Ο Κύπριος καλλιτέχνης ξαφνιάζει με την έμπνευσή του να «φέρει» την κυπριακή παράδοση στη σημερινή εποχή, με κάτι που προέρχεται από τις αναφορές κυρίως των προγόνων μας.

– Πώς γίνεται ένας νέος άνθρωπος, 32 ετών, να επιστρέφει στην παράδοση, να την μελετά, και, όλο αυτό, να το μετουσιώνει σε δημιουργία, καλλιτεχνικά, μέσα από τα κυπριακά μας κολότζια; Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας ότι η παράδοση έχει να κάνει με το «παλιό», ότι δεν είναι κάτι φρέσκο ή κάτι που να προκαλεί ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι εκείνη την πρώτη περίοδο τα έργα μου είχαν να κάνουν με μοτίβα, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον στα πλουμιστά κολότζια. Το έναυσμα ήταν το γεγονός ότι η επέμβαση δεν γίνεται σε επίπεδο χαρτί αλλά επηρεάζεται πλέον από την γεωμετρία και το σχήμα – έτσι άρχισα να μελετώ και να μαζεύω σχετικές πληροφορίες για αυτή τη Τέχνη. Να αναφέρω πως δεν μεγάλωσα με την παράδοση, αλλά μέσα από την έρευνα με τράβηξε η επεξεργασία του κολοτζιού, η διαδικασία της τεχνικής προσέγγισης, η απλότητα των υλικών και η αμεσότητα που τα περιέβαλλε.

– Το απλό υλικό είναι, τελικά, και το πιο δύσκολο; Σε αυτή την περίπτωση, πρακτικά, το δύσκολο είναι να βρεις το κατάλληλο κολότζι, το οποίο μετά πρέπει να το προετοιμάσεις για να μπορείς να το σχεδιάσεις και να το επεξεργαστείς. Η δυσκολία ή η πρόκληση σε ένα απλό υλικό βρίσκεται περισσότερο στο να δημιουργήσεις κάτι από αυτή την απλότητα, που αυτό υποδηλώνει την κατανόηση του υλικού ή της τεχνικής που χρησιμοποιείς. 

– Μελέτησες κάτι συγκεκριμένο για να κατασταλάξεις σε αυτά που βλέπουμε; Η πρώτη εντύπωση που μου δίνεις είναι ότι έχουν μια «καθαρότητα» – ναΐφ αν θα μιλούσαμε για ζωγραφική… Το παραδοσιακό πλούμισμα των κολοτζιών είναι το κύριο συστατικό σε αυτά τα έργα. Αυτή η καθαρότητα και η αμεσότητα της επέμβασης που γνωρίζουμε στη λαϊκή Τέχνη δεν θα μπορούσε να μην συμπεριληφθεί αφού είναι αναπόσπαστο κομμάτι. Το αποτέλεσμα που βλέπουμε τώρα είναι και μια αναγνώριση στη τεχνική του πλουμιστού κολοτζιού και το πάντρεμά της με μια σύγχρονη προσέγγιση. Η προσπάθειά μου είναι να αξιοποιήσω την παράδοση ως πηγή έμπνευσης – ναΐφ και μη. 

– ​Γιατί ακολουθείς στην έμπνευσή σου αυτά τα κλασσικά κυπριακά μοτίβα, και δεν πειραματίζεσαι ίσως και με πιο μοντέρνα; Και, επίσης, βλέπω συγκεκριμένα χρώματα σ’ αυτά – υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος; Αρχικά να πω πως η σειρά με τα κολότζια ξεκίνησε με χρώμα και αποχρώσεις του μπλε. Η επιλογή έγινε με αφορμή τα χρώματα της θάλασσας, του αφρού, της άμμου και τη σύνδεσή τους με την Κύπρο. Στη πορεία αντιμετώπισα την πρόκληση να έρθω πιο κοντά στην απλότητα που είχε το παραδοσιακό πλούμισμα, να καταφέρω να εφαρμόσω πιο «απλά» την τεχνική, έτσι ώστε το ίδιο το κολότζι να είναι το μέσο-υλικό το οποίο επικοινωνεί τη σχεδιαστική προσέγγιση. Έτσι άρχισα τη σειρά με τα μαύρα κολότζια και το χάραγμα. Από αυτή τη πορεία, κατάλαβα τη σημαντικότητα του απλού σε αυτή τη Τέχνη. Έτσι και τα μοτίβα: Μπορεί να μην είναι τόσο μοντέρνα προς το παρόν, αλλά είναι κάτι το οποίο ίσως θα έχει διαφορετική προσέγγιση  στην επομένη σειρά.

​- Παράδοση πάντως σημαίνει -στον κοινό νου- γιαγιά, παππούς, ιστορίες από την Κύπρο, επαναφορά παλιών αναμνήσεων. Αυτό λειτούργησε και σε σένα; Η πρώτη αντίδραση προς την λέξη «παράδοση» είναι αρκετά σημαντική. Δηλαδή, το να μην εκλάβουμε την παράδοση με τα στερεότυπα του βρακά ή να την αντιμετωπίσουμε σαν κάτι ξεπερασμένο και άσχετο με εμάς που ζούμε στο σήμερα. Η πρόκληση είναι να βρεις κάτι που σε εκφράζει, να το δεις με το δικό σου τρόπο και να ζωντανέψεις την παράδοση. Η αλήθεια είναι ότι τώρα, δηλαδή μετά από αυτή την πορεία στη παραδοσιακή Τέχνη, γνωρίζω περισσότερα και πιο συγκεκριμένα για τις τεχνικές και τους ανθρώπους που τις ασκούσαν. Στο δικό μου δε κλειστό περιβάλλον, η εμπειρία που έχω μπορεί να μην είναι τόσο για την λαϊκή τέχνη συγκεκριμένα, αλλά για την «έννοια» της ζωής εκείνη την εποχή, μέσα από εμπειρίες που κουβαλούσε η γιαγιά για τη καθημερινότητα και τις δραστηριότητες στα χωριά μας.

– Τι παιδί ήσουν; Ένας μικρός καλλιτέχνης κλεισμένος στον εαυτό του; Δεν θα έλεγα ότι ήμουν κλειστός. Ήμουν περίεργος, έπιαναν τα χέρια μου και ασχολούμουν με την Τέχνη. Δημιουργούσα – ό,τι και αν ήταν αυτό τότε. Σήμερα το τι έχει αλλάξει ή εξελιχθεί είναι ότι αυτή την περιέργεια μπορώ να την αναλύσω, να υλοποιήσω τις ιδέες μου και να μην μένουν σαν σκέψη. Θα το κάνω και ας μην είναι τελειοποιημένο, αφού η διαδικασία θα τροφοδοτήσει την εξέλιξη της ιδέας. 

– Υπήρξε κάποιο κομβικό σημείο στη ζωή σου που να διαχωρίζει τη ζωή σου σε καλλιτεχνική και μη καλλιτεχνική; Όχι, δεν υπήρξε. Όμως, απ’ όσο θυμάμαι, από την παιδική μου ηλικία δημιουργούσα αυθόρμητα. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι με ευχαριστεί η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά όχι μόνο αποκλειστικά αυτή.​

​- Είχες ασχοληθεί στο παρελθόν και με άλλα είδη Τέχνης; Πειραματίστηκες, μέχρι να βρεθούν στο δρόμο της καλλιτεχνικής σου δημιουργίας τα κολότζια; Ναι, έχω ασχοληθεί στο παρελθόν με ζωγραφική και χρησιμοποιούσα υλικά όπως ακρυλικά, κάρβουνο και μελάνι.

Σε ένα από τα projects είχα σε ένα βαθμό επηρεαστεί από τη σχεδιαστική προσέγγιση συγκεκριμένων tattoo. Σημαντικό για εμένα είναι να μην περιορίζεται κάποιος αλλά να επεκτείνεται, να έχει διάφορες εμπειρίες, γνώσεις και αναφορές. Για παράδειγμα, πολύ ενδιαφέρον είναι το πώς τα brands δημιουργούν την ταυτότητα τους και πώς επικοινωνούν οπτικά. Άμεσα αυτό μπορεί να μην είναι Τέχνη, αλλά έμμεσα καλλιεργούν το «αρχείο» στο οποίο κάποιος βασίζεται για να δημιουργήσει.​

​- Γιατί σπούδασες, τελικά, αρχιτεκτονική και όχι Καλές Τέχνες; Ήταν, ίσως, το πιο κοντινό στην Τέχνη; Πρέπει να σου πω πως δεν μετάνιωσα καθόλου που σπούδασα αρχιτεκτονική. Μου έδωσε πολλές γνώσεις και εφόδια στον τρόπο σκέψης και τι μπορώ να κάνω σήμερα. Σίγουρα στην απόφαση αυτή έπαιξε μεγάλο ρόλο η οικογένεια και το στερεότυπο, καλώς ή κακώς. Σίγουρα δεν είναι το ίδιο με τις Καλές Τέχνες, αλλά εκείνη την περίοδο ίσως ήταν το πιο κοντινό. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα μπορούσα να απομακρυνθώ από τις Τέχνες, αλλά είναι κάτι που με ενδιαφέρει και το θέλω σαν κομμάτι στην καθημερινότητα μου.​

– Τώρα με τι ασχολείσαι επαγγελματικά; Αφού δούλεψα για κάποια χρόνια ως αρχιτέκτονας, παράλληλα συνεργαζόμουν με τον αδελφό μου σαν motion artist – animator. Τώρα έχουμε ένα γραφείο motion & concept design agency, το «the black dog», που ασχολείται κυρίως με παραγωγή διαφημίσεων και promotional material. Η τελευταία μου δουλειά, με το ειδώλιο του Πωμού, είναι καθαρά επηρεασμένο από τα ερεθίσματα που έχω τα τελευταία χρόνια, μέσα από την παρούσα εργασία.

– Στα πιο κρυφά σου όνειρα βρίσκεται και η «εξαγωγή» αυτού που κάνεις σε χώρες του εξωτερικού – όπου θα «γνωρίσουν», μέσα από εσένα, ένα νέο παιδί, την κουλτούρα και την παράδοσή μας; Σίγουρα το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και θα ένιωθα τυχερός αν κάποτε συμβάλω στην αναγνώριση της Κυπριακής παράδοσης. Επίσης, κάτι που μπορεί να προσδοκεί κάποιος, είναι η αντίστροφη ανάγνωση στην ιστορία. Ένα έργο του σήμερα που μπορεί να σε ελκύσει, πηγάζει και μπορεί να σε παραπέμψει να μάθεις περισσότερα για την κουλτούρα και την παράδοση την οποία αντιπροσωπεύει.

​- Ένιωσες ποτέ να σε «πνίγει» η Κύπρος – καλλιτεχνικά; Την περίοδο που φοιτούσα στην Αγγλία μπορώ να πω ότι, ναι, προσωπικά είχα περισσότερες ευκαιρίες να δω και να ζήσω πράγματα, να επισκεφθώ μουσεία κ.λπ. Γενικά, ο κόσμος ανταποκρινόταν περισσότερο στα καλλιτεχνικά δρώμενα. Δεν θα έλεγα ότι ένιωσα να με «πνίγει» η Κύπρος, αλλά μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος να έχει αυτή την άποψη. Στην Κύπρο δεν είναι όλα τέλεια, αλλά τουλάχιστον, για το καλλιτεχνικό κομμάτι, πρέπει να αναγνωρίζουμε την αξία μας και να αποφεύγουμε το αίσθημα κατωτερότητας ή ότι το δικό μας, το κυπριακό, είναι ευτελές. ​

​- Υπάρχει κάποιο άλλο καλλιτεχνικό project στα σκαριά να περιμένουμε από σένα; Αυτή τη στιγμή δουλεύω πάνω στη σειρά της τσιμεντογραφείας, που είναι μια τεχνική που αναγνωρίστηκε μέσα από τα έργα του Χριστόφορου Σάββα και του Κώστα Οικονόμου. Η θεματολογία της δικής μου δουλειάς είναι εμπνευσμένη από τοπία κατά τη διάρκεια της δύσης, με τον ήλιο να σκιαγραφεί φιγούρες της παπουτσοσιτζιάς. Το διαφορετικό σε αυτή τη σειρά είναι ότι ο απώτερος σκοπός είναι τα έργα αυτά να διακοσμήσουν έναν εξωτερικό χώρο, κάτι που δεν συναντούμε συχνά, ειδικά στην Κύπρο που περνούμε αρκετό χρόνο στην βεράντα ή στον κήπο.​

[email protected]

Φιλελεύθερα, 17.1.2021.