος των 19 του χρόνων θα μπορούσε να «διορθωθεί» μετά την αποφυλάκισή του. «Θες να γράψω κάτι στο περιοδικό που θα δημοσιεύσουμε την ιστορία σου;», του είχα πει. «Να πείτε ότι η ζωή μου δεν θα είναι πια η ίδια. Αυτό που έγινε θα το κουβαλάω μέσα μου όσο υπάρχω. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο πια. Τίποτα! Πως εγώ σκότωσα, μα ήμουν ήδη σκοτωμένος…».

Πριν από λίγες μέρες μου έστειλε ξαφνικά μήνυμα στο Facebook – ένας «άλλος» στις αναρτημένες του φωτογραφίες· είπαμε να τα πούμε κι από κοντά σύντομα, αν και ζει σε ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκη πια, με τη σύζυγό του και τα δύο του παιδιά. «Με είχα ξεγραμμένο όταν αποφυλακίστηκα, ήμουν το “κοινωνικό περιθώριο”», μου έγραψε. «Βγήκα νωρίς απ’ τη φυλακή, γιατί μου αποδόθηκαν ελαφρυντικά. Αλλά ήδη είχα χάσει το πιο πολύτιμο που θα μπορούσα να έχω για να κάνω μία νέα αρχή στη ζωή μου: Την αθωότητά μου στους ανθρώπους. Πλέον κάνω μια νέα ζωή, αλλά μέσα μου έχω πάντα ένα μεγάλο βάρος. Και, πολλές φορές, λέω στον εαυτό μου “αν μιλούσε εκείνος ο παπάς, αν κατάγγελλαν οι γείτονες όταν άκουγαν τις φωνές, αν η πρόνοια επενέβαινε έγκαιρα, αν… αν… αν…”.

Του έγραψα πως τώρα πια έχει κάνει μια νέα αρχή, πως όλα αυτά έμεινα πίσω του. «Δεν λυπάμαι μόνο τη μάνα μου. Λυπάμαι και τον πατέρα μου που σκότωσα», μου έγραψε. «Γιατί δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να του απλώσει το χέρι, να τον τραβήξει από τον γκρεμό των λαθών του…».  

Info: Σύνδεσμος για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας στην οικογένεια – γραμμή βοήθειας θυμάτων βίας: 1440. Ευρωπαϊκή γραμμή στήριξης παιδιών και εφήβων μέχρι 18 ετών: 116111 ([email protected] / www.domviolence.org.cy).

[email protected]

Ελεύθερα, 10.12.2023