Οι νέες -ενδιαφέρουσες- θεωρίες για τη δολοφονία του εμβληματικού συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού».

Τον είχα ρωτήσει δύο φορές – και τις δύο μπροστά από το φούρνο «Βενέτη», στην Ομόνοια, εκεί όπου, όπως μου εξιστορούσε, κάποτε τού ‘χε κάνει ο Τσαρούχης μια αξιομνημόνευτη φιλοφρόνηση για τα ξανθά κοντά του μαλλιά με τις αραιές τρίχες σε χρώμα ροζ που ήταν σαν περούκα: «Εσύ σκότωσες τον Ταχτσή;».

Σπάνια ταραζόταν από την αιωνόβιά του πια, γέρική του ηρεμία– ακόμη κι όταν έβριζε παλιά, το έκανε περισσότερο για «θεατρικούς» λόγους, για να μπορέσει να επιβληθεί στις γυναίκες που διακινούσε στην Καβάλας τα βράδια των μεγάλων εξάψεων των αθηναϊκών λεωφόρων με τα μακρόστενα φορτηγά που σταματούσαν στα πίσω πάρκινγκ για ένα γρήγορο μισάωρο σωματικής «πείνας» ή για την αστυνομία που είχε μετατρέψει το τμήμα, στο τέρμα της Μαρίκας Κοτοπούλη, σε δεύτερό του «σπίτι», συνήθως για αφορμές που θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει σε δευτερόλεπτα, αν ήταν πιο νηφάλιος. Αλλά σε ό,τι αφορούσε στον συγγραφέα του «Τρίτου Στεφανιού», η Αλόμα άλλαζε ρότα: «Εμένα δεν θα μου κάνεις τέτοια τερτίπια. Το θέμα του Ταχτσή έχει λήξει για μένα! Αλλού αυτά!».

Από κάποιες παλιές εφημερίδες του 1988, τη χρονιά της ανεξιχνίαστης έως σήμερα δολοφονίας -κυρίως από το «Έθνος» και την «Ελευθεροτυπία», που βρίσκονταν αρχειοθετημένες στην Ακαδημίας, στο κτήριο της παλιάς βιβλιοθήκης- είχα βγάλει με το κινητό μου φωτογραφία τους τίτλους που αναφέρονταν σε 50 «φίλους του συγγραφέα» που «ανακρίνονται για την δολοφονία της 25ης Αυγούστου» –ανάμεσά τους «και η Αλόμα, κατά κόσμον Χαράλαμπος  Ταμουτσίδης, εκδιδόμενο πρόσωπο της νύχτας, με τον οποίο είχαν διαφορές».

Του το έδειξα και (ξανά) διάβασε ολόκληρο το άρθρο. Ταράχτηκε. Και, πρώτη φορά, μου ζήτησε να τον καταγράψω: «Εγώ, φονιάς δεν είμαι! Ο Κώστας ήταν ένα άτομο καλλιεργημένο, αλλά είχε αυτή την ιδιαιτερότητα: Πήγαινε στις πιάτσες τις δικές μας και ικανοποιούσε το κέφι του. Το ’77 αποφασίσαμε με τον Θεοδωρακόπουλο και τον Βελισσαρόπουλο να κάνουμε ένα άτυπο κίνημα με πορείες και διαμαρτυρίες. Μια μέρα, διαβάσαμε στα “Νέα” ένα γράμμα του Ταχτσή εναντίον μας, στο οποίο μας αποκαλούσε “κατακάθια”. Εγώ το είδα ως μια άδικη επίθεση και ένα βράδυ, όταν συναντηθήκαμε, μου έβρισε τη μάνα. Αυτό ήταν το πιο ιερό μου. Πήρα ένα τελάρο και τον χτύπησα στο κεφάλι! Ήρθε η Αστυνομία και πήγαμε στα δικαστήρια. Δικηγόρος μου, τότε, ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού. Μετά τα βρήκαμε με τον Κώστα, αλλά πάντοτε ο ίδιος αισθανόταν ανωτέρου επιπέδου άνθρωπος και μας απέφευγε».

«Πώς εξηγείς τη δολοφονία του;». «Ό,τι κι αν γράφουν οι φυλλάδες, ό,τι κι αν λένε οι άλλες, εγώ φονιάς δεν είμαι!». «Δεν είναι αλήθεια ότι, πολλές φορές, τον είχες χτυπήσει;». «Συνέβαιναν πολλά στην πιάτσα! Αλλά τι φταίω εγώ που δεν κατάφεραν να βρουν πώς πέθανε! Ο Κώστας το διακινδύνευε. Άρχισε αυτό το πράγμα στα γεράματά του, έβαλε στήθος, μαλλιά φυτευτά… Η αλλαγή του από άντρας σε γυναίκα γινόταν με λεπτομέρεια και με διαφορετικό τρόπο από εμάς τους υπόλοιπους. Τον έλεγαν “Λίνα” και είχε μεγάλη επιτυχία, διότι, σε αντίθεση με εμάς, περιποιούνταν πολλή ώρα τον πελάτη – το ζούσε! Όσοι νεαροί πήγαιναν μαζί του δεν ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με το γερο-Ταχτσή. Όπου πήγαινε, πήγαινε μόνος του, ενώ εμείς λειτουργούσαμε σαν ομάδα, με αδελφοσύνη. Μετά, άρχισε να ξεφεύγει, να μην ελέγχει την κατάσταση. Ύστερα από ένα χρόνο, έμαθα για τη δολοφονία του… Αυτά και τέρμα η συζήτηση!».

Λίγες μέρες αφότου πέθανε ο Μπάμπης (ήταν το μόνο όνομα που ήθελε να χρησιμοποιεί όταν φορούσε αντρικά ρούχα, μου απαγόρευε το «Αλόμα») είχα πάει στο σπίτι της Πάολας Ρεβενιώτη, στο Σταθμό Λαρίσης -εκείνη είχε αναλάβει τον επικήδειό του, στο Γ’ Νεκροταφείο της Νίκαιας- θρυλικό πρόσωπο και avant garde προσωπικότητα, εκδιδόμενη αλλά και ποιήτρια του δρόμου.

Μου το είπε στην είσοδο του σπιτιού της: «Δεν ήταν δολοφονία. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Ταχτσής. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα κουβάλαγε στο σπίτι του κάποιον τυχαίο. Η Αλόμα μπορεί να είχε του κόσμου τα κακά, αλλά δεν θα σκότωνε ποτέ τον Ταχτσή. Δεν θα έφτανε μέχρι εκεί!». «Γιατί τόσο μυστήριο με το θάνατο του Ταχτσή; Παραμένει ανεξιχνίαστος ο θάνατος του, δεκαετίες μετά…». «Ό,τι και να έγινε, δολοφονία είμαι σίγουρη πως δεν υπήρξε. Η θεωρία μου είναι αυτή: Έδωσαν στον κόσμο αυτό που ήθελε τότε να ακούσει. Πως “με τη ζωή που έκανε, τέτοιο τέλος θα είχε!”».

Φωτογραφία από το σπίτι του Κ. Ταχτσή. © Γιάννης Χατζηγεωργίου

Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή ένα από τα πιο εξαιρετικά Podcast που μπορείτε να ανακαλύψετε στο Spotify ή στις πλατφόρμες των «έξυπνων» κινητών, με τίτλο: «Ποιος σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή;» – μιλάνε άνθρωποι -φίλοι, αυτόπτες μάρτυρες της ζωής του Ταχτσή- που πρώτη φορά αποφασίζουν να αναφερθούν στον ανεξιχνίαστο αυτό φόνο, ενώ, στο τέλος του, παρατίθενται και μερικές θεωρίες γύρω από την δολοφονία.

Ομολογώ πως -πέρα από τις ήδη υπάρχουσες- η πιο ενδιαφέρουσα, την οποία ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί, αν και την βρίσκω ως την πιο μυθιστορηματική, και εντός των πλαισίων της σαρωτικής όσο και λογοτεχνικής προσωπικότητας του Ταχτσή, ήταν εκείνη που αναφερόταν σε «σκηνοθετημένη δολοφονία». Όχι από κάποιον τρίτο – όπως είναι μία από τις επικρατέστερες εκδοχές, λόγω των αποκαλύψεων που ετοίμαζε στο νέο του βιβλίο, για τις οποίες κοκορευόταν στους διάσημους φίλους του, μεταξύ των οποίων και η Μελίνα Μερκούρη. Αλλά από τον ίδιο τον Κώστα Ταχτσή.

Ότι, δηλαδή, σε συνεννόηση με κάποιους γνωστούς του, αποφάσισε «να τον σκοτώσουν» (για να πεθάνει όπως ο ίδιος θα ήθελε και προλαβαίνοντας τη φθορά του γήρατος; Ποιος ξέρει…) και, ακόμη και ο θάνατός του, να δημιουργεί ερωτήματα που θα ανακινούνταν κατά καιρούς. Σα να ‘ταν κι αυτό μία προαποφασισμένη μορφή αθανασίας του – πέραν των βιβλίων του.

Εξεπλάγην. Αλλά δεν το θεώρησα και απίθανο ανατρέχοντας, για άλλη μια φορά, στο -ακόμη εξαντλημένο από τον εκδοτικό οίκο- «Φοβερό βήμα» του. Πως ίσως να είχε προνοήσει, με κάθε λεπτομέρεια, για το φοβερότερο…

[email protected]

Ελεύθερα, 4.2.2024